Υπάρχει συνέχεια στη ζωή των Πόλεων;
του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)
anagnostis.gr
Όταν πριν από κάποια χρόνια πέρασα από τη Σάμο απέναντι στα τουρκικά παράλια για να επισκεφτώ τα ερείπια της αρχαίας Εφέσου, η εμπειρία μου ήταν συγκλονιστική: η πόλη του Ηράκλειτου, όπως είχε εξελιχθεί στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, αναστηλωμένη σε κρίσιμο βαθμό, μου αποκάλυπτε πόσο πιο σύνθετος ήταν ο αρχαίος πολιτισμός σε σχέση με την εντύπωσή μου από την επαφή με την αρχαιότητα που είχα στην Ελλάδα. Η Έφεσος, λοιπόν, τρύπησε τον χάρτη των βεβαιοτήτων μου, ανοίγοντας την πόρτα στη δημιουργική αναδημιουργία αυτού του χάρτη.
Όπως γίνεται συχνά, όταν ζήσεις μια θαυμαστή εμπειρία νομίζεις ότι και η επόμενη θα είναι ανάλογη. Μετά την Έφεσο αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε στη Σμύρνη. Το σοκ της επίσκεψης ήταν μεγάλο, μα με ριζικά διαφορετική έννοια από την προηγούμενη εμπειρία μας. Ήταν βεβαίως σοβαρό ότι είχα στο μυαλό μου τον χάρτη της «Σμύρνης των Ελλήνων», όπως η πόλη (ή τουλάχιστον ένα μεγάλο τμήμα της) υπήρχε πολλές δεκάδες χρόνια πριν, πριν από την πυρκαγιά και τη συνολική καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού. Το ζήτημα είναι ότι με την επαφή αυτός ο χάρτης δεν σκίστηκε απλώς, όπως έγινε στην Εφεσο, όπου είχα κλειδιά και σημεία επαφής, ώστε να διορθώσω τον χάρτη μου συνδέοντας τον πολιτισμό των μικρασιατικών παραλίων με αυτόν της κεντρικής Ελλάδας, και της Ρώμης, μα και την επιστήμη της αρχαιολογίας που κατάφερε την εξαιρετική αναστήλωση, με τη συνεργασία Τούρκων και άλλης εθνικότητας αρχαιολόγων και μηχανικών. Στη Σμύρνη ο χάρτης κουρελιάστηκε και πετάχτηκε στα σκουπίδια. Δεν είχα από πού να πιαστώ, καθώς ο χάρτης που είχα στο μυαλό μου είχε καεί μέσα σε ελάχιστες μέρες, με εξολοθρευτική βία που ισοπέδωσε ένα μεγάλο μέρος της πόλης, μετατρέποντάς τη σε tabula rasa, μια λευκή σελίδα που θα γραφόταν από την αρχή. Εννοείται ότι οι άνθρωποι που έζησαν στη Σμύρνη μετά το 1922, έφτιαξαν τον χάρτη της εξ υπαρχής, μα αυτός είναι ένας από τους πάρα πολλούς χάρτες πόλεων που δεν μπορώ να διαβάσω, απλά επειδή δεν έχει υπάρξει επαφή μαζί τους.
Είναι ενδιαφέρον ότι στην πρώτη (γιατί η δεύτερη ή η τρίτη είναι μια άλλη ιστορία- όπως στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους) επαφή με την Εφεσο και τη Σμύρνη, η αρχαία πόλη που δεν υφίσταται πιά εδώ και πάρα πολλούς αιώνες, καθώς από παραθαλάσσια πόλη με λιμάνι μετατράπηκε σταδιακά- με τις προσχώσεις του ποταμού Μαιάνδρου- σε πόλη της ενδοχώρας και σταδιακά παρήκμασε, ήταν αυτή που με συνάρπασε, και όχι η σύγχρονη σφύζουσα από ζωή μεγαλούπολη, η οποία μάλιστα συμβαίνει να διατηρεί διαχρονικά το αρχαίο όνομά της.
Οπότε, τί είναι σε μια πόλη; Πότε υπάρχει συνέχεια στην εξέλιξή της, και όποτε αυτή η συνέχεια υπάρχει, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της;
Οι πόλεις ως ενεργειακά πεδία
Είναι σαφές ότι οι πόλεις είναι οι άνθρωποί της- περασμένοι, τωρινοί που συμπεριλαμβάνουν και όσους είναι και δεν είναι εκεί, και οι εν δυνάμει: οι άνθρωποι και οι δομές τους. Όμως, για να αντιληφθούμε διαυγέστερα τον τρόπο τους, είναι χρήσιμο να δούμε τις πόλεις κατ’αρχάς ως ενεργειακά πεδία που λειτουργούν σε συνάρτηση με ένα ευρύτερο σύστημα. Υπάρχουν λόγοι που μια πόλη γεννιέται εδώ κι όχι εκεί, που μεγαλώνει ή μικραίνει, που ζει πολύ ή λίγο, έτσι ή αλλιώς.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το ενεργειακό πεδίο, που αντιστοιχεί σε μια πόλη, δεν είναι μονότροπο: είναι πολλές και διαφορετικές οι επί μέρους ενέργειες που το διατρέχουν, σε απόσταση η μία με την άλλη ή όχι, σε ώσμωση, σε σύνθεση ή σε σύγκρουση μεταξύ τους. Σε ανάλογη κατάσταση βρίσκεται το πεδίο κάθε πόλης συνολικά με τις άλλες συνιστώσες του συνολικού συστήματος.
Έχοντας βάλει ένα πλαίσιο με αφαιρετικά σχήματα, ας προσπαθήσουμε να δούμε τα πράγματα συγκεκριμένα. Το βιβλίο «Η Ρωμηοσύνη της Πόλης 1453- 1600» του Κώστα Μ, Σταματόπουλου, εκδόσεις Καπόν, 2023, προσφέρεται γι’αυτό. Ακολουθούν μερικά χαρακτηριστικά σημεία, που αφορούν την όποια συνέχεια της πόλης, μα και τις διαφορετικές ενέργειες που τη διατρέχουν:
-Η Κωνσταντινούπολη σχεδόν ερήμωσε από πληθυσμό, ως συνέπεια της Άλωσης. Όταν ο Πορθητής αποφάσισε για στρατηγικούς λόγους να κάνει την Πόλη πρωτεύουσά του, διέταξε μεγάλεις μετακινήσεις πληθυσμών, χριστιανών και μουσουλμάνων, για την εποίκησή της. Έχει πολύ μεγάλη σημασία ότι αυτές οι μετακινήσεις εμπεριείχαν πολλή βία (ποιος θέλει να φύγει από το σπίτι του, για να πάει σε έναν άγνωστο τόπο;), και στο βιβλίο αυτή η ένταση αποτυπώνεται με στοιχεία (οι αντιδράσεις συμπεριλαμβάνουν ακόμα και κατάρες για το μέλλον της πόλης).
Επομένως, ενώ από τη μια βλέπουμε τη συνέχεια της Πόλης ως κρίσιμου ενεργειακού κόμβου, από την άλλη βλέπουμε ότι η ενέργειά της είναι τόσο ριζικά διαφορετική, άρα ασυνεχής, σε σχέση με τις προηγούμενες φάσεις της εξέλιξής της: πέρα από το γεγονός ότι η πόλη περνάει σε άλλη σφαίρα επικυριαρχίας με εντελώς άλλα χαρακτηριστικά από την υπερχιλιετή προηγούμενη, οι νέοι- βίαια εγκατεστημένοι- κάτοικοι βλέπουν εκ των πραγμάτων το νέο περιβάλλον τους ως tabula rasa, ως «λευκή σελίδα»- δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση προηγουμένως μ’αυτό.
-Για τον χριστιανικό πληθυσμό βεβαίως- ακόμα κι αν δεν είχε προηγούμενη σχέση με την Κωνσταντινούπολη- υπήρχαν κρίσιμες θρησκευτικές και πολιτιστικές αναφορές: οι εκκλησίες της πόλης, για παράδειγμα, συνιστούσε ένα σύστημα αναφοράς σε συνάφεια με τα προηγούμενα, που θεωρητικά τουλάχιστον ενισχυόταν από την απόφαση του Πορθητή να διατηρήσει το Πατριαρχείο. Στο πεδίο της πραγματικότητας πάντως, αυτό το σύστημα αναφοράς διαρκώς συρρικνωνόταν: το Πατριαρχείο αποστερημένο της Αγίας Σοφίας που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος, μετακόμισε στην αρχή στον μεγαλοπρεπή μεν ετοιμόρροπο δε ναό των Αγίων Αποστόλων από τον οποίο στη συνέχεια εκδιώχτηκε για να χτιστεί τέμενος στη θέση του, έκανε στη συνέχεια την Παμμακάριστο έδρα του για να εκδιωχτεί κι από κει και να καταλήξει στο Φανάρι.
Γενικότερα, όπως επισημαίνει ο Κ. Σταματόπουλος στο βιβλίο του, ενώ τα νέα περίβλεπτα τεμένη, έργα ως επί το πλείστον του αρχιτέκτονα Σινάν, χριστιανού από την Καππαδοκία που έγινε μουσουλμάνος (είναι χαρακτηριστικό της εποχής ότι έκανε επανειλημμένως αιτήσεις για να καταταγεί στο σώμα των Γεννιτσάρων), υψωνόταν με τους μιναρέδες τους στον ουρανό υποδηλώνοντας τη νέα κυρίαρχη ταυτότητα της πόλης, παράλληλα οι χριστιανοί «έσκαβαν βαθιά» γεμίζοντας την Πόλη με υπόγεια αγιάσματα, καθώς η κατασκευή νέων εκκλησιών ήταν πρακτικά αδύνατη, είτε λόγω της Νομοθεσίας είτε λόγω οικονομικής αδυναμίας: οι χριστιανοί εκείνης της εποχής στην Πόλη ήταν κατά πλειοψηφία ενδεείς και αγράμματοι.
Κοντολογίς, ενώ η Κωνσταντινούπολη εκείνης της εποχής ξεκινάει τη νέα (και μακρά) νέα εποχή της ως tabula rasa, μια από τις ενεργειακές συνιστώσες της, το πολυάριθμο- από σχεδιασμό της νέας εξουσίας- χριστιανικό στοιχείο ζεί από πολιτιστική άποψη σε μία κάποια συνέχεια με το συνολικό παρελθόν του στοιχείου, μια φάση που ονομάστηκε από τον περίφημο Ρουμάνο ιστορικό N. Iorga «Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο» (το ομώνυμο βιβλίο του κυκλοφόρησε στα ελληνικά, με πρόλογο του Ν. Σβορώνου από τις εκδόσεις Gutenberg, το 1989). Η συνέχεια αυτή έχει μια κάποια ικμάδα (όπως σημειώνει ο Κ. Σταματόπουλος, ο Βόσπορος γέμισε με καινούρια, νεοελληνικά τοπωνύμια), μα ολοένα απομειούμενη σε επίπεδο ερεισμάτων, όπως προηγουμένως καταδείξαμε. Εχει τη σημασία του ότι στην επόμενη περίοδο από αυτή του βιβλίου, τα νεοελληνικά τοπωνύμια εξαφανίζονται, για να αντικατασταθούν από τουρκικά.
***
Επιμείναμε στην Κωνσταντινούπολη, καθώς πρόκειται για μια πόλη με τεράστιο βάρος στην Ιστορία. Αυτό που είδαμε εδώ με ενάργεια είναι ότι η έννοια της συνέχειας δεν είναι παντός καιρού, και ότι μπορεί να αναφέρεται σε επί μέρους ενεργειακά συστατικά αντί της συνολικής ενέργειας μιας πόλης- η οποία εκτός των πολιτιστικών χαρακτηριστικών, αφορά κυρίως τα παραγωγικά χαρακτηριστικά της.
Δηλαδή, για να απαντήσουμε πειστικά στο ερώτημα αν υπάρχει μια
συνέχεια της Πόλης μετά την οθωμανική κατάκτηση, προηγούνται ερωτήματα
όπως «Με ποιο τρόπο η Πόλη «βγάζει το ψωμί της», πριν και μετά;», «Ποια
είναι η θέση της στο παραγωγικό σύστημα του Κόσμου, πριν και μετά;»,
«Πώς συνεισφέρουν στο «να βγει
αυτό το ψωμί τα επί μέρους στοιχεία της
Πόλης;» και «Πώς μοιράζεται αυτό το «ψωμί» στα επί μέρους στοιχεία;». Τα
τελευταία δύο ερωτήματα σχετίζονται με το κατά πόσον υπάρχουν περιθώρια
εξελίξεων ή βαλτώματος, στασιμότητας για τους κατοίκους της Πόλης, και
αυτό αφορά το πριν (οι επί μέρους ενέργειες καθορίζονται αλλιώς στο
«πριν»: δεν είναι όλοι οι χριστιανοί το ίδιο, όσον αφορά τη θέση τους
στην ιεραρχία της εξουσίας, αλλά και στο παραγωγικό σύστημα), και το
μετά.
Μονοπάτια συνέχειας και ασυνέχειας
[.....................................................]
ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου