Ο ΟΨΙΠΛΟΥΤΟΣ (ΝΕΟΠΛΟΥΤΟΣ)
Ο ΟΨΙΠΛΟΥΤΟΣ*
( Ομηρικόν)
Άνδρα μοι έννεπεν
Μούσα, οψίπλουτον,
ος μάλα πόλλα
κλέπτων εμόχθησε
κι εναποθήκευσε
κι έχει απ' όλα.
Πένης ην άλλοτε
Άγων προς πώλησιν
ξύδι κι αλάτι΄
τώρα μεγάλωσε
κι έχει θεώρατο
ένα παλάτι.
Ουκ είχεν άλλοτε
τα επιτήδεια
ούτε κριθάρι΄
νυν δ' ούτος κρέατα
τρώγων επάχυνε
σαν το μουλάρι.
Ήσθιε λάχανα
κοκκινογούλια
και αγριάδα΄
νυν όμως γέγονε
αψηλοκάπελος
κι έχει βελλάδα!
Άνδρα μοι έννεπε,
Μούσα , ος άλλοτε
έβοσκε αίγας΄
κι άρπαξε κι έκλεψε
κι εσουφροποίησε
κι έγινε μέγας
Ι. Σοφιανόπουλος
Μούσα , ος άλλοτε
έβοσκε αίγας΄
κι άρπαξε κι έκλεψε
κι εσουφροποίησε
κι έγινε μέγας
Ι. Σοφιανόπουλος
- __________________________
- ΛΕΞΙΚΟ ΜΑΝΟΛΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ
- *νεόπλουτος -η -ο [neóplutos] Ε5 :
που πλούτισε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και ανέβηκε σε ανώτερη
κοινωνική τάξη, χωρίς όμως να αποκτήσει πνευματική καλλιέργεια και
κοινωνική αγωγή: Nεόπλουτες οικογένειες. Επιδεικνύεται σαν ~. || (ως ουσ.) ο νεόπλουτος, θηλ. νεόπλουτη: Aκριβά και φανταχτερά πράγματα για νεόπλουτους.
[λόγ. < αρχ. νεόπλουτος]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου