Απολαυστική πραγματεία περί χιούμορ
Terry Eagleton. Χιούμορ. Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής. Πεδίο, 2021, σελ. 238
Στο Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών το χιούμορ ορίζεται ως η «ικανότητα πρόκλησης γέλιου στους άλλους, μέσα από τον ευρηματικό συνδυασμό ετερόκλιτων στοιχείων ή και τη χρήση λεπτής ειρωνείας». O ορισμός αυτός αποτυπώνει απλά, περιεκτικά και συνοπτικά το χιούμορ ως έκφραση, ως συμπεριφορά και ως αποτέλεσμα.
Όμως μια ευρύτερη κοινωνιολογική και γραμματολογική οπτική του χιούμορ, το οποίο εκδηλώνεται σε πολλά πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, από τις απλές συναναστροφές και συζητήσεις μέχρι τη λογοτεχνία, το θέατρο και τις άλλες τέχνες, θα διαπίστωνε ότι είναι τελικά ένα πολυεπίπεδο και πολύμορφο πολιτισμικό φαινόμενο. Με αυτή την οπτική, ο πολύ γνωστός Βρετανός καθηγητής και θεωρητικός της λογοτεχνίας Terry Eagleton διερευνά το φαινόμενο του χιούμορ στο σχετικά πρόσφατο ομότιτλο βιβλίο του. Ο Eagleton επικεντρώνει το ερευνητικό και αναλυτικό του ενδιαφέρον στην εμφάνιση του χιούμορ, κυρίως, στο πεδίο της λογοτεχνίας καθώς και στην αντιμετώπιση και την ερμηνεία του από τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Εντοπίζει και αναδεικνύει δε τις ιδιαίτερες εκφάνσεις και εκδοχές του και τους μηχανισμούς παραγωγής και συγκρότησής του.
Ο συγγραφέας ξεκινά από αυτό που συνήθως φαίνεται ότι είναι παράγωγο και αποτέλεσμα του χιούμορ, το γέλιο. Ως ανθρώπινη πράξη είναι μια γλώσσα με πολλά ιδιώματα, όπως το κακάρισμα ή το ξεκάρδισμα, μπορεί να εκδηλωθεί σαν έκρηξη ή σαν χείμαρρος, να έχει ιδιαίτερη ένταση και τόνο, να φαίνεται φωτεινό ή πονηρό. Όμως ο Eagleton θεωρεί ότι πολλές από τις μορφές γέλιου δεν έχουν μεγάλη σχέση με το χιούμορ και φανερώνουν περισσότερο μια διάθεση ευθυμίας. Το γέλιο ως υλική σωματική πράξη υπερβαίνει το νόημα, του οποίου, όμως, αντίθετα, το χιούμορ επιτρέπει την απόλαυση και την επιβεβαίωσή του, ακόμα και με την υπονόμευσή του ή την ασέβεια απέναντί του.
Ο Eagleton συνεχίζει με την κριτική παρουσίαση μιας από τις πιο γνωστές προσεγγίσεις του χιούμορ, της θεωρίας της ανωτερότητας. Σύμφωνα μ’ αυτήν, το χιούμορ πηγάζει από τον περίγελο και τη χλεύη των αδύναμων και των προβληματικών εν γένει ανθρώπων. Η θεωρία της ανωτερότητας, αν και αβάσιμη κατά τον συγγραφέα, ταυτόχρονα είναι υπαρκτή και πειστική και εμπεριέχει και μια μορφή αλληλεγγύης απέναντι σε ελαττώματα και σφάλματα. Το δε χιούμορ εκδηλώνεται συχνά, όχι ως ανώτερη οπτική, αλλά και ως αυτοϋποτίμηση και γέλιο με τον ίδιο τον εαυτό.
Για το χιούμορ όμως υπάρχουν και αρκετές ακόμα θεωρίες, όπως η θεωρία του παιχνιδιού, της αμφισημίας, των χαρακτηριστικών και άλλες. Ο Eagleton θεωρεί ότι πολλές από αυτές είναι απλά εκδοχές της θεωρίας της ασυνάφειας, η οποία, κατ’ εκείνον, παραμένει η πιο πειστική εξήγηση του χιούμορ και του γέλιου. Σύμφωνα μ’ αυτήν, το χιούμορ προκύπτει από τη «σύγκρουση ασυναφών πλευρών», όπως την αιφνίδια αλλαγή προοπτικής, την ξαφνική κατάρρευση του νοήματος, τη σχετικά εντυπωσιακή δυσαρμονία ή αντίφαση, τη στιγμιαία ανοικείωση του οικείου. Ακόμα από τον εκτροχιασμό της λογικής που απορρέει από τη διατάραξη της ευταξίας των γνωστικών διεργασιών, την παραβίαση των νόμων ή των συμβάσεων. Όπως το θέτει επιπλέον ένας άλλος θεωρητικός, η ασυνάφεια είναι η ρήξη της συνήθους τάξης των πραγμάτων. Ο συγγραφέας υποστηρίζει τη θεωρία της ασυνάφειας και τη σημαντική της θέση στην ερμηνεία των μηχανισμών του χιούμορ με αναφορές και παραπομπές σε πληθώρα κειμένων άλλων θεωρητικών και λογοτεχνών.
Το χιούμορ όμως δεν είναι ξέχωρο από την ιστορική και κοινωνική κίνηση. Εκδηλώνεται στο εσωτερικό τους και υπόκειται στις αντιλήψεις που κυριαρχούν κάθε φορά. Ο Eagleton παρακολουθεί και εκθέτει τη θέση του χιούμορ και τα συμφραζόμενά του στην ιστορική διαχρονία. Διαπιστώνει ότι από την ελληνική Αρχαιότητα μέχρι και τον Μεσαίωνα το χιούμορ και το γέλιο αντιμετωπίζονταν εξαιρετικά αρνητικά.
Ο Αριστοτέλης το υποτιμούσε, ενώ ο Πλάτωνας το άφηνε στους σκλάβους και στους ξένους. Κατά τον Μεσαίωνα, σύμφωνα με τον Μπαχτίν, τον οποίο παραθέτει, «το γέλιο εκτοπίστηκε απ’ την εκκλησιαστική λατρεία, απ’ τη φεουδαλική-κρατική τάξη, απ’ την κοινωνική εθιμοτυπία και απ’ όλα τα είδη της υψηλής ιδεολογίας». Ο Eagleton σημειώνει ότι η καχυποψία αυτή οφείλεται στον φόβο της απώλειας του κοινωνικού ελέγχου και στον διαρκή κίνδυνο της παρεκτροπής των πληβειακών στρωμάτων. Η κωμωδία δε συνιστά και επιπλέον κίνδυνο αφού αντιμετωπίζει ανάλαφρα τα σοβαρά ζητήματα που συνέθεταν τότε τον ιδεολογικό και κυρωτικό λόγο των αρχουσών τάξεων. Σταδιακά όμως, με την εμφάνιση των ιδεών του διαφωτισμού και την ανάδυση της αστικής τάξης, το χιούμορ αναδείχθηκε σε συστατικό πολιτισμικό στοιχείο της κοινωνικής συμπεριφοράς.
Ο συγγραφέας, συνεχίζοντας τη διερεύνησή του, φτάνει βέβαια και στη σχέση του χιούμορ με την πολιτική. Το χιούμορ μπορεί να επικρίνει και να μετασχηματίσει, αλλά και να τερματίσει διάφορες κοινωνικές συγκρούσεις. Παραθέτει κριτικά απόψεις άλλων διανοητών για την παραβίαση της εξουσίας από το χιούμορ, αλλά μόνο για να την αποκαταστήσουν ξανά, ή ότι η κωμωδία συντηρεί την καταπίεση διότι την καθιστά ανεκτή με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας που δημιουργεί.
Στέκεται ιδιαίτερα στο καρναβάλι το οποίο θεωρεί μια μαζική πληβειακή αντικουλτούρα που δημιουργεί έναν ουτοπικό χώρο ελευθερίας, κοινότητας και ισότητας, όπου αναστέλλονται, έστω προσωρινά, οι κοινωνικές θέσεις, οι κανόνες, τα προνόμια, οι απαγορεύσεις. Υποστηρίζει την ανάλυσή του με αναφορές στον Μπαχτίν και στον Ραμπελέ, όπως και όλη τη μελέτη του με παραπομπές στη σχετική λογοτεχνική, φιλοσοφική και ψυχαναλυτική ακόμα γραμματεία και τη διανθίζει επιπλέον με «χιουμοριστικά» παραδείγματα, που συντελούν σε μια πιο ρέουσα ανάγνωση.
Ο Γιώργος Μπαρουξής υποστήριξε με τον καλύτερο τρόπο τη μεταφορά στην ελληνική γλώσσα του κειμένου του Eagleton.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου