Τρίτη, Φεβρουαρίου 22, 2022

Η Μαρία Μαυρουδή, καθηγήτρια του Berkeley της Αμερικής, φωτίζει απορίες για το μεγάλο έγκλημα της πόλης και για τα οφέλη της επαφής μας με τα μνημεία.

 


Μαρία Μαυρουδή: Οριακές νίκες δεν κερδίζονται χωρίς τον Εφιάλτη τους


Μια συζήτηση με τη σπουδαία Θεσσαλονικιά Μαρία Μαυρουδή, καθηγήτρια του Berkeley της Αμερικής, φωτίζει απορίες για το μεγάλο έγκλημα της πόλης και για τα οφέλη της επαφής μας με τα μνημεία. 

-Σε ποια γειτονιά γεννηθήκατε, ποιες είναι οι πρώτες αναμνήσεις σας από την αρχαιολογική κληρονομιά της πόλης;

-Πέρασα την πρώιμη παιδική ηλικία κοντά στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Ὀπως για πολλά παιδιά της γειτονιάς και της γενιάς μου, η πιο έντονη ανάμνηση είναι από το “Παλίμψηστο προαύλιο της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης” (για να παραπέμψω στον τίτλο του βιβλίου του Σάκη Σερέφα, που κυκλοφόρησε το 1994). Εκεί παίζαμε κρυφτό ανάμεσα στα “αρχαία” (δηλαδή τα αρχιτεκτονικά μέλη που ήταν παρατημένα εκεί, χωρίς φανερή πλέον σχέση με το κτίριο). Ήταν ένα μυστήριο που καμιά φορά συζητούσαμε και προσπαθούσαμε να λύσουμε: από πού ερχόντουσαν αυτά τα απομεινάρια, και για ποιο λόγο ήταν ἀραγε εκεί, αφού δεν ήταν μέρος του κτιρίου; Το μυστήριο οξυνόταν αν περνούσες το δρόμο και κατέβαινες τη σκάλα στο αγίασμα του Αη Γιάννη, δίπλα στο ζαχαροπλαστείο του Χατζηφωτίου. Εκεί δεν υπήρχε προφανής αρχιτεκτονικός σχεδιασμός που να σώζεται, ένοιωθες ότι το κτιριακό σύνολο είχε υποστεί μια βιβλική καταστροφή, κι όμως κάτι στεκόταν ακόμα. Άραγε τα “αρχαία” της Αγίας Σοφίας με τα “αρχαία” του Αη Γιάννη συνδεόταν με μυστικό λαγούμι; Και τι ήταν όλη αυτή η δύναμη που είχαν τα “αρχαία” του Άη Γιάννη να εκπληρώνουν ανθρώπινες επιθυμίες που τις έγραφαν οι ικέτες σε χαρτάκια και τις άφηναν εκεί στο αγίασμα για να εισακουστούν; Πυκνό μυστήριο και δύναμη είχαν αυτά τα “αρχαία”!

-Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με την αρχαιολογία;

Δεν είμαι αρχαιολόγος. Φιλόλογος είμαι που κάποια στιγμή άρχισε να εργάζεται ως ιστορικός. Πάντως όλοι οι απόφοιτοι των ελληνικών φιλοσοφικών σχολών στην Ελλάδα γνωρίζουμε κάτι και από αρχαιολογία ακόμη κι αν δεν είμαστε αρχαιολόγοι. Είμαστε όπως οι γιατροί. Ξεκινούμε ως γενικοί για να ειδικευτούμε αργότερα, και είμαστε καλοί μόνο αν θυμόμαστε τον άνθρωπο στο σύνολό του παρά την εξειδίκευση. Γενικά, προκειμένου να μάθει κανείς σφαιρικά και εις βάθος για το παρελθόν (οποιοδήποτε παρελθόν) χρειάζεται πολλά γνωστικά αντικείμενα που έχουν να κάνουν και με τον υλικό πολιτισμό αλλά και τα κείμενα που τον πλαισιώνουν (αν υπάρχουν τέτοια). Οι βυζαντινολόγοι που εκπαιδευτήκαμε στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως ειδικότητας, έχουμε όλοι λίγο πολύ διδαχτεί φιλολογία, αρχαιολογία (στις χώρες όπου δεν υπάρχουν απομεινάρια του βυζαντινού πολιτισμού αυτό το γνωστικό αντικείμενο μετατρέπεται σε “ιστορία της τέχνης”), ιστορία, παλαιογραφία, κωδικολογία, νομισματική, σιγιλλογραφία, επιγραφική.

-Τι σημαίνει για σας η Θεσσαλονίκη για το Βυζάντιο;

Όπως κάθε βυζαντινολόγος καλά γνωρίζει, η Θεσσαλονίκη υπήρξε πάντα η μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, και η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας από τον 7ο αιώνα και μετά (όταν άλλες μεγάλες πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια κατακτήθηκαν από τους Άραβες). Επί χίλια εκατό χρόνια υπήρξε για τους Βυζαντινούς τεράστιας σημασίας διοικητικό και οικονομικό κέντρο. Τα μνημεία της και ο πολεοδομικός ιστός της μπορούν να μας δώσουν πληροφορίες για την όψη άλλων μεγάλων βυζαντινών πόλεων και για την ίδια την Κωνσταντινούπολη, όπου η εντατική οικιστική ανάπτυξη του εικοστού αιώνα έσβησε μεγάλο μέρος των μέχρι τότε σωζόμενων βυζαντινών χαρακτηριστικών της. Τα μεγάλα αστικά κέντρα της βυζαντινής περιόδου ήταν συνήθως μεγάλα αστικά κέντρα της αρχαιότητας. Αυτό σημαίνει ότι άρχισαν να ανασκάπτονται από τα τέλη του 19ου αιώνα (στον ελλαδικό χώρο παράδειγμα είναι η Κόρινθος) ή από τις αρχές του 20ου. Εκείνη την εποχή, η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα θεωρούνταν ως ακρογωνιαίος λίθος του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού και αυτό που ενδιέφερε ήταν τα στρώματα της κλασικής περιόδου, όταν υπήρχαν. Τα βυζαντινά στρώματα πόλεων αποσπώνταν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών προκειμένου να βρεθούν τα προγενέστερα στρώματα. Μερικές φορές γινόταν καταγραφή του τι απομακρύνθηκε κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, άλλες φορές όχι. Το βυζαντινό στρώμα θεωρούνταν ασφαλώς κατώτερης σημασίας σε σχέση με το αρχαίο. Το αποτέλεσμα είναι μία ένδεια γνώσεων για την υλική υπόσταση των βυζαντινών πόλεων που η άριστη κατάσταση διατήρησης των ευρημάτων του μετρό Θεσσαλονίκης θα μπορούσε να μας βοηθήσει να καλύψουμε ως κάποιο βαθμό.

-Πως βρεθήκατε στην Αμερική και μάλιστα σε κορυφαία πανεπιστήμια; Πόσο εύκολο ήταν;

Ανήκω σε ἐναν αξιοθαύμαστα μεγάλο αριθμό Ελλήνων που σπούδασε στην Ελλάδα και διέπρεψε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα του εξωτερικού. Είναι το θαύμα της ελληνικής παιδείας και της ελληνικής κοινωνίας της γενιάς μου. Σε μια μικρή και οικονομικά αναπτυσσόμενη (όχι ανεπτυγμένη) χώρα η μόρφωση και ο επιστημονικός μόχθος ήταν κοινωνικό ιδανικό. Μέλη αυτής της γενιάς απηύθυναν τον Μάιο του 2021 ανοιχτή επιστολή στον πρωθυπουργό εκλιπαρώντας τον να επέμβει προσωπικά προκειμένου να σώσει τα ευρήματα της Θεσσαλονίκης από την καταστροφή. Δυστυχώς δεν εισακούστηκαν.

-Γνωρίζουν αρκετά πράγματα οι Αμερικάνοι για την ιστορία του τόπου μας και τη διασωζόμενη κληρονομιά;

Παλιότερες γενιές Αμερικανών γνώριζαν για την αρχαία Ελλάδα περισσότερα από όσα οι σημερινές. Για το Βυζάντιο ο μέσος αμερικανός δε γνώριζε ποτέ πολλά, εκτός από την (δυσφημιστική για το Βυζάντιο) χρήση του όρου Byzantine για να δηλώσει κάτι γραφειοκρατικά πολύπλοκο κι επομένως ακατανόητο και αναποτελεσματικό. Αυτή τη δυσφημιστική χρήση της λέξης την οφείλουμε στην περιφρόνηση που είχε για το Βυζάντιο ο περίφημος ιστορικός και πολιτικός του 18ου αιώνα Edward Gibbon. Όπως και πολλοί διανοούμενοι του Διαφωτισμού, είχε περιφρόνηση και καχυποψία για οτιδήποτε μεσαιωνικό. Την έχουμε σε κάποιο βαθμό κληρονομήσει και οι νεοέλληνες στην προσπάθειά μας να καθορίσουμε τι θα πει Έλληνας και τι θα πει Ευρωπαίος.

Οι σημερινές γενιές Αμερικανών δε γνωρίζουν πολλά ούτε για την αρχαία Ελλάδα. Αυτό δεν είναι μόνο αμερικανικό φαινόμενο, είναι διεθνές, κι έχει ισχυρό απόηχο και στην Ελλάδα. Ο μέσος Έλληνας που γεννήθηκε στη δεκαετία του 90 γνωρίζει λιγότερα για την ιστορία του από αυτόν που γεννήθηκε προπολεμικά. Αυτό έχει να κάνει με μια ριζική αλλαγή του προσανατολισμού της εκπαίδευσης που συντελείται εδώ και πολλές δεκαετίες διεθνώς. Ο δέκατος ένατος αιώνας και το πρώτο μισό του εικοστού είναι η περίοδος που δημιουργήθηκαν τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη έτσι όπως τα ξέρουμε. Η ιστορία, η μελέτη της γλώσσας και της λογοτεχνίας, ήταν όργανα που βοηθούσαν να χτιστεί η αίσθηση εθνικής συνοχής και η συνείδηση μιας τεχνοκρατικής ελίτ. Ως τέτοια, είχαν εξέχουσα θέση στην εκπαίδευση και θεωρούνταν εφόδια για όλους τους επαγγελματικούς προσανατολισμούς. Για παράδειγμα, ο Γάλλος χημικός και πολιτικός Marcelin Berthelot , ένας από τους πιο διάσημους χημικούς του καιρού του διεθνώς, υπήρξε πρωτοπόρος ερευνητής της βυζαντινής αλχημείας. Ο Γάλλος μαθηματικός και μηχανικός του καπνού Paul Tannery υπήρξε πρωτοπόρος μελετητής των βυζαντινών μαθηματικών. Ο Ξενοφών Σιδερίδης ήταν μεγιστάνας του εμπορίου και εκδότης των συγγραμμάτων του Γεωργίου Γενναδείου Σχολαρίου. Ο σπουδαίος ιστοριοδίφης Κωνσταντίνος Σάθας ήταν γιατρός. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τη διάρκεια της εξορίας του επιδόθηκε στη μετάφραση του Θουκυδίδη επειδή θεωρούσε ότι κάτι τέτοιο όξυνε την πολιτική του σκέψη. Όλοι αυτοί είναι σημαντικές μορφές του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Σήμερα, εκατό χρόνια αργότερα, δεν υπάρχουν ἀνθρωποι της πολιτικής, της οικονομίας, των θετικών επιστημών, που να ασχολούνται με τη μελέτη του παρελθόντος σε παρόμοιο βάθος. Ούτε στη Γαλλία υπάρχουν, ούτε στην Ελλάδα, ούτε αλλού, γιατί η μελέτη του παρελθόντος δεν έχει πλέον το ίδιο κοινωνικό κύρος.

Οι λόγοι είναι πολλοί: μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προέκυψε μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια για τα εθνικά κράτη. Το βασικό πολιτικό και κοινωνικό ζητούμενο δεν ήταν πλέον η εθνική ενότητα και κυριαρχία παρά η κοινωνική δικαιοσύνη. Η μελέτη του παρελθόντος που είχε συνδυαστεί με την ανάπτυξη των εθνικών κρατών πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Επί πλέον, η εκπαίδευση και η πολιτισμική έκφραση άρχισαν να αξιολογούνται με βάση οικονομικά κριτήρια. Η παγκοσμιοποίηση και η κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς σήμαινε πως ότι δεν παράγει ἀμεσα μετρήσιμο εισόδημα πέφτει χαμηλά στη σειρά των πολιτικών και κοινωνικών προτεραιοτήτων.

Αυτές οι εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν ευτυχώς αρκετά καθυστερήσει γιατί το ελληνικό κράτος είχε καλά οργανώσει το εκπαιδευτικό του σύστημα και κινήθηκε για καιρό με τη φόρα που είχε πάρει από παλιότερα. Όπως είπε και ο περίφημος μελετητής της ύστερης αρχαιότητας Peter Brown (Ιρλανδός στην καταγωγή), “οι Αμερικανοί που συζητούν με Έλληνες για το παρελθόν νομίζουν ότι οι Έλληνες είναι εθνικιστές. Δεν είναι εθνικιστές οι Έλληνες, απλά έχουν πάρει καλή μόρφωση. Ὀποιος έχει καλή μόρφωση, Έλληνας ή μη, αντιλαμβάνεται τη σημασία του ελληνικού πολιτισμού.” Αυτό σημαίνει ότι, λόγω καλής μόρφωσης, ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού πληθυσμού αντιλαμβάνεται ακόμη την πολιτιστική κληρονομιά ως ανεκτίμητο προσωπικό και συλλογικό αγαθό. Ενδεχομένως αυτό χαρακτηρίζει περισσότερο τις μεγαλύτερες ηλικίες, δεδομένου ότι αλλαγές στην ελληνικό εγκύκλιο πρόγραμμα κατά τις τελευταίες δεκαετίες ἐχουν σαφώς αποδυναμώσει την κάλυψη της ιστορίας στη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση. Αλλά το ίδιο έχει συμβεί και διεθνώς, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο.[.......................]

Μαρία Μαυρουδή: Οριακές νίκες δεν κερδίζονται χωρίς τον ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ

ΣΥΝΘΕΣΗ EIKONAΣ: Gerontakos ΔΙΑΒΑΣΤΕ Νέα Αριστερά για Νετανιάχου / Με το «κανένα σχόλιο» στο Tvxs η κυβέρνηση Μητσοτά...