Το Συνέδριο της Βιέννης
Μήπως δεν ήταν τόσο συντηρητικό;
Αν υπάρχει ένα διεθνές γεγονός το οποίο έχει καταγραφεί στις συνειδήσεις όλων και κυρίως στην ιστοριογραφία ως ένας σημαντικός εχθρός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, αυτό είναι το Συνέδριο της Βιέννης (ΣτΒ) (1814-15), το οποίο με τις αποφάσεις του, κατά την κοινή παραδοχή, εναντιώθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές επαναστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της Ελληνικής: παλινόρθωσε τις μοναρχίες, κατέπνιξε τα φιλελεύθερα κινήματα και κατέστειλε τις εθνικές διεκδικήσεις των λαών της Ευρώπης, ενάντια στην αρχή των εθνοτήτων και στον ρου της Ιστορίας. Αυτά είναι τα κύρια σημεία του «κατηγορητηρίου».
Ας αφήσουμε για άλλη περίσταση -λόγω χώρου- το ζήτημα των εθνικών διεκδικήσεων το οποίο δεν μπορεί να τεθεί σε αυτή την εποχή (1815) παρά μόνο για την ελληνική περίπτωση. Ο Hobsbawm θα πρόσθετε μόνο ένα εθνικό κίνημα πριν από το 1848, το ιρλανδικό. Ας αφήσουμε ως εκ τούτου κατά μέρος, ως ανιστορική, και την αρχή των εθνοτήτων η οποία εμφανίζεται μόλις στη δεκαετία του 1860, στο έδαφος που προλείαναν οι επαναστάσεις του 1848. Η τιτλοφόρηση αυτής της εποχής από τον Hobsbawm, ως εποχής των επαναστάσεων -θέλοντας να οριοθετήσει ο γνωστός ιστορικός μια μεγάλη περίοδο πολλαπλών αλλαγών από το 1789 έως το 1848- τελικά έγινε παγίδα που οδήγησε στην ομογενοποίηση της περιόδου η οποία συχνά αντιμετωπίζεται ως ενιαία περίοδος εθνικών κινημάτων, ακόμη και εκεί που δεν υπήρξαν τέτοια κινήματα, όπως στην ιβηρική Αμερική. Όμως το 1815 δεν ήταν 1848.
Τι απομένει να δούμε; Γιατί οι Μεγάλες Δυνάμεις που συναντήθηκαν στη Βιέννη το 1814-15 ήθελαν να αποτρέψουν διεκδικήσεις φιλελευθεροποίησης της απόλυτης μοναρχίας; Αφού διευκρινίσουμε ότι αυτός δεν ήταν ένας απόλυτος κανόνας, εφόσον ορισμένες χώρες προχώρησαν στην εισαγωγή φιλελεύθερων μέτρων ή θεσμών, ας σταθούμε για λίγο στο παράδειγμα της Ισπανίας. Η Ισπανία ψήφισε το 1812 ένα από τα πλέον φιλελεύθερα συντάγματα της εποχής, το σύνταγμα του Κάδιθ, εν μέσω πολέμου τον οποίο είχε κηρύξει το 1808 εναντίον του Ναπολέοντα και υπέρ της απολυταρχίας του αγαπημένου της μονάρχη Φερδινάνδου Ζ΄! Ο Λουίς Μπουνιουέλ, δραματοποιώντας τον πίνακα του Γκόγια «Η 3 Μαΐου», θέτει, στην πρώτη σκηνή της ταινίας του Το φάντασμα της ελευθερίας, τους Ισπανούς πατριώτες μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα των Γάλλων «υπερασπιστών της ελευθερίας» να φωνάζουν πριν πεθάνουν «Ζήτω οι αλυσίδες!», δηλαδή «Δεν θέλουμε ελευθερίες! Θέλουμε τις αλυσίδες του απολυταρχισμού!». Η σκηνή αυτή δεν γράφτηκε ποιητική αδεία. Ο Μπουνιουέλ γνώριζε ισπανική ιστορία όπως γνώριζε ότι ακόμη και οι φιλελεύθεροι που ψήφισαν το σύνταγμα του 1812 έθεσαν ως νομιμοποιητική πηγή των ελευθεριών του τις μεσαιωνικές ελευθερίες του ισπανικού λαού και όχι τις νομιμοποιητικές αρχές του γαλλικού διαφωτισμού. Η πράξη αυτή δεικνύει την κυκλική άποψη της Ιστορίας -και όχι της προόδου- στις συνειδήσεις των δρώντων υποκειμένων το 1812, με την επαναφορά σε ένα καλύτερο παρελθόν. Εκείνο το οποίο προκύπτει από το ισπανικό παράδειγμα είναι ότι την εποχή αυτή ούτε οι εθνισμοί ούτε οι φιλελεύθερες διεκδικήσεις είχαν τη μορφή και την έκταση που θα εμφανίσουν μερικά χρόνια αργότερα. Αλλά τι συμβαίνει εκεί όπου, λίγα χρόνια μετά, αυτές οι διεκδικήσεις είχαν κάποια πύκνωση, όπως οι φιλελεύθερες επαναστάσεις του 1820 στα ισπανικά και ιταλικά εδάφη και δέχθηκαν τις επεμβάσεις της Ιεράς Συμμαχίας; Την εποχή του ΣτΒ οποιαδήποτε φιλελεύθερη επανάσταση ήταν εν δυνάμει μια κατακτητική επανάσταση, όπως είχε δείξει το παράδειγμα της Γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα, σε μια εποχή κατά την οποία η κατάκτηση ήταν ο κανόνας στις διεθνείς σχέσεις. Γι’ αυτό οι Ισπανοί έκαναν πόλεμο εναντίον του κατακτητή και όχι του «απελευθερωτή» ή φιλελεύθερου Ναπολέοντα.
Εδώ η ερμηνεία υπερβαίνει το εσωτερικό των κρατών και εκβάλλει στις διακρατικές σχέσεις. Στόχος του ΣτΒ ήταν ο σχεδιασμός των σχέσεων μεταξύ των κρατών, στόχος στον οποίον υπάκουε η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στην εσωτερική πολιτειακή οργάνωση πολλών χωρών. Το ΣτΒ ήθελε να δημιουργήσει ένα σύστημα ασφάλειας στην Ευρώπη. Η ανάμιξη στα εσωτερικά των κρατών ήταν το μέσο. Η πολιτική του ΣτΒ δεν καθορίστηκε τόσο με ιδεολογικά κριτήρια -συντηρητισμός, φιλελευθερισμός- αλλά κυρίως με κριτήρια πολιτικού ορθολογισμού ο οποίος οδήγησε στην εγκατάλειψη του μοντέλου της ηρωϊκής, κατακτητικής μοναρχίας του 18ου αιώνα.
Οι εξεγέρσεις την εποχή αυτή ξεχείλιζαν από τα σύνορα. Οι πολιτικοί και διπλωμάτες που παραβρέθηκαν στο ΣτΒ ήταν αυτόπτεις μάρτυρες του πώς η Γαλλική Επανάσταση ξεπέρασε τα γαλλικά σύνορα και εξαφάνισε από τον χάρτη τα πιο αδύναμα ευρωπαϊκά κράτη. Βάσει ποίων πραγματολογικών δεδομένων οι ηγέτες στο ΣτΒ θα επαναπαύονταν στην ιδέα ότι η οποιαδήποτε εξέγερση στο εσωτερικό ενός κράτους δεν θα υπερέβαινε τα σύνορα και δεν θα οδηγούσε σε κατάκτηση άλλων χωρών; Το 1815 βρισκόταν ακόμη στη σκιά και υπό την απειλή ενός μοντέλου διεθνών σχέσεων στο οποίο ο κεντρικός άξονας ήταν η κατάκτηση.
Το ΣτΒ προσπάθησε να εγκαθιδρύσει μια μακρόπνοη ειρήνη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν συνειδητοποιήσει ότι οι συνεχείς πόλεμοι είχαν διογκώσει το δημόσιο χρέος σε τέτοιον βαθμό ώστε χρειάζονταν εσπευσμένα αφενός μια περίοδο ειρήνης για να ανακάμψουν και αφετέρου ένα σύστημα σχέσεων το οποίο θα εξασφάλιζε τη σταθερότητα της Ευρώπης, ξεκινώντας με τη σταθεροποίηση των συνόρων. Η συνεχής μεταβολή των συνόρων αποσταθεροποιούσε τόσο την ισορροπία ισχύος στην Ευρώπη όσο και το εσωτερικό της κάθε χώρας, αφού ανέκοπτε την προσπάθεια ομογενοποίησης πληθυσμού, χώρου και οικονομίας που είχε ξεκινήσει η πεφωτισμένη δεσποτεία. Το «σοφόν» θα ήταν να εκτοπιστούν οι κατακτήσεις από την Ευρώπη και να σταθεροποιηθούν οι εδαφικές επικράτειες των κρατών της. Γι’ αυτό η Ελληνική Επανάσταση, ως απελευθερωτική, δηλαδή κατακτητική, βρήκε αρχικά αντίθετες τις Μεγάλες Δυνάμεις, πριν εμπλακούν η κοινή γνώμη, ο φιλελληνισμός και οι βραχυπρόθεσμες στοχεύσεις της κάθε Δύναμης.
Ο στόχος της ειρήνης που έθεσε το ΣτΒ πώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί; Ως συντηρητικός ή ως προοδευτικός; Οι υπήκοοι των παλαιών μοναρχικών κρατών της Ευρώπης γνώριζαν ότι κάθε νέος πόλεμος σήμαινε -εκτός από τους ποταμούς αίματος όπως έλεγε απελπισμένος ο Réal de Curban- αύξηση του δημόσιου χρέους και υπερφορολόγηση. Οι υπήκοοι τους οποίους συγκάλεσε ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ στις Γενικές Τάξεις το 1789 το γνώριζαν καλά γι’ αυτό και δεν επέστρεψαν στον Λουδοβίκο την κυριαρχία, δηλαδή το δικαίωμα επιβολής φόρων, όπως επισημαίνει ο Καντ. Ποιος θα ωφελούνταν λοιπόν από την απομάκρυνση των πολέμων; Τόσο οι μονάρχες όσο και οι υπήκοοι και κατ’ επέκταση τα ίδια τα κράτη ως νομικά και ηθικά υποκείμενα.
Πόσο συντηρητικό ήταν επομένως να αντικατασταθεί το κατακτητικό μοντέλο με ένα άλλο ειρηνικό - ασυζητητί προς όφελος των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά, ως παράπλευρη συνέπεια, και των λαών; Η αντικατάσταση του μοντέλου ήταν συντηρητική ή ηθική; Τίποτα από τα δύο μας λέει ο Καντ. Η ειρήνη, κατά τον ίδιο, δεν είναι ζήτημα ηθικής αλλά ζήτημα νομικό και του ορθού λόγου. Δικαίως λοιπόν θα πρέπει να αποδώσουμε στο ΣτΒ την εμπέδωση του εξορθολογισμού της πολιτικής. Οι παράπλευρες συνέπειες ήταν πολλές (ειρήνη, εσωτερική ανάπτυξη σε ορισμένες χώρες, σταθεροποίηση των συνόρων και της εξωτερικής κυριαρχίας των κρατών) αλλά την αλλαγή παραδείγματος έφερε ο ορθός λόγος, σε μια εποχή κατά την οποία είχε αρχίσει να φθίνει η λάμψη του Διαφωτισμού.
Το 1815 δεν ήταν 18ος αιώνας. Δεν ήταν επαναφορά του Παλαιού Καθεστώτος. Ήταν η εποχή κατά την οποία οι Μεγάλες Δυνάμεις, επενδύοντας στην ειρήνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ανασυγκροτήθηκαν και προχώρησαν στο δεύτερο κύμα αποικιοκρατίας εκτός Ευρώπης. Αυτό δεν ήταν ancien régime∙ ήταν ένα Νέο Καθεστώς στις διεθνείς σχέσεις.
* Η Εύη Καρούζου είναι ιστορικός, διευθύντρια Ερευνών στο Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου