Χρήστος Δικαιάκος: Συνέντευξη με τον Ελληνοκαναδό φωτογράφο για την έκθεση, Ο κόσμος ως ανοιχτό στούντιο, στην 8η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης
Ανταμώνουμε στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (Αποθήκη 1, Λιμάνι) Μουσείο Φωτογραφίας ένα απόγευμα που έξω από τις τζαμαρίες του καφέ ο Θερμαϊκός και ο ήλιος έχουν κέφια και διάθεση να απαθανατιστούν από δεκάδες ινσταγκράμερ που κυνηγούν την τέλεια εικόνα για τα σόσιαλ. Ιδανικός θεσσαλονικιώτικος καιρός, καμιά σχέση με τον βαρύ χειμώνα του Βανκούβερ, ο Ελληνοκαναδός φωτογράφος Χρήστος Δικαιάκος επιστρέφει στη γενέθλια πόλη υπό ιδανικές συνθήκες.
Η έκθεσή του Ο κόσμος ως ανοιχτό στούντιο άνοιξε και θα φιλοξενείται μέχρι και τον Ιούνιο, πλαισιώνοντας το πρόγραμμα της 8η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, που κορυφώνει. Χωρίς να έχει ανοίξει ακόμα η κεντρική έκθεση της διοργάνωσης (ανυπομονώ!), αλλά έχοντας δει ως στιγμή όλο το περιφερειακό της πρόγραμμα, σας διαβεβαιώνω πως η ρετροσπεκτίβα στον Χρήστο Δικαιάκο είναι το πιο βαρύ της χαρτί.
© Λάζαρος Γραικός
Ο καλλιτέχνης, σχετικά άγνωστος στο ελληνικό κοινό αλλά πασίγνωστος στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, με υποδέχεται εγκάρδια. Μπαίνω στο θέμα κατευθείαν, τον ρωτώ τι θυμάται από τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Και ο πολιτογραφημένος Καναδός καλλιτέχνης, ελληνικής καταγωγής, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1946, δεν το πολυσκέφτεται. Ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός στο εργοστάσιο Υφανέτ και ο Δικαιάκος, που μετανάστευσε στο Βανκούβερ σε ηλικία εννέα ετών, να που ακόμα αναπολεί το Φώτο Όπτικ της Άνω Τούμπας! «Υπάρχει ακόμα το αρχαίο αυτό φωτογραφείο, σήμερα το τρέχει η τέταρτη γενιά ιδιοκτητών. Εκεί με πήγε η μαμά μου ντυμένο τσολιαδάκι και με ρουζ στα μάγουλα, μιαν επέτειο της 25ης Μαρτίου, για μια αναμνηστική. Ο πατέρας μου μού έδωσε να κρατώ στο χέρι ένα πιστόλι σαν του καουμπόη Ρόι Ρότζερς, τι να πω, ακόμα έχω στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά από το μπαρούτι που αναδυόταν όταν έσκαγαν οι σφαίρες-καψούλες!».
Χρήστος Δικαιάκος @MOMusPhotography / © Λάζαρος Γραικός
Στο Βανκούβερ ο Δικαιάκος σπούδασε Τέχνη και ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της British Columbia, όπου γνώρισε επίσης τη Sophie, σύντροφο της ζωής του έως και σήμερα. Οι περγαμηνές του είναι ατελείωτες, τα έργα του φιλοξενούνται σε άπειρα μουσεία, όπως και οι εκθέσεις του, που είναι πάμπολλες, εφόσον είναι ενεργός από τη δεκαετία του ’60 έως και σήμερα. Ο Δικαιάκος που συνέβαλε στην εξέλιξη της «σχολής» Vancouver Photo conceptualism, στο έργο του πραγματεύεται την τοπική ιστορία, τη συνθήκη της νεωτερικότητας και τις κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις κάποιων συγκεκριμένων τόπων. Παράλληλα με την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, μαζί με την σύζυγό του άνοιξαν το εστιατόριο Κοσμάς το 1982 στο Βανκούβερ, το πρώτο ελληνικό εστιατόριο στην πόλη που αναζητούσε την αυθεντική ελληνική κουζίνα. Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία και έγινε τόπος συνάντησης καλλιτεχνών καθώς ο Δικαιάκος, η γυναίκα του Sophie και η αδελφή του Αλεξάνδρα προσέφεραν μια ποιότητα φιλοξενίας που συμβάδιζε με τη στάση του προς την τέχνη, τον κοινωνικό της ρόλο, και την παράδοση των αυτοχθόνων. Γεμιστά εναντίον Μπιγκ Μακ και μερακλίδικοι μουσακάδες στην κόντρα με τα άνοστα κλαμπ σάντουιτς· γεια σου, πατρίδα, με τα ωραία σου και χαίρε τεράστιε, Χρήστο Δικαιάκο!
Χρήστος Δικαιάκος, Ιτιά, 2017
Πριν από τη συνάντησή μας, περιπλανήθηκα ανάμεσα στα έργα του και εντυπωσιάστηκα από το Βανκούβερ, όπως
το συνέλαβε αλλά και συνεχίζει να το καταγράφει. Οι μητροπόλεις τελούν
πάντα υπό μετάβαση και ο νους μου, ακόμα και τώρα που συζητάμε με τον
καλλιτέχνη, τρέχει συνεχώς και ανακαλεί το τραγούδι Blue, των Fine Young
Cannibals: My hometown is falling down and I am mad about that.
[........................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου