Κυριακή, Οκτωβρίου 04, 2020

Λισαβόνα, η αγαπημένη






Fernando Pessoa: «Ω Λισαβόνα, σπίτι μου!»
Ανθούλα Δανιήλ

Fernando Pessoa: «Ω Λισαβόνα, σπίτι μου!» κριτική της Ανθούλας Δανιήλ

Τα κείμενα που ανθολογούνται στο βιβλίο του Φερνάντο Πεσσόα Ω Λισαβόνα, σπίτι μου!
τα υπογράφουν, εκτός από τον ίδιο τον Πεσσόα, οι Μπερνάντο Σοάρες,
Άλβαρο ντε Κάμπος, Αλμπέρτο Καέιρο, τρία από τα περίπου εκατό
«ετερώνυμά» του, όπως λέγονται τα ψευδώνυμα αλλιώς, δηλαδή ο ίδιος.


Η «Εισαγωγή» της Μαρίας Παπαδήμα περιλαμβάνει ένα κείμενο-μότο
υπογεγραμμένο από τον Μπερνάντο Σοάρες, ένα ποίημα από τον Άλβαρο ντε
Κάμπος κι άλλο ένα από τον Αλμπέρτο Καέιρο. Κοινός τόπος, η πόλη, η
Λισαβόνα και το ποτάμι της. Ο Τάγος που μνημονεύεται στα δύο ποιήματα
και η πόλη που μνημονεύεται και στα τρία. Η γενική άποψή της είναι
ανώτερη από τη φύση και τα λουλούδια της: «Δεν υπάρχουν για μένα
λουλούδια σαν την απέραντη πολυχρωμία της Λισαβόνας κάτω από τον ήλιο»
λέει. Η πόλη των παιδικών του χρόνων, η αλλοτινή και η τωρινή, τον κάνει
να ονειρεύεται καραβέλες κι ας μην υπάρχουν πια.


Πολλοί λογοτέχνες έχουν μνημειώσει πόλεις, επειδή εκεί έστησαν το
σκηνικό του μύθου τους ή απλώς έζησαν. Ο Καβάφης και ο Ντάρρελ την
Αλεξάνδρεια, ο Ντίκενς το Λονδίνο, Ο Τζόις το Δουβλίνο, ο Μπωντλαίρ και ο
Αραγκόν το Παρίσι, ο Κάφκα την Πράγα, ο Μονταλμπάν τη Βαρκελώνη, ο Ντος
Πάσος και ο Όστερ τη Νέα Υόρκη, ο Παμούκ την Κωνσταντινούπολη. Δίπλα σ’
αυτούς μπορεί να σταθεί και ο Πεσσόα με τη Λισαβόνα του.


Γεννήθηκε στην αριστοκρατική συνοικία του Σιάδο, στο διαμέρισμα του
τέταρτου ορόφου «του δρόμου της Μπάισα», στις 13 Ιουνίου το 1888, την
ημέρα που γιορτάζει ο πολιούχος άγιός της, Σάντο Αντόνιο. Αντόνιο είναι
το δεύτερο από τα τρία ονόματα του Πεσσόα. Εκεί έζησε, έγραψε, πέθανε.
Από εκεί μετακινήθηκε σε άλλο διαμέρισμα, μεσολάβησε ο θάνατος του
πατέρα και του μικρού αδελφού, η οικονομική κρίση, η φυγή στο Ντέρμπαν
και η οριστική επιστροφή στη γενέθλια πόλη.

Παρατηρεί
συνεχώς τις συντεταγμένες της, τους λόφους, το ποτάμι της, το ανώνυμο
ανθρώπινο πλήθος που συνεχώς κινείται. Με τις ανεξάντλητες παραλλαγές
της περιγραφής δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να καθηλώσει το διαρκώς
μεταβαλλόμενο τοπίο, οι στοχασμοί του μοιάζουν συνέχεια της περιγραφής
και οι περιγραφές συνέχεια των στοχασμών του.
Η Λισαβόνα έχει αλλάξει. Η παλιά αριστοκρατική μορφή έχει υποχωρήσει
μπροστά στην εμπορική, με τις αντιπροσωπείες και τα ναυτιλιακά γραφεία
που της δίνουν τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλης. Ο
Πεσσόα θα μετακομίσει αμέτρητες φορές, θα αλλάξει πολλά επαγγέλματα,
χωρίς να στεριώσει σε κανένα, θα περιφέρεται για τις δουλειές του, θα
σταθεί σε καφενεία και εστιατόρια που του προσφέρουν μια αίσθηση
οικειότητας, θα μιλήσει για τον δρόμο του: «Αν το γραφείο της Ρούα ντος
Ντοραδόρες αντιπροσωπεύει για μένα τη ζωή, ο δεύτερος όροφος που μένω
στην ίδια Ρούα ντος Ντοραδόρες, αντιπροσωπεύει για μένα την Τέχνη...
Ναι, αυτή η Ρούα ντος Ντοραδόρες περιέχει για μένα όλο το νόημα των
πραγμάτων, τη λύση όλων των αινιγμάτων».


Εκεί σ’ αυτή την πόλη ερωτεύτηκε την Οφέλια Κεϊρός, μαζί της
συναντήθηκε, περπάτησε και μετακινήθηκε, με τραμ, τρένα και λεωφορεία,
σε δρόμους, στάσεις και πλατείες, όπως παρακολουθούμε στην αλληλογραφία
τους. Ο Πεσσόα είτε ως ορθώνυμος είτε ως ετερώνυμος έγραψε τον
τουριστικό οδηγό της πόλης του, είναι ο άνθρωπος με τα εκατό πρόσωπα, ο
συγγραφέας του Βιβλίου της ανησυχίας, ο βοηθός και λογιστής,
μοντερνιστής ποιητής και άνεργος ναυπηγός, παγανιστής και πανθεϊστής,
ποιητής της φύσης και πολλά ακόμη. Όταν περιγράφει την πόλη του της
βάζει τη σφραγίδα της αγάπης του και της προσωπικότητάς του.


Παρατηρεί συνεχώς τις συντεταγμένες της, τους λόφους, το ποτάμι της,
το ανώνυμο ανθρώπινο πλήθος που συνεχώς κινείται. Με τις ανεξάντλητες
παραλλαγές της περιγραφής δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να καθηλώσει
το διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο, οι στοχασμοί του μοιάζουν συνέχεια της
περιγραφής και οι περιγραφές συνέχεια των στοχασμών του.


Τα κεφάλαια είναι έξι: «Λισαβόνα και περίχωρα», «Τάγος», «Μπάισα»,
«Ρούα ντος Ντοραδόρες», «Διαδρομές», «Διαβάτης της πόλης, διαβάτης της
ζωής».


Και η πρώτη καταγραφή του αρχίζει με τις επιρροές που είχε και από
ποιους. Έναν ποιητή, το αφεντικό του, τον λογιστή, το παιδί για τα
θελήματα. Όλοι αυτοί είναι μία λέξη: ΛΙΣΑΒΟΝΑ. Σαν να λέμε ότι τον
επηρεάζει ό,τι προέρχεται από την πόλη που αγαπά. Και αυτό που αγαπά
είναι ο γαλάζιος ουρανός, ο Τάγος, η πόλη των παιδικών του χρόνων και η
σημερινή. «Θέλω να προεκτείνω τη όρασή μου μέσα στη φαντασία μου» λέει.
«Ο πόθος μου είναι διακαής / επειδή ο πόθος μου είναι διακαής, αγγίζει
την ουσία του κόσμου», «τα των αισθήσεων αξίζουν μόνο», «Σε ό,τι
βλέπουμε αιωρείται μια λάμψη απόμακρη», «Σε μια ομίχλη παραίσθησης, με
νιώθω, ύλη νεκρή, πεσμένο στη βροχή, να με θρηνεί ο άνεμος. Και το κρύο
αυτού που δεν νιώθω δαγκώνει την τωρινή μου καρδιά», «Τι ανθρώπινος ο
μεταλλικός ήχος των τραμ! Τι εύθυμο τοπίο η βροχή στο δρόμο που
αναστήθηκε από την άβυσσο! Ω Λισαβόνα, σπίτι μου!». «Ο ήλιος... ψηλός
φανοστάτης που καίει με ψυχρή φωτιά», «Όλα είναι ανώφελα, κι αυτό
ακριβώς αισθάνομαι. Ό,τι έζησα το ξέχασα σαν να το είχα ακούσει
αφηρημένος. Ό,τι θα είμαι δεν το θυμάμαι σαν να το είχα ζήσει και
ξεχάσει», «Σαν υπόκωφες εκπυρσοκροτήσεις τα ρολά των μαγαζιών
κατεβαίνουν προς τα πάνω...», «η νοσταλγία που νιώθω δεν είναι του
παρελθόντος ούτε του μέλλοντος», «Αν δεν υπάρχει ελευθερία μέσα μου, δεν
υπάρχει σε κανένα μέρος», «οδηγεί την άμαξα του παντός στην οδό του
τίποτα», «Ακόμα και το πέταγμα των γλάρων είχε μια στασιμότητα»,
«Νιώθοντας το ανικανοποίητο του αστού που δεν είμαι και τη θλίψη του
ποιητή που δεν θα γίνω ποτέ», «Κι εγώ αύριο θα εξαφανιστώ από τη Ρούα
ντος Φανκέιρος ... κι εγώ αύριο θα είμαι αυτός που έπαψε να περνάει από
τούτους τους δρόμους ... θα τον μνημονεύουν μ’ ένα “Τι ν’ απόγινε
αυτός;”. Κι όλα όσα κάνω, όλα όσα αισθάνομαι, όλα όσα ζω, δεν θα είναι
τίποτα παραπάνω από ένας διαβάτης λιγότερος στην καθημερινότητα των
δρόμων μιας οποιασδήποτε πόλης».


Είναι φανερό ότι ο Πεσσόα δεν είναι «ένας διαβάτης λιγότερος». Είναι
ζωντανό κομμάτι, νους και καρδιά, ύλη, στοχασμός και συναίσθημα της
Λισαβόνας του.


Ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου, τη χαλαρή συνοχή, την
αποσπασματικότητα των εικόνων και των σκέψεων θα εκλάβει ως
χαρακτηριστικά μιας ποιητικής γραφής, μιας άλλου τύπου βιογραφίας ή
εξομολόγησης, πάνω σε όλα αυτά που ο Πεσσόα αγαπά κι εμείς αγαπάμε και
χάνονται και αλλάζουν, δοσμένα σε πολύ ωραία μετάφραση από τη Μαρία
Παπαδήμα.



Ω Λισαβόνα, σπίτι μου!

Fernando Pessoa
Μετάφραση-ανθολόγηση: Μαρία Παπαδήμα
Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
168 σελ.
ISBN 978-960-01-1827-8
Τιμή: € 10,00
001 patakis eshop



Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.

Λισαβόνα - Βικιπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Νίκος Σαραντάκος βγήκε σε σύνταξη και μας δωρίζει την απολαυστική αποχαιρετιστήρια ομιλία του (1ο Μέρος)

  Αναμνήσεις ενός μεταφραστή (1ο μέρος) ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟ...