«Θεωρητικές και θετικές επιστήμες» του Γιώργου Λ. Ευαγγελόπουλου – Αναζητώντας σημεία επαφής (κριτική)
Για το βιβλίο «Θεωρητικές και θετικές επιστήμες – Οι δυο κουλτούρες και οι διατομές τους» του Γιώργου Λ. Ευαγγελόπουλου που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Το 1959, ο φυσικός επιστήμονας και λογοτέχνης C. P. Snow έδωσε μια μνημειώδη διάλεξη στο Cambridge, που αργότερα εκδόθηκε σε βιβλίο με τον αρκούντως χαρακτηριστικό τίτλο Οι δύο κουλτούρες. Θέμα του ήταν οι διαφορές ανάμεσα στον χώρο των επιστημών (sciences) και στον χώρο των γραμμάτων και τεχνών. Αργότερα, στο επίμετρο, ο ίδιος πρόσθεσε έναν ακόμη χώρο ο οποίος δρα διαμεσολαβητικά μεταξύ αυτών των δύο: πρόκειται για τον χώρο των κοινωνικών επιστημών. Από αυτή την αφορμή ξεκινά το παρόν τομίδιο με τίτλο Θεωρητικές και θετικές επιστήμες (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) του καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας Γιώργου Λ. Ευαγγελόπουλου, το οποίο προέκυψε από αναθεώρηση μιας λίγο παλιότερης ομιλίας του στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων, και επιχειρεί να φανερώσει τα σημεία επαφής μεταξύ των δύο «κουλτούρων», όπως υπαινίσσεται και ο υπότιτλος.
Αρχικά, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να διαλευκάνει το ζήτημα του τι αποτελεί «θεωρητική» και τι «θετική» επιστήμη, δηλώνοντας, μάλλον ρεαλιστικά, πως κάτι τέτοιο θα απαιτούσε αρκετές πολυσέλιδες πραγματείες. Ο Ευαγγελόπουλος, πάντως, αποδέχεται την κεντρική θέση του Snow, για τη δυσκολία συνεννόησης και εύρεσης κοινών σημείων μεταξύ θεωρητικών και θετικών επιστημών. Με τα λόγια του:
«[…] ακόμη και αν δεν υφίσταται χάσμα ανάμεσα στις δύο κουλτούρες (δηλαδή αν δεν είναι τόσο μεγάλη η απόσταση μεταξύ τους), σίγουρα υπάρχει κάποια «επιφύλαξη» των θετικών επιστημόνων απέναντι στους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών ασφαλώς, υφίσταται και η αντίστροφη «επιφύλαξη». Η αδυναμία επικοινωνίας και επαφής μεταξύ τους είναι προφανής όσον αφορά την πλειονότητα όσων καλλιεργούν τις δύο αυτές διαφορετικές κουλτούρες. Αυτός μάλλον πρέπει να θεωρηθεί ο κανόνας, ενώ οι υπόλοιπες περιπτώσεις συνιστούν κάποιες ευχάριστες εξαιρέσεις του (σελ. 43).
Επιπλέον, ο ίδιος επιχειρεί να συμπληρώσει την εν λόγω διάκριση, επισημαίνοντας και την ύπαρξη επιμέρους «κουλτούρων» μέσα στο εσωτερικό αμφοτέρων:
«[…] ενδεχομένως δεν
υφίσταται μόνο χάσμα μεταξύ της κουλτούρας των θετικών επιστημών κι
εκείνης των ανθρωπιστικών επιστημών, αλλά, επιπλέον, στο εσωτερικό της
καθεμιάς από τις δύο αυτές κουλτούρες διαμορφώνονται και αναπτύσσονται
«επιμέρους κουλτούρες». Παρατηρείται, μάλιστα, ασυμμετρία ως προς την
έκταση της επιρροής της καθεμιάς «επιμέρους κουλτούρας» σε σχέση με την
«αντίπαλή» της» (σελ. 50).
Έχοντας υπογραμμίσει τις διαφορές
ανάμεσα σε θεωρητικές και θετικές επιστήμες, ο Ευαγγελόπουλος
υποδεικνύει μερικά σημεία όπου αναδεικνύεται η «ενότητα» θεωρητικών και
θετικών επιστημών: πρόκειται για τα έργα για τον συντηρητισμό, τον
Διαφωτισμό και την αντιμεταφυσική σκέψη, από τον ιστορικό των ιδεών
Παναγιώτη Κονδύλη, το βιβλίο Σκέψεις για την εξέλιξη των ιδεών στη φυσική,
του φυσικού Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, καθώς και την επιρροή της μαθηματικής
θεωρίας συνόλων, του Κάντορ, στους μαθηματικούς Εγκόροβ, Λούζιν και
Φλορένσκι. Αυτά τα τρία σημεία αναδεικνύουν τη σχέση των
φυσικοεπιστημονικών ανακαλύψεων με το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο
οποίο αυτές αναδύονται.
Ωστόσο, σπεύδει να συμπληρώσει ο Ευαγγελόπουλος, παραθέτοντας μάλιστα τον Στέφανο Τραχανά, δεν θα πρέπει να υπερβάλλει κανείς και να σκεφθεί πως οι ανακαλύψεις αυτές έχουν κάποια στενή «εξάρτηση» από ιστορικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Τουναντίον, το μεγάλο προτέρημα των θετικών επιστημών είναι η σημαντική «ανεξαρτησία» τους από τέτοιους παράγοντες, μια ανεξαρτησία που θεμελιώνει την αξίωσή τους για αντικειμενικότητα.
Με λίγα λόγια, ο Ευαγγελόπουλος υπενθυμίζει τη γνωστή επιστημολογική διάκριση ανάμεσα σε «πλαίσιο ανακάλυψης» και «πλαίσιο θεμελίωσης», την οποία ορισμένοι ριζοσπάστες φιλόσοφοι έχουν αμφισβητήσει, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την αντικειμενικότητα των επιστημών και τη θέση τους στον δυτικό πολιτισμό, γενικότερα.
Ο Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έλαβε το μεταπτυχιακό του δίπλωμα στις Ευρωπαϊκές Σπουδές και το διδακτορικό του στις Διεθνείς Σχέσεις από το London School of Economics (LSE). Υπήρξε ο ιδρυτικός διευθυντής της ελληνικής έκδοσης του Quantum (περιοδικού για τις Φυσικές Επιστήμες και τα Μαθηματικά). Στο διάστημα 2007–2020 εργάστηκε ως επιστημονικός συνεργάτης των Προέδρων της Δημοκρατίας Καρόλου Παπούλια και Προκοπίου Παυλοπούλου. Το τελευταίο βιβλίο του έχει τον τίτλο Κρίσιμες οντολογικές έννοιες στο έργο του Καστοριάδη (Αθήνα: Ευρασία, 2022), ενώ προσφάτως επιμελήθηκε, από κοινού με τους Αντώνη Μελά και Πέτρο Μπρέγιαννη, την ελληνική έκδοση του τόμου KVANT SELECTA: Άλγεβρα και Ανάλυση, I (Αθήνα: Εφαλτήριο, 2022). |
Μιά βαθύτερη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους κλάδους
Όσον αφορά, μάλιστα, τη φυσική, ο Ευαγγελόπουλος διατείνεται πως πρόκειται για μια επιστήμη αυτόνομη, που η καταφυγή της σε φιλοσοφικές θεωρίες γινόταν μονάχα όταν υπήρχε μια σημαντική κρίση στο εσωτερικό της (π.χ. η χρήση του λογικού θετικισμού από τον Χάιζενμπεργκ, για την ανακάλυψη και αρχική διατύπωση της κβαντομηχανικής, στη γλώσσα των μητρών, έγινε ακριβώς μετά την αναγνώριση του αδιεξόδου των αρχών της κλασικής φυσικής πάνω στον μικρόκοσμο). Τελικοί και οριστικοί κριτές των επιστημονικών θέσεων είναι μονάχα η εμπειρία και το πείραμα, όχι η πιθανή εναρμόνιση ή αντίθεσή τους με (τις όποιες) φιλοσοφικές αρχές.
[...] το βιβλίο επισημαίνει τόσο τις «παραλληλίες» όσο και τις «τομές» ανάμεσα σε θεωρητικές και θετικές επιστήμες, συμπεραίνοντας ότι οι παραλληλίες είναι μάλλον λιγότερες από τις τομές, [...]
Πίσω από αυτές τις παρατηρήσεις του Ευαγγελόπουλου, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει την ανησυχία πολλών σύγχρονων επιστημόνων σχετικά με την απειλή περιστολής των ερευνών τους εξαιτίας δογματικών αρχών: η σύγκρουση του πειραματικού ερευνητή Γαλιλαίο με τους δογματικούς και ευφυείς σχολαστικούς φιλοσόφους της εποχής του, με τον πρώτο να επικαλείται εμπειρικές παρατηρήσεις, ενώ τους δεύτερους να επικαλούνται αόριστες φιλοσοφικές έννοιες (π.χ. υποτιθέμενη σφαιρικότητα και «τελειότητα» ουράνιων σωμάτων), φαίνεται πως έχει σημαδέψει για τα καλά τις θετικές επιστήμες.
Υπάρχει όμως κάποιος «μίτος», που να μπορεί τελικά να συνδέσει ουσιαστικά τις επιμέρους επιστήμες μεταξύ τους; Έναν τέτοιο αποτελούν πιθανώς, σύμφωνα με τον συγγραφέα, τα μαθηματικά, που έχουν χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα τόσο στη Νομική, όσο και, με τη μορφή της κβαντικής θεωρίας, στις Διεθνείς Σχέσεις. Ωστόσο, η πρώτη προσέγγιση έχει τα όριά της, ενώ η δεύτερη (που επιχείρησε κάποτε ο Alexander Wendt) είναι τουλάχιστον παράτολμη και μη επαρκώς δικαιολογημένη, τονίζει ο ίδιος.
Πάντως, το βιβλίο επισημαίνει τόσο τις «παραλληλίες» όσο και τις «τομές» ανάμεσα σε θεωρητικές και θετικές επιστήμες, συμπεραίνοντας ότι οι παραλληλίες είναι μάλλον λιγότερες από τις τομές, με τη σύγχρονη διεπιστημονική έρευνα της μετάβασης από τις απλούστερες δομές στις πιο πολύπλοκες (σε φυσική, βιολογία, αλλά και κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα) να δείχνει πολλές δυνατότητες σύμπλευσης ανάμεσά τους. Χαρακτηριστική, σε αυτό το σημείο, είναι η πολυπρισματική έρευνα που γίνεται για την κατανόηση της ανθρώπινης συνείδησης. Μήπως λοιπόν αυτές οι εξελίξεις εγκαινιάζουν μια βαθύτερη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους διαφορετικούς κλάδους, που πρόκειται να διαψεύσει τη θέση του Snow για τις δύο κουλτούρες; Αυτό θα εξαρτηθεί, απαντάει ο Ευαγγελόπουλος, σε μεγάλο βαθμό από το πόσο πρόθυμοι είμαστε να παραμερίσουμε όσα μας υπαγορεύει το στενό οικονομικό συμφέρον, και να σταματήσουμε την περαιτέρω υποβάθμιση των θεωρητικών επιστημών ως «λιγότερο χρήσιμων».
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου