Δευτέρα, Ιουνίου 14, 2021

Η ιστορία του σπιτιού, από την ανέγερση ώς την κατεδάφισή του, και ταυτόχρονα η ιστορία των ενοίκων του που εναλλάσσονται


Εγκάρσιος χρόνος

Μαρίνα Αγαθαγγελίδου

Εγκάρσιος χρόνος

ΤΖΕΝΝΥ ΕΡΠΕΝΜΠΕΚ. Δοκιμασία. Μυθιστόρημα. Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης. Καστανιώτης, 2020. Σελ. 208


«Και το σπίτι στέκεται ακόμα εκεί, κι αυτός δεν ξέρει τι είν’ αυτό που στέκεται ακόμα εκεί».

Ενα σπίτι στο Βρανδεμβούργο, έξω από το Βερολίνο, στην όχθη της λίμνης Scharmützel, που είναι γνωστή και ως «Θάλασσα της Μαρκ», είναι το σκηνικό του μυθιστορήματος Δοκιμασία της Τζέννυ Ερπενμπεκ, που εκδόθηκε το 2008 στη Γερμανία και κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, θαυμάσια μεταφρασμένο από τον Αλέξανδρο Κυπριώτη, ο οποίος έχει μεταφράσει, άλλωστε, το σύνολο του μυθοπλαστικού έργου της γεννημένης το 1967 Ανατολικογερμανίδας συγγραφέως.

Στη Δοκιμασία η Ερπενμπεκ διηγείται την ιστορία του σπιτιού, από την ανέγερση ώς την κατεδάφισή του, και ταυτόχρονα την ιστορία των ενοίκων του που εναλλάσσονται, καθώς οι δεκαετίες διαδέχονται η μία την άλλη, καταφέρνοντας συγχρόνως να συνοψίσει, σε διακόσιες μόνο σελίδες, τις σημαντικότερες φάσεις της γερμανικής Ιστορίας του 20ού αιώνα: Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ναζισμός και Ολοκαύτωμα, τέλος του πολέμου, ίδρυση της ΛΔΓ, πτώση του Τείχους και επανένωση.

Από την αρχή του βιβλίου γίνεται σαφές ότι στο μυθιστορηματικό σχέδιο της Ερπενμπεκ η κίνηση του χρόνου και η ακινησία του κτίσματος συναιρούνται: «Ολα σαν ένα. Σήμερα μπορεί να είναι σήμερα, αλλά και χτες ή πριν από είκοσι χρόνια, και το γέλιο της είναι το γέλιο τού σήμερα, του χτες κι ίδιο ακριβώς το γέλιο πριν από είκοσι χρόνια, ο χρόνος φαίνεται να είναι στη διάθεσή της σαν ένα σπίτι στο οποίο μπορεί να μπαίνει μια σ’ αυτό, μια σ’ εκείνο το δωμάτιο». Ετσι, η Ερπενμπεκ συλλαμβάνει τον χρόνο πολλαπλώς, τόσο ως διαχρονία όσο και ως συγχρονία, και στοχάζεται λογοτεχνικά πάνω στη συνύπαρξη των δύο αυτών επιπέδων. Σε πρώτο επίπεδο, έχουμε να κάνουμε με τον χρόνο όπως αυτός αποτυπώνεται στις προσωπικές διαδρομές των χαρακτήρων που τέμνονται με τον ρου της Ιστορίας και υπόκεινται έτσι σε αλλαγές και ανατροπές.

Ο συχνά αμετάκλητος και δραματικός χαρακτήρας αυτών των αλλαγών δεν δημιουργεί απλώς στα πρόσωπα τη συνείδηση της απομάκρυνσης από τον πρότερο εαυτό τους και από τους άλλους («Κατά πάσα πιθανότητα περνάει χρόνος. Χρόνος, που κατά πάσα πιθανότητα την απομακρύνει όλο και περισσότερο απ’ το κορίτσι που ίσως ήταν κάποτε» και «Χρόνος έχει μπει ανάμεσα σ’ αυτή και τους γονείς της, ανάμεσα σ’ αυτή και όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους»), αλλά τα φέρνει και αντιμέτωπα με το οδυνηρό βίωμα της απώλειας, που μόνο μέσω της ανάμνησης αναπληρώνεται – μιας ανάμνησης που είναι κι αυτή όμως διαβρωμένη από αμφιβολία, από μια «αμφιβολία σαν νοσταλγία», όπως γράφει κάπου η Ερπενμπεκ.

Σε δεύτερο επίπεδο, στα θεμέλια της αφήγησης, έχουμε να κάνουμε με έναν χρόνο που μετράει αλλιώς, που διανύει εγκάρσια όλους τους χρόνους, ενοποιείται και συγχρόνως ταλαντεύεται ανάμεσα στο άχρονο και την αιωνιότητα, έναν χρόνο που στάζει: «Και εν τω μεταξύ εδώ και έξι χρόνια περίπου τώρα μέσ’ απ’ την τρύπα που άνοιξε ο Ρώσος κατά το τέλος του πολέμου στη δική της την αιωνιότητα στάζει διαρκώς ο χρόνος».

Πολλά είναι τα στοιχεία του ύφους της γραφής της Ερπενμπεκ, όπως τα συναντάμε στη Δοκιμασία, που ήταν ήδη ευδιάκριτα στα τρία πρώτα της βιβλία, αυτά που προηγήθηκαν της Δοκιμασίας (δηλαδή στη νουβέλα Ιστορία του γερασμένου παιδιού, τη συλλογή διηγημάτων Σκύβαλα και το σύντομο μυθιστόρημα Παιχνίδι με τις λέξεις). Πάνω απ’ όλα, ένας δωρικός, απογυμνωμένος, «αποστασιοποιημένος» λόγος, που εκλύει, ωστόσο, μια παράξενη συγκίνηση και μια αφήγηση που διακρίνεται για τη στοχαστικότητα, την ποιητική συμπύκνωση και τη μέγιστη ακρίβειά της.

Η γραφή της Ερπενμπεκ στέκεται σε εκείνες τις λεπτομέρειες που συγκροτούν την εξωτερική υπόσταση των πραγμάτων, ανατέμνοντας ταυτόχρονα, επίμονα και μεθοδικά, το βάθος τους, και το αποτέλεσμα είναι συνήθως καθηλωτικό. Από τη Δοκιμασία και μετά (δηλαδή στα δυο μυθιστορήματα που ακολούθησαν, τη Συντέλεια του Κόσμου και τους Περαστικούς, που έχουν κυκλοφορήσει ήδη στα ελληνικά, όπως και τα τρία πρώτα της βιβλία), τα στοιχεία αυτά συνδυάζονται με ένα ενδιαφέρον για πιο απαιτητικές συνθέσεις, που ειδολογικά σηματοδοτεί τη στροφή της συγγραφέως προς τη μεγάλη φόρμα, το μυθιστόρημα, ενώ σε θεματικό επίπεδο συνιστά μια διεύρυνση του βλέμματός της, με τις ιστορίες των χαρακτήρων να τοποθετούνται πλέον στο μεγάλο κάδρο της Ιστορίας.

Στο παρόν βιβλίο είναι λες και το θέμα του (με το σπίτι να μην αποτελεί απλώς τον τόπο της δράσης, αλλά να ενδύεται σταδιακά και τα χαρακτηριστικά ενός συμβόλου) να υπέβαλε και την ιδιαίτερη μέριμνα για την αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος, να έσπρωξε τη συγγραφέα να δει το ίδιο το βιβλίο ως κτίσμα.

Ανάμεσα σ’ έναν «γεωλογικό» πρόλογο, βιβλικών σχεδόν αποχρώσεων, και σ’ έναν επίλογο που αποτελείται από το τεχνικό σχέδιο κατεδάφισης του κτιρίου στήνεται το κύριο τμήμα της κατασκευής, το οποίο αποτελείται από κεφάλαια που αφιερώνονται κάθε φορά σε διαφορετικό χαρακτήρα, καθώς και από ιντερμέδια, στο τέλος του κάθε κεφαλαίου, όπου πρωταγωνιστεί ο κηπουρός του σπιτιού (σιωπηλός μάρτυρας των ιστορικών αλλαγών), του οποίου οι εργασίες περιγράφονται εξαντλητικά από τη συγγραφέα και θυμίζουν την ίδια τη χειρωναξία και τη λειτουργία της γραφής. Εκτοπισμοί και αφανισμοί, ρήγματα και ρήμαγμα, και ανάμεσά τους, ξανά και ξανά, στον κήπο αυτού του σπουδαίου μυθιστορήματος: κλάδεμα, σκάλισμα, ξεβοτάνισμα, φύτεμα, πότισμα.



Δεν υπάρχουν σχόλια: