Κυριακή, Ιουνίου 13, 2021

Όταν η οικο-λο-νομία συναντά (και πάλι) ή επανεπινοεί την ξεχασμένη πολιτική (οικολογία),αλλά και η οικολογία την πολιτική, στον βαθμό που αναδεικνύεται έντονα το πολιτικό στοιχείο στη σχέση φύση - κοινωνία

 


Οικολογική & περιβαλλοντική οικονομία και κρίσεις

Τάκης Νικολόπουλος*

Οικολογική & περιβαλλοντική οικονομία και κρίσεις

Η κυρίαρχη οικονομική προσέγγιση αλλά και ιδεολογία δεν ενσωματώνει στις αναλύσεις της τα οικολογικά όρια σε μια νέα (οικο-κοινωνική) ορθολογικότητα και επιχειρεί να εντάξει τα περιβαλλοντικά αγαθά και τις περιβαλλοντικές υπηρεσίες στην οικονομική λογική.

_____________________________

Λίγοι πλέον σήμερα αμφισβητούν ότι η οικολογική / κλιματική κρίση είναι δομική και συστημική, μέρος της γενικότερης–γενικευμένης, πολυδιάστατης και καθολικής κρίσης (οικονομικής, κοινωνικής, αξιακής, πολιτικο-δημοκρατικής) (Τ. Φωτόπουλος, 2008). Πρόκειται για κρίση, σε τελευταία ανάλυση, ενός ανεξέλεγκτου -ορθότερα μη ελέγξιμου, καθ’ ότι διάχυτου και αόρατου- πλέον πολυπλόκαμου και απρόσιτου μεγα-«συστήματος» – «μοντέλου» (;) οργάνωσης της κοινωνίας και ειδικότερα τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης.

Η κλιματική κρίση - κατάρρευση ειδικότερα δεν εμφανίστηκε ξαφνικά, «δεν έπεσε από τον ουρανό», δεν είναι «ατύχημα». Είναι το εξελικτικό αποτέλεσμα συγκεκριμένης, οργανωμένης, «αναγκαίας» και μακροχρόνιας διαδικασίας πρωτίστως οικονομικής αλλά και ιδεολογικής. Σ’ αυτήν εγγράφονται και οφείλονται η κλιματική και η υγειονομική κρίση ως συνέπεια της αλλοίωσης ή και καταστροφής της σχέσης μεταξύ ανθρώπων αλλά και ανθρώπων και φύσης ή ανθρώπων και άλλων μορφών ζωής.

Με άλλα λόγια, δεν φαίνεται να αμφισβητείται πλέον ότι η πλανητική οικολογική κρίση με κύρια αιχμή την κλιματική αποτελεί μία διάσταση και μία όψη της συνολικής συστημικής κρίσης της βιόσφαιρας. Οι δε κρίσεις (οικολογικές, υγειονομικές, κοινωνικές) όπως έχουμε δείξει αλλού (εφ. «Εποχή», 11-12/12/2020) «συνεργάζονται», συνεξελίσσονται, αλληλοδρούν και αλληλοεξαρτώνται.

Αυτή είναι και η ανάλυση και οπτική της οικολογικής ή πράσινης, υπό ευρεία όμως έννοια, οικονομίας (σε αντίθεση με την περιβαλλοντική οικονομία-πράσινη μεγέθυνση), (βλ. Τ. Νικολόπουλος, 2016), η οποία μελετά αλληλεξαρτησιακά και από κοινού – συνεξελιξιακά και διεπιστημονικά τα έμβια όντα και τα φυσικά συστήματα στο πλαίσιο της οικολογικής και επιστημονικής πολυπλοκότητας και αβεβαιότητας.

Η οπτική αυτή αναδύθηκε ενσωματώνοντας τη μεθοδολογική συνεισφορά της συστημικής θεωρίας - σκέψης, τις προσεγγίσεις των λεγόμενων θεσμικών οικονομολόγων (Βέμπλεν κ.ά.) και βέβαια τα διδάγματα της βιολογίας και της θερμοδυναμικής (J. Perrin, 2017). Από την άλλη όμως δεν σημαίνει, τουλάχιστον κατά μία εκδοχή της, πως απορρίπτει την αγορά και τις δυνάμεις της (οικολογική οικονομία της αγοράς, Κ. Σκορδούλης, 2012) ούτε και την παρέμβαση του -οικολογικού ή πράσινου, υπό ευρεία όμως έννοια- κράτους (όπως επίσης δέχεται και η «οικονομία του σταθερού κύκλου», Φ. Προέδρου, 2013).

Για τους «οικο-λο-νομολόγους» το οικονομικό σύστημα αποτελεί υποσύστημα του ευρύτερου οικολογικού συστήματος της βιόσφαιρας (Φ. Προέδρου, ό.π.). Με άλλα λόγια, η οικολογική οικονομία ως επιστήμη της ζωής/βιοοικονομία (Ν. Georgescu - Roegen) εγγράφει την οικονομία στο πλαίσιο των κοινωνικών ρυθμίσεων και τις κοινωνίες στο πλαίσιο των ρυθμίσεων της βιόσφαιρας.

Γι’ αυτό και οι οικο-οικονομολόγοι ανέπτυξαν εναλλακτικές μεθόδους-κριτήρια περιβαλλοντικών εκτιμήσεων, πέρα (και επί πλέον) των καθαρών νομισματικών (π.χ. βιοφυσικοί δείκτες, περιβαλλοντικές ανισότητες, αισθητική κ.ά.) που τίθενται σε αμεσοσυμμετοχική διαβούλευση, κατασκευάζοντας την κοινωνική αξία της φύσης. Η πολυπλοκότητα και αβεβαιότητα που χαρακτηρίζουν τα περισσότερα περιβαλλοντικά προβλήματα (και η οικολογία ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία) όπως και η συνύπαρξη (και σύγκρουση) ποικίλων αξιών, απαιτούν την αμεσοσυμμετοχική διαβούλευση.

Αντίθετα, η κυρίαρχη (τυπική / συμβατική) οικονομική προσέγγιση αλλά και ιδεολογία δεν ενσωματώνει στις αναλύσεις της τα οικολογικά όρια σε μια νέα (οικο-κοινωνική) ορθολογικότητα (B. Perrret, 2011). Επί πλέον, και αυτό είναι ακόμα χειρότερο, επιχειρεί να εντάξει τα περιβαλλοντικά αγαθά και τις περιβαλλοντικές υπηρεσίες στην οικονομική λογική. Στη λογική δηλαδή της οικονομίας της αγοράς και της (πράσινης) μεγέθυνσης, με βάση την ιδιωτική κερδοσκοπική επιχείρηση. Η εξάντληση των πόρων είναι προσωρινή («τεχνική» δυσλειτουργία) θεωρώντας την -σε μια προσέγγιση νομισματική- ως την υποτίμηση του κεφαλαίου της φύσης.

Και μετά πάλι το (πράσινο) κεφάλαιο θα έλθει να μετασχηματίσει τον πλανήτη και θα τον επαναποικίσει. Υπό αυτό το πρίσμα, το περιβάλλον μετατρέπεται σε «γόνιμο παράγοντα της οικονομίας» (της αγοράς), μέσω του νέου πράσινου ανταγωνισμού της νέας πράσινης συμφωνίας και τεχνοκαινοτομίας «κλιματικά ουδέτερης» (Ευρωπ. Συμβούλιο, 11/12/2020), στο πλαίσιο ακόμα και πράσινων προϋπολογισμών (π.χ. Γαλλία για το 2021). Οι τελευταίοι περιλαμβάνουν περιβαλλοντική εκτίμηση των δαπανών με στόχο την πράσινη μετάβαση, ενώ εμπεριέχουν και μέτρα που προβλέπονται ως «ουδέτερα» αλλά που πολύ απέχουν από το να είναι τέτοια (Alternatives Economiques, no 408/2020).

Με άλλα λόγια, η κυρίαρχη προσέγγιση δέχεται τις οικολογικές μεταβολές στον βαθμό που δημιουργούν νέες (πράσινες) αγορές και στο μέτρο που συμβάλλουν στην (ποσοτική) μεγέθυνση και, κατά συνέπεια, στην αύξηση του ΑΕΠ, επιτρέποντας έτσι στις επιχειρήσεις να είναι κερδοφόρες. Η (ποσοτική) μεγέθυνση συνιστά το φετίχ-καύσιμο του συστήματος αλλά και πλέον αυτοσκοπό, ενώ είναι συνδεδεμένη με το κέρδος και την πρόοδο (εάν βέβαια η έννοια υφίσταται ακόμα, Κ. Λας, 2020).

Πρόοδο εντέχνως και επιτηδείως ταυτιζόμενη, μάλιστα, με την (ποιοτική) ανάπτυξη και τους διάφορους επιθετικούς προσδιορισμούς της. Αντίθετα, για τους οικο-οικονομολόγους η κερδοφορία πρέπει να εντάσσεται στη μείωση του οικολογικού αποτυπώματος (M. Wackernagel-W.Rees, 1999, A. Boutaud, N. Gondran, 2009, P. Canfin, 2009). Γι’ αυτούς, η αύξηση του (ποσοτικού) ΑΕΠ δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ένας στόχος από μόνος του (αξίζει να υπενθυμίσουμε εδώ έτσι και τη Διακήρυξη της Στοκχόλμης του 1972 για το «ανθρώπινο περιβάλλον», αλλά και τη Διακήρυξη της Φιλαδέλφειας του 1944, Α. Supiot, 2019, 2020).

Τουλάχιστον στις πλούσιες χώρες το ΑΕΠ «θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται ως υποπροϊόν των πολιτικών που στοχεύoυν στην επίτευξη της ευζωίας» (R., E. Skidelsky, 2012), εκτός του ότι η αύξησή του συνοδεύεται και από αύξηση των ανισοτήτων για τόνωση της μεγέθυνσης αλλά και πλανητική (κλιματική και υγειονομική) κρίση. Πράγματι το ΑΕΠ δεν λέει τίποτα για την κατάσταση των ανισοτήτων ή της βιοποικιλότητας. Μετράει τις ροές και όχι τα αποθέματα, ούτε αποτυπώματα. Δεν αμφισβητείται δε πλέον ότι αποτελεί δείκτη «ψευδούς ευημερίας» και ακόμα λιγότερο ευζωίας.

Συμπερασματικά, για τους οικο-οικονομολόγους, η μεγεθυνσιακή-ποσοτική λογική «όλο και περισσότερο» αντικαθίσταται από μια μεταμεγεθυνσιακή λογική περισσότερης-καλύτερης ποιότητας (ή «ποιοτικού μετασχηματισμού της ανάπτυξης», M. Lowy, 2007) και διάρκειας. Λογική συμβατή με περισσότερη προστιθέμενη αξία για την ίδια ποσότητα. Βέβαια για όσους μιλούν για μετα-μεγέθυνση ο κίνδυνος είναι να περιπέσουν και αυτοί (όπως και οι θιασώτες της αειφόρου ανάπτυξης) σε μια μεγέθυνση, βαπτίζοντάς την πράσινη ή ποιοτική.

Για άλλους, μια μερίδα αυτών που προσεγγίζουν τη σταδιακή απομεγέθυνση (π.χ. D. Bourg), το πρόβλημα δεν είναι ποιοτικό (διαφορετική παραγωγή με διαφορετικές σχέσεις παραγωγής) αλλά ποσοτικό: λιγότερη παραγωγή / κατανάλωση, δηλαδή υλική ολιγάρκεια-επάρκεια (ολιγο-επάρκεια, ή «λιτή αφθονία» κατ’ άλλους, π.χ. Σ. Λατούς ) για ποιοτικότερη ζωή-ευζωία (M. Prieto, A. Slim, 2010, C. Andrews, W.Urbanska, 2010, Fl. Jany - Catrice, D. Méda {dir.}, 2019, αλλά και Κ. Σταμάτης, 2008) και έτσι αποφυγή της παγίδας του «φαινομένου της αναπήδησης» ή «παράδοξου του Τζέβονς. Τούτο, μεταξύ άλλων, σημαίνει πως οι μειώσεις της ρύπανσης ανά παραγόμενη μονάδα εξουδετερώνονται από την αύξηση του αριθμού των πωλούμενων / καταναλούμενων μονάδων.

Οποιαδήποτε δηλαδή οικο-αποδοτικότητα με βάση την (οικο-πράσινη) τεχνολογία ή τον (οικο-πράσινο) ανταγωνισμό, εστιάζοντας στην παραγόμενη μονάδα, παγιδεύεται στο παραπάνω φαινόμενο. Αυτό γίνεται δε με τρόπο που καθιστά εύθραυστη τη διάκριση ποσοτικής και ποιοτικής ανάπτυξης / μεγέθυνσης. Γι’ αυτούς λοιπόν η οικο-οικονομική / οικο-λο-νομική-ποιοτική διάσταση δεν είναι επαρκής, αφού μακροπρόθεσμα αναπαράγει το πρόβλημα, χωρίς μια γενικότερη και ολιστική προσέγγιση, (οικο)κοινωνική, (οικο)πολιτική και (οικo)δημοκρατική. Υπ’ αυτή την προσέγγιση, η οικο-λο-νομία συναντά (και πάλι) ή επανεπινοεί την ξεχασμένη πολιτική (οικολογία), (Ecologie et politique. Vingt ans après, Ecologie politique no 45 / 2012), αλλά και η οικολογία την πολιτική, στον βαθμό που αναδεικνύεται έντονα το πολιτικό στοιχείο στη σχέση φύση - κοινωνία.

*Ομ. καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τις τελευταίες 14 υποψηφιότητες για τις Ευρωεκλογές ανακοίνωσε η Νέα Αριστερά.

  Ευρωεκλογές 2024: Μάρω Δούκα και Κωστής Καρπόζηλος στο ευρωψηφοδέλτιο της Νέας Αριστεράς! ...