Η Μάρτα Άργκεριχ και η ταραχώδης, συναρπαστική ζωή ενός ζωντανού μύθου του πιάνου
Γεννημένη στις 5 Ιουνίου του 1941, η Μάρτα Άργκεριχ συγκαταλέγεται αναμφίβολα μεταξύ των ερμηνευτών οι οποίοι «σφράγισαν» τη σύγχρονη ιστορία του πιάνου. Από τις μεγαλύτερες ερμηνεύτριες παγκοσμίως, η 76χρονη σήμερα πιανίστρια, χαρακτήρας ατίθασος και ανεξάρτητος με εκρηκτικό ταμπεραμέντο, κατάφερε να επιβάλει τους δικούς της όρους σε μια από τις πιο σκληρές δισκογραφικές αγορές και διατήρησε το όνομά της έξω από το σταρ – σύστεμ της κλασικής μουσικής.
Η αποστροφή της προς τον Τύπο και τη δημοσιότητα, είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνει έξω από το προσκήνιο για το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας της. Μουσικός χωρίς τεχνικούς περιορισμούς, η Άργκεριχ ξεχωρίζει, πέρα από το έμφυτο ταλέντο, ως μια απίστευτα διαισθητική μουσικός, που προσεγγίζει με πρωτόγνωρη πνευματικότητα τη μουσική.
Η καριέρα της Μάρτα Άργκεριχ ξεκίνησε από ένα παιδικό πείσμα, από μια πρόκληση, όταν σε ηλικία δυο ετών, στο Μπουένος Άιρες, τη γενέτειρά της, ένας παιδικός της φίλος τής είπε ότι δεν μπορεί να παίξει πιάνο επειδή είναι μικρή. Η Άργκεριχ κατευθύνθηκε προς το πιάνο του παιδικού σταθμού και έπαιξε το τραγούδι που μόλις είχε ακούσει από τη νηπιαγωγό. Έξι χρόνια αργότερα, στα 8 της, θα έδινε το πρώτο της ρεσιτάλ. Η μυθιστορηματική αυτή αρχή της καριέρας δείχνει τον χαρακτήρα της. Όπως η ίδια έχει πει, αυτός είναι ο τρόπος που αντιδρά στις προκλήσεις, υποφέρει προκειμένου να αποδείξει ότι είναι ικανή να κάνει κάτι.
Ο τότε πρόεδρος της Αργεντινής, Χουάν Περόν, ζητά να συναντήσει το παιδί-θαύμα και τη ρωτά πού θέλει να συνεχίσει τις σπουδές της στο πιάνο. Η δωδεκάχρονη Μάρτα του ζητά να πάει στη Βιέννη για να μελετήσει δίπλα στον Φρίντριχ Γκούλντα. Ο Περόν πραγματοποιεί το όνειρό της, μάλιστα διορίζει τους γονείς της στην πρεσβεία της χώρας του στη Βιέννη για να μπορέσουν να είναι μαζί με το παιδί τους. Ο Γκούλντα είναι ο πιανίστας που αναγνωρίζει μέχρι και σήμερα ως πραγματικό μέντορά της, και ας μελέτησε μαζί του μόνο για 18 μήνες, παρόλο που μαθήτευσε και δίπλα σε σπουδαίους πιανίστες όπως ο Αρτούρο Μπενεντέτι Μικελαντζέλι και ο Νικίτα Μαγκάλοφ. «Ήταν επαναστάτης, αυτό μου ταίριαζε απολύτως», θα πει αργότερα για τον δάσκαλό της.
Το 1957, η Άργκεριχ στα 16 της κερδίζει δύο σημαντικούς διαγωνισμούς πιάνου – το Busoni στην Ιταλία και τον διεθνή διαγωνισμό της Γενεύης. Ακολουθεί μια σειρά συναυλιών και η Deutsche Grammophon τής ζητά να υπογράψει συμβόλαιο. Εκείνη ζητά κάτι εξωφρενικό για την αγορά της κλασικής μουσικής: μηνιαία αποζημίωση έναντι των μελλοντικών κερδών. Με μια πρωτοφανή κίνηση η εταιρεία δέχεται και η Άργκεριχ κάνει την πρώτη της ηχογράφηση το 1960. Στην ηχογράφηση συμπεριλαμβάνονται η Toccata op. 11 του Προκόφιεφ, τα Gaspard de la nuit και Sonatine του Ραβέλ, η Piano Sonata op. 10 no. 3 του Μπετόβεν. Η ηχογράφηση θεωρείται κλασική στο πάνθεον των ηχογραφήσεων της Άργκεριχ.
Η καριέρα της σταματά απότομα όταν, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να μελετήσει με τον θρυλικό Ιταλό πιανίστα Arturo Benedetti Michelangeli, ο οποίος της έδωσε μόνο τέσσερα μαθήματα μέσα σε ενάμισι χρόνο, πήγε στη Νέα Υόρκη, ελπίζοντας, να συναντήσει το είδωλό της Vladimir Horowitz, κάτι που δεν κατάφερε τελικά. Πέφτει σε κατάθλιψη και σκέφτεται να εγκαταλείψει τη μουσική, κάτι που επιδεινώθηκε μετά το γάμο της με τον συνθέτη Robert Chen και τη γέννηση της πρώτης της κόρης, το 1964.
Σκεφτόταν, «Ήμουν πιανίστρια αλλά δεν είμαι πια. Τώρα έχω ένα παιδί, γνωρίζω ξένες γλώσσες, θα μπορούσα ίσως να εργαστώ ως γραμματέας», ομολογεί, μιλώντας για εκείνη την περίοδο χρόνια αργότερα. Ο πιανίστας Στέφαν Ασκενάζε και η σύζυγός του Άννι, το όνομα της οποίας έχει δώσει η Άργκεριχ στη μεσαία της κόρη, τη βοήθησαν να ξεπεράσει την κατάστασή της και να επιστρέψει στις αίθουσες συναυλιών, κάνοντάς την να νιώσει ασφάλεια και αυτοπεποίθηση. Κερδίζει τον διαγωνισμό Σοπέν το 1965, η Άργκεριχ είχε επιστρέψει στον μουσικό χάρτη για πάντα. Εξίσου εκρηκτική υπήρξε η ερμηνεία της στο 3ο Κοντσέρτο για πιάνο του Προκόφιεφ που ηχογράφησε το 1967 με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του Κλάουντιο Αμπάντο. Ήταν ο δίσκος που την έκανε παγκοσμίως γνωστή.
Η Άργκεριχ δεν προσπάθησε ποτέ να καλλιεργήσει μια δημόσια εικόνα με συμβατικούς όρους, ακόμα και σήμερα που ο μαύρος χείμαρρος των μαλλιών της έχει αντικατασταθεί από μια μάζα γκρίζων πυκνών, ατίθασων ακόμα, μαλλιών. Ντυμένη πάντα με φαρδιές μπλούζες και βαμβακερά παντελόνια με λαμπερό και γρήγορο χαμόγελο, έχει εκμυστηρευτεί ότι πραγματικά, εκτός από τα ρούχα που φορά στις συναυλίες, δεν έχει ιδέα τι να φορέσει. Χυμώδης και απρόβλεπτη, με αυτή την άγρια ομορφιά, θέλει να κάνει και ξέρει μόνο ένα πράγμα πολύ καλά: να παίζει πιάνο λαμπρά, ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον στη γη.
Ο ζωντανός θρύλος του κόσμου της κλασικής μουσικής, είχε μια προσωπική ζωή που συχνά ακόμα και η ίδια αποκαλούσε «καταστροφή». Έχασε την επιμέλεια της πρώτης της κόρης με τον Τσεν και μέχρι την εφηβεία την είδε μόνο μία ή δύο φορές, έκανε άλλες δύο κόρες, μια με τον Ελβετό μαέστρο Charles Dutoit και μια τρίτη με τον πιανίστα Stephen Kovacevich. Σήμερα έχει έξι εγγόνια, με τη μια εγγονή της παίζει συχνά πιάνο και έχουν εμφανιστεί μαζί στο φεστιβάλ του Λουγκάνο (η εγγονή της ήταν τότε 8 ετών) και σήμερα ζουν όλοι μαζί πολύ κοντά.
Τα μεγάλα χαοτικά σπίτια της δεν είχαν κανένα κανόνα, σε αντίθεση με τους μουσικούς που συνήθως ζουν μια μοναχική, τακτική ζωή, εστιάζοντας στην πειθαρχία της μουσικής. Εκείνη ήθελε μια ζωή κανονική, με τους δικούς της όμως κανόνες, έχει ακυρώσει πολλές συναυλίες και έχει πάψει εδώ και καιρό να υπογράφει συμβόλαια. Επί σειρά ετών όσοι την ήθελαν πολύ, έπρεπε να πάρουν και το ρίσκο.
Στην Άργκεριχ φαινόταν φυσικό να κοιμάται μέχρι το απόγευμα, να μιλάει στο τηλέφωνο για ώρες ή να βλέπει για ώρες τηλεόραση, να περιβάλλεται από φίλους και να ασκείται στο πιάνο τα ξημερώματα ή να μην ασκείται καθόλου. «Υπάρχουν μεγάλες περίοδοι στη ζωή μου που δεν ακουμπώ το πιάνο και δεν μου λείπει. Απολαμβάνω απολύτως και άλλα πράγματα, όπως περιπάτους ή τον διάλογο με ανθρώπους που δεν είναι μουσικοί», έλεγε παλαιότερα.
Σε ένα αφάνταστα αποκαλυπτικό κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, το “Bloody Daughter” (2012), η νεαρότερη κόρη της, Στέφανι (η κόρη του Κοβάσεβιτς), περιγράφει τα σκαμπανεβάσματα της ζωής με ένα μύθο: τα παιδιά που κοιμούνται κάτω από το πιάνο. Η στάση της μητέρας είναι μερικές φορές παιδική, η μεσαία κόρη της Άννι λέει στο ίδιο ντοκιμαντέρ ότι το σχολείο ήταν η μόνη έκθεσή τους σε κανόνες και τάξη.
Η Άργκεριχ πάντα απολάμβανε τη συντροφιά και την επικοινωνία με τους άλλους, εντός ή εκτός σκηνής. Η μοναξιά των σόλο εμφανίσεων της δημιουργούσε τρομερό φόβο, έτσι από τις αρχές του 1980 αποφάσισε να μην το κάνει πια. Παρά το ότι έγινε γνωστή κυρίως για τις ερμηνείες της σε έργα του 19ου και του 20ού αιώνα, με ρεπερτόριο που εκτείνεται από τον Μπαχ ως τον Μπάρτοκ, έστρεψε το ενδιαφέρον της στη μουσική δωματίου, συνεργαζόμενη με καλλιτέχνες όπως ο Νέλσον Φρέιρε, ο Στίβεν Κοβάσεβιτς, ο Γκίντον Κρέμερ και ο Μίσα Μάισκι.
Το καλοκαίρι του 2016, εμφανίστηκε στο The Proms 2016 και ερμήνευσε το πρώτο κοντσέρτο του Λιστ. Ο Γκάρντιαν έγραψε ότι η Άργκεριχ είναι 75 ετών, αλλά η είδηση της ηλικίας της δεν έχει φτάσει στην ίδια. Ούτε στα δάχτυλά της, που εξακολουθούν να κινούνται με εκθαμβωτική και τρομακτική ακρίβεια, όσο ποτέ άλλοτε.
Το 2016 ήταν η χρονιά που η Άργκεριχ ανακοίνωσε ότι είναι πλέον απολύτως υγιής από έναν καρκίνο που την ταλαιπώρησε επί χρόνια. Το 1990, διαγνώστηκε με κακοήθες μελάνωμα. Υποτροπίασε το 1995, με μετάσταση στους πνεύμονες και τους λεμφαδένες. Σήμερα είναι τόσο απασχολημένη που λέει: «Δεν έχω πολύ χρόνο να σκεφτώ τι θέλω πραγματικά να κάνω. Το να γερνάς είναι περίεργο, είναι σαν να έχεις ζήσει ήδη πολλές διαφορετικές ζωές. Νομίζω ότι χρειάζομαι λίγο περισσότερο χρόνο για να καταλάβω, να νιώσω αυτό που πραγματικά θέλω να κάνω τον καιρό που μου απομένει».
Η Μάρτα Άργκεριχ ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την υποστήριξη νέων καλλιτεχνών. Κάποιες φορές με θυελλώδη τρόπο, όπως όταν υπερασπιζόμενη το 1980, τον τότε νεαρό διαγωνιζόμενο Ίβο Πογκορέλιτς στο Διαγωνισμό Σοπέν της Βαρσοβίας, διαφώνησε με την κρίση των συναδέλφων της και δεν δίστασε να αποχωρήσει θορυβωδώς από την επιτροπή. Τον Σεπτέμβριο του 1999 ο πρώτος διεθνής διαγωνισμός πιάνου που έφερε το όνομά της διεξήχθη στη γενέτειρά της, με την ίδια πρόεδρο της κριτικής επιτροπής. Έχει δυο δικά της φεστιβάλ, στο Λουγκάνο και στην Beppu της Ιαπωνίας, είναι πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Πιάνου στη Λίμνη Κόμο, ενώ οι καλλιτεχνικές συνεργασίες της, όπως αυτή με τη μέτζο σοπράνο Cecilia Bartoli, συνεχίζουν να την οδηγούν σε νέες κατευθύνσεις. Για τους νέους καλλιτέχνες λέει ότι είναι πολύ δύσκολο πια να κάνουν καριέρα, τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ, έχουν αλλάξει και οι νέοι που δεν μπορούν να εστιάσουν εύκολα την προσοχή τους για πολλή ώρα σε ένα μόνο πράγμα, δεν έχουν καλή μνήμη.
Η δήλωση αυτή έρχεται φυσικά από ένα φαινόμενο του κόσμου της μουσικής, μια τρομερή ιδιοσυγκρασιακή ιδιοφυΐα, που έχει φωτογραφική μνήμη, ικανή να αναπαράγει τέλεια τη μουσική μετά από μία μόνο ακρόαση. Για την Άργκεριχ δεν υπάρχει τεχνική δυσκολία, η Toccata του Σούμαν υποτίθεται ότι είναι από τα πιο σκληρά κομμάτια του πιανιστικού ρεπερτορίου, η Άργκεριχ, που λατρεύει ιδιαίτερα τον Σούμαν, το χρησιμοποίησε για χρόνια ως προθέρμανση. Είναι μοναδική στο να προβάλλει τις διαφορετικές όψεις της μουσικής, την προφανή μελωδική κομψότητα, την αφανή δομική τελειότητα, τη συγκλονιστική συναισθηματική δύναμη.
«Μόνο οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες του κόσμου είναι σε θέση να διατηρήσουν τη φρεσκάδα της ανακάλυψης με το βάθος της στοχαστικής σκέψης. Η φαντασία της, της επέτρεψε να δημιουργήσει μια μοναδική ποσότητα και ποιότητα ήχων στο πιάνο», δήλωσε ο μαέστρος και πιανίστας Daniel Barenboim, για την Άργκεριχ, ενώ ο σπουδαίος Ιταλός παιδαγωγός, Vincenzo Scaramuzza είπε κάποτε ότι η Άργκεριχ μπορεί να ήταν 6 ετών, αλλά η ψυχή της ήταν 40.
Μια από τις μνήμες της παιδικής ηλικίας της Άργκεριχ είναι να ακούει τον Χιλιανό πιανίστα Claudio Arrau να παίζει το 4ο κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν και να διαπερνά το σώμα της σαν ηλεκτρικό ρεύμα. «Ακόμη αγαπώ τον Beethoven», λέει, «αυτή είναι μια μακροχρόνια αγάπη. Θέλω να πω, τον αγαπώ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, περισσότερο από τον Προκόφιεφ ή τον Ραβέλ που τους θεωρώ τους καλύτερούς μου φίλους ή τον Σούμαν που με αγγίζει τόσο προσωπικά και όταν παίζω κάποιες φράσεις του δακρύζω. Αλλά ο Μπετόβεν παραμένει στην κορυφή της λίστας». Σε αντίθεση με αυτά που μπορεί να περιμένει κανείς, η Άργκεριχ την τέταρτη συμφωνία του Μπετόβεν – που τόσο αγαπά – δεν την έχει παίξει ποτέ δημόσια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου