Κυριακή, Φεβρουαρίου 20, 2022

"Οπαδός", τι είδους όμως;

 


Εφημερίδα των Συντακτών
efsyn.gr 
 
 
Ο οπαδός είναι αυτός που ακολουθεί, που συνοδεύει.

Ο οπαδός, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, είναι αυτός που υποστηρίζει πρόσωπα, ιδέες, θεσμούς ή ομάδες σε πολιτικό, ιδεολογικό, κοινωνικό, θρησκευτικό ή άλλο επίπεδο – με την καλή έννοια της λέξης, γιατί με την αρνητική, ο οπαδός είναι εκείνο το πρόσωπο «που υποστηρίζει με φανατισμό κάποιον ή κάτι, που το πάθος του υπερβαίνει τη λογική».

Η λέξη προέρχεται από το ρήμα «οπάζω», που σημαίνει «ακολουθώ, καταδιώκω». Ο οπαδός είναι αυτός που ακολουθεί, που συνοδεύει. Οι αντίστοιχες λέξεις στα λατινικά είναι ο «companio», με την έννοια του ομοτράπεζου, από το «cum» (συν) και το «panis» (ψωμί), που αντιστοιχεί στο ελληνικό «σύντροφος», (συν+τρέφω), αλλά και ο «camaratus», από το «camara» (δωμάτιο, κάμαρα), με την έννοια του συγκατοίκου, για στρατιώτες που συστεγάζονται στην ίδια σκηνή. Από το λατινικό camaratus προκύπτει γαλλικό camarade και το αγγλικό comrade. Το ότι η προσφώνηση των συναγωνιστών («σύντροφε», «camarade») στηρίζεται εννοιολογικά στη δίκαιη μοιρασιά της τροφής και της στέγης, είναι κάτι που λέει πολλά για τις ανθρωπιστικές αξίες της Αριστεράς.

Όμως, όπως είπαμε, υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά του οπαδού – αυτή του φανατισμού. Το λεξικό ορίζει τον φανατισμό ως την «τυφλή προσήλωση σε μια ιδέα, πίστη ή πρόσωπο, η οποία οδηγεί στην άρνηση κάθε κριτικής και στο μίσος για όποιον πιστεύει το αντίθετο». Ο φανατισμός προέρχεται από το επίθετο «φανατικός», που είναι μεταφορά στα ελληνικά του γαλλικού «fanatique», από το λατινικό «fanaticus», που σημαίνει «θεόληπτος, αυτός που διακατέχεται από ιερή μανία». Η λέξη προκύπτει από το «fanum», που σημαίνει «ιερό, ναός». Οι «fanatici» στην αρχαία Ρώμη ήταν οι ιερείς της Ισιδας και της Κυβέλης, που αυτοτραυματίζονταν καθώς βρίσκονταν σε ιερή μανία.

Οι φανατισμένοι, μανιασμένοι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων, που πρωτοστατούν σε ταραχές και σε συγκρούσεις, λέγονται και «χούλιγκαν». Οι Αγγλοι ονόμασαν έτσι, υποτιμητικά, τους ταραξίες από το όνομα του Ιρλανδού Πάτρικ Χούλιγκαν, που έδρασε στην Ιρλανδία και τη Βρετανία στα τέλη του 19ου αιώνα, βάζοντας βόμβες στο Δουβλίνο και το Μπέλφαστ εναντίον της βρετανικής κατοχής. Ή, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Λονδρέζος Πάτρικ Χούλιγκαν αμφισβητούσε την κρατική εξουσία, γελοιοποιούσε την αστυνομία, ενώ μοιραζόταν τα λάφυρα, από μικροκλοπές που έκανε με τη συμμορία του, με τους φτωχούς της γειτονιάς. Ηταν κάτι σαν τον Ρομπέν των Δασών της βιομηχανικής εποχής, τηρουμένων, φυσικά, των αναλογιών.

Ο Τζον Λένον στο «Imagine» είχε πει: «Imagine there’s no countries / It isn’t hard to do / Nothing to kill or die for / And no religion, too / Imagine all the people / Livin’ life in peace». Ας φανταστούμε λοιπόν, για να τιμήσουμε τη μνήμη του Αλκη, του πρόσφατα αδικοσκοτωμένου νέου, πως δεν υπάρχουν κράτη, πως δεν υπάρχει τίποτα, ούτε καν κάποια θρησκεία για να σκοτώσεις ή να σκοτωθείς.

Ας φανταστούμε πως όλοι οι άνθρωποι ζουν ειρηνικά, αγαπώντας ο καθένας την ομάδα ή την πατρίδα του, αλλά χωρίς να υποτιμούν ή να μισούν τις ομάδες και τις πατρίδες των άλλων, χωρίς να βλέπουν τους άλλους ως εχθρούς που πρέπει να τους δαγκώσουν πρώτοι το λαρύγγι πριν εκείνοι προλάβουν να τους φάνε το δικό τους.

Ας φανταστούμε πως οι νέοι άνθρωποι βρίσκουν άλλες αξίες (και όχι τις ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρείες, τους ιδιωτικούς στρατούς των Μεγάλων Αφεντικών), για να νοηματοδοτήσουν τη συλλογική και ατομική τους ταυτότητα, ας φανταστούμε πως ξαναβρίσκουμε το ψωμί στο τραπέζι και την κοινή στέγη και ξαναγινόμαστε συνοδοιπόροι και σύντροφοι, companions και camarades.


📌 Οπαδός
Ο-πα-δός, ουσιαστικό, (αρσ.+θηλ.) [συνηθέστ. στον πληθ.]: που υποστηρίζει κάποιον ή κάτι, συνήθως ανοιχτά και ένθερμα.
Από το Χρηστικό λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας, εκδ. Ακαδημίας Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια: