Η ελληνική
αρχαιότητα στο έργο του Τόμας Μαν : «Θάνατος στη Βενετία»
Είναι πράγματι η πρώτη φορά που η ελληνική
αρχαιότητα εμφανίζεται με τόσο έντονο τρόπο στο έργο του συγγραφέα και θα
παραμείνει ως μια από τις μοναδικές.
Η σύγχρονη του Thomas Mann κριτική διαπιστώνει
στη νουβέλα ένα είδος προγραμματικής στροφής του συγγραφέα, την οποία αξιολογεί
θετικά, ως μια αναβίωση της αρχαιότητας στους κόλπους του μοντερνισμού και,
συνάμα, ως ένα δρόμο που θα οδηγούσε τον ίδιο στη συγγραφική ωρίμαση.
Το θέμα έγινε ένα από τα αγαπημένα της φιλολογικής
έρευνας ως σήμερα, η οποία επισήμανε και ανέδειξε τα ελληνικά νήματα, που
συμμετέχουν στην ύφανση της νουβέλας, προτείνοντας διαφορετικές ερμηνείες για
το βαθύτερο ρόλο και τη λειτουργία τους μέσα στο έργο.
Σχηματοποιώντας
θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τα ελληνικά στοιχεία σε τρεις κατηγορίες: α)
στοιχεία της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τα οποία επαναλαμβάνονται επίμονα
στο έργο συγκροτώντας ένα ιδιαίτερο μυθικό επίπεδο,
β) αρχαιοπρεπή στοιχεία ύφους και γ) άμεση
αναφορά σε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Οι πηγές,
που χρησιμοποίησε ο Thomas Mann αναφορικά με την αρχαιότητα, βρέθηκαν στις
χειρόγραφες σημειώσεις εργασίας του και έχουν σήμερα όλες ταυτοποιηθεί.
Μιλώντας για
πηγές μπορούμε να διακρίνουμε δυο κατηγορίες: α) τις άμεσες ελληνικές πηγές (σε
γερμανική μετάφραση) και β) τα έργα των πνευματικών μεσολαβητών. Στην πρώτη
κατηγορία άμεσα ταυτοποιήσιμα ήταν τα έργα του Πλάτωνα Συμπόσιον και Φαίδρος,
ενώ περαιτέρω έρευνες αποκάλυψαν ως πηγές τον Ερωτικό του Πλουτάρχου, τα
Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, αλλά και την ομηρική Οδύσσεια.
Αναφορικά με
τα έργα των μεσολαβητών ο Thomas Mann άντλησε ένα μέρος του πληροφοριακού
υλικού από βιβλία μυθολογίας και λεξικά.
Αποφασιστικής
σημασίας, ωστόσο, ήταν τα έργα των μεγάλων διανοητών του 19ου αιώνα Friedrich
Nietzsche (Η γέννηση της τραγωδίας, 1871), Erwin Rohde (Ψυχή, 1894) και Jacob
Burckhardt (Ιστορία του ελληνικού πολιτισμού, 1898)11, τα οποία θα ανοίξουν και
για τον Thomas Mann, όπως και για πολλούς άλλους
συγγραφείς
της γενιάς του, το δρόμο για μια άλλη θέαση της αρχαιότητας, διαφορετική από
εκείνη του γερμανικού κλασικισμού.
Πρόκειται
για έργα που εστιάζουν στο μύθο και την αρχαία ελληνική θρησκευτικότητα
συνδυάζοντας τη «φιλολογική ακρίβεια με τον υποκειμενισμό του όψιμου
ρομαντισμού και το ψυχολογικό ενδιαφέρον»
Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση να θυμηθούμε το περιεχόμενο της νουβέλας. Κεντρικό πρόσωπο εδώ είναι ο Γκούσταβ φον Άσενμπαχ, ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας στην ωριμότητα του, ο οποίος διανύοντας μια περίοδο κόπωσης και συγγραφικής κρίσης, καταλαμβάνεται ξαφνικά από έντονη επιθυμία να ταξιδέψει. Εγκαταλείπει το Μόναχο, όπου ζει και εργάζεται, αναζητώντας για λίγο καιρό ξεκούραση και ανανέωση στο Νότο της Ευρώπης. Καταλήγει στη Βενετία και εγκαθίσταται σε ένα κοσμοπολίτικο και πολυτελές ξενοδοχείο στο Λίντο. Ήδη από το πρώτο βράδυ παρατηρεί ανάμεσα στους θαμώνες έναν νέο, ευγενούς πολωνικής καταγωγής, ονόματι Τάτζιο, ο οποίος προκαλεί δυνατή εντύπωση στον Άσενμπαχ λόγω της «απόλυτης ομορφιάς του», μιας ομορφιάς, που παρέπεμπε στην ακμή της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής. Συνεπαρμένος από την ομορφιά του νέου πιστεύει ότι ανακαλύπτει ο γηράσκων συγγραφέας Άσενμπαχ στο ορατό κάλλος το δρόμο προς το πνεύμα. 0 αρχικός θαυμασμός εξελίσσεται, ωστόσο, σταδιακά σε πάθος. Την τέταρτη εβδομάδα της εκεί παραμονής του πυκνώνουν από παντού οι ενδείξεις ότι η πόλη απειλείται από την εξάπλωση σοβαρής επιδημίας, την οποία, όμως, οι τοπικές αρχές αποκρύπτουν. 0 αριθμός των επισκεπτών μειώνεται σημαντικά, ο Άσενμπαχ, ωστόσο, δε σκέφτεται την αναχώρηση. Η μοναδική του αγωνία είναι μήπως χάσει τον Τάτζιο, τον οποίο πλέον παρακολουθεί παντού: στα λαβυρινθώδη σοκάκια της Βενετίας, στο ξενοδοχείο, στην παραλία. Έχει γευθεί και παραδοθεί πλέον εξολοκλήρου και χωρίς αντιστάσεις στην ηδονή του χάους. Στην αστική ηθική δεν επιστρέφει ούτε όταν ενημερώνεται ότι πρόκειται για ασιατική χολέρα. Θα τον παρακολουθήσουμε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια της αξιοπρέπειας, ώσπου προσβάλλεται και ο ίδιος από την επιδημία και πεθαίνει λυτρωτικά στην παραλία του Λίντο. Διόνυσος Για τη νουβέλα το έργο του Nietzsche Η γέννηση της τραγωδίας είναι αποφασιστικής σημασίας13. Ήδη σ αυτό το νεανικό του έργο ο γερμανός φιλόσοφος προφητεύει μια νέα «ιδέα της ζωής» και σκιαγραφεί τον ολοκληρωμένο άνθρωπο βασιζόμενος στις δυο αρχαίες θεότητες: τον Απόλλωνα και το Διόνυσο. Απολλώνιο και Διονυσιακό νοούνται από τον Nietzsche ως δυο θεμελιώδεις καλλιτεχνικές αρχές, αλλά, συνάμα, καιως δυο βασικές ενορμήσεις στο ανθρώπινο εσωτερικό. Το Απολλώνιο συνδέει ο Nietzsche με τη γλυπτική ως έκφραση της καθαρής μορφής, της αρμονίας και της ομορφιάς, ενώ το Διονυσιακό με τη μουσική. Ο απολλώνιος καλλιτέχνης είναι λογικός, οδηγείται από το μέτρο και την αυτοσυγκράτηση, ενώ ο διονυσιακός επιζητεί τη μέθη, το υπέρμετρο και την κατάργηση των περιορισμών. 0 νέος άνθρωπος, σίγουρα εδώ ένα πρόπλασμα του υπεράνθρωπου, θα πρέπει να αποτελεί μια σύνθεση των δύο. Αυτή η βασική νιτσεϊκή αντίθεση βρίσκεται στα θεμέλια της νουβέλας. Η εξέλιξη του Άσενμπαχ ως καλλιτέχνη κυρίως, αλλά και ως ανθρώπου, δομείται βάσει αυτού του δίπολου. Η νουβέλα διαγράφει την κίνηση από το μονομερώς Απολλώνιο στην σχετικοποίησή του και τη βραχύβια ισορροπία του με το Διονυσιακό και από εκεί στην παράδοση, στο μονομερώς Διονυσιακό και την καταστροφή. Ο Άσενμπαχ παρουσιάζεται στα δυο πρώτα κεφάλαια της νουβέλας ως το πρότυπο του απολλώνιου καλλιτέχνη. Το έργο του, που τον έχει οδηγήσει στην αναγνώριση και τη δόξα, είναι υψηλών αισθητικών, αλλά και αυστηρών ηθικών αξιώσεων και έχει κατορθωθεί μέσα από μια ζωή ασκητική, γεμάτη δουλειά, πειθαρχία και αυτοπεριορισμούς. Στη Βενετία αρχίζει, ωστόσο, να απομακρύνεται σταδιακά από αυτό το ιδεώδες για να βυθιστεί στο τέλος ηδονικά στο διονυσιακό χάος μέχρι θανάτου. Οι δύο διαφορετικές μορφές ζωής παρουσιάζονται ως απόλυτες και ακραίες και ως τέτοιες δεν είναι δυνατό να έχουν διάρκεια. 0 απολλώνιος κόσμος του Άσενμπαχ καταρρέει και η βύθιση στο διονυσιακό οδηγεί στο θάνατο. Η σύνθεση των δύο αρχών, την οποία ο Nietzsche σε επίπεδο τέχνης βλέπει πραγματωμένη στην αττική τραγωδία του 5ου αιώνα, θα σήμαινε και σε ανθρώπινο επίπεδο το νέο ολοκληρωμένο άνθρωπο. Αυτό το επίπεδο σύνθεσης κατακτά η νουβέλα μόνο σε ένα σημείο. Στο περίφημο ελληνίζον 4ο κεφάλαιο ο Άσενμπαχ καθισμένος στην παραλία, απολαμβάνοντας τις στιγμές του και θαυμάζοντας τη θεϊκή ομορφιά του νέου, νιώθει ξαφνικά την ανάγκη να γράψει. Παράγει, πράγματι, κάποιες σελίδες καθαρής και εξέχουσας πρόζας. Εδώ ο Άσενμπαχ δεν λειτουργεί ως απολλώνιος καλλιτέχνης. Η γραφή δεν προέρχεται από αυτοεπιβεβλημένη πειθαρχία, αλλά από διονυσιακή απόλαυση: «Ποτέ ως τώρα δεν είχε νιώσει πιο γλυκά την ηδονή του λόγου, ποτέ δεν ήταν τόσο βέβαιος ότι ο Έρωτας βρίσκεται στο λόγο» (σ. 73)14. Λόγος και έρως φθάνουν εδώ, όπως σπάνια στη λογοτεχνία σε μια υπέροχη ταύτιση15. Αυτή η ενότητα διαρκεί λίγο, όσο κρατάνε αυτές οι πολύτιμες, αλλά επικίνδυνες ώρες της παραλίας. Επικίνδυνες γιατί ο Άσενμπαχ από αυτό το σημείο και μετά αρχίζει ολοένα και περισσότερο να παραδίδεται στο Θεό Διόνυσο, ώσπου αυτή η παράδοση να γίνει οριστική και αποκλειστική. [........]
Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση να θυμηθούμε το περιεχόμενο της νουβέλας. Κεντρικό πρόσωπο εδώ είναι ο Γκούσταβ φον Άσενμπαχ, ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας στην ωριμότητα του, ο οποίος διανύοντας μια περίοδο κόπωσης και συγγραφικής κρίσης, καταλαμβάνεται ξαφνικά από έντονη επιθυμία να ταξιδέψει. Εγκαταλείπει το Μόναχο, όπου ζει και εργάζεται, αναζητώντας για λίγο καιρό ξεκούραση και ανανέωση στο Νότο της Ευρώπης. Καταλήγει στη Βενετία και εγκαθίσταται σε ένα κοσμοπολίτικο και πολυτελές ξενοδοχείο στο Λίντο. Ήδη από το πρώτο βράδυ παρατηρεί ανάμεσα στους θαμώνες έναν νέο, ευγενούς πολωνικής καταγωγής, ονόματι Τάτζιο, ο οποίος προκαλεί δυνατή εντύπωση στον Άσενμπαχ λόγω της «απόλυτης ομορφιάς του», μιας ομορφιάς, που παρέπεμπε στην ακμή της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής. Συνεπαρμένος από την ομορφιά του νέου πιστεύει ότι ανακαλύπτει ο γηράσκων συγγραφέας Άσενμπαχ στο ορατό κάλλος το δρόμο προς το πνεύμα. 0 αρχικός θαυμασμός εξελίσσεται, ωστόσο, σταδιακά σε πάθος. Την τέταρτη εβδομάδα της εκεί παραμονής του πυκνώνουν από παντού οι ενδείξεις ότι η πόλη απειλείται από την εξάπλωση σοβαρής επιδημίας, την οποία, όμως, οι τοπικές αρχές αποκρύπτουν. 0 αριθμός των επισκεπτών μειώνεται σημαντικά, ο Άσενμπαχ, ωστόσο, δε σκέφτεται την αναχώρηση. Η μοναδική του αγωνία είναι μήπως χάσει τον Τάτζιο, τον οποίο πλέον παρακολουθεί παντού: στα λαβυρινθώδη σοκάκια της Βενετίας, στο ξενοδοχείο, στην παραλία. Έχει γευθεί και παραδοθεί πλέον εξολοκλήρου και χωρίς αντιστάσεις στην ηδονή του χάους. Στην αστική ηθική δεν επιστρέφει ούτε όταν ενημερώνεται ότι πρόκειται για ασιατική χολέρα. Θα τον παρακολουθήσουμε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια της αξιοπρέπειας, ώσπου προσβάλλεται και ο ίδιος από την επιδημία και πεθαίνει λυτρωτικά στην παραλία του Λίντο. Διόνυσος Για τη νουβέλα το έργο του Nietzsche Η γέννηση της τραγωδίας είναι αποφασιστικής σημασίας13. Ήδη σ αυτό το νεανικό του έργο ο γερμανός φιλόσοφος προφητεύει μια νέα «ιδέα της ζωής» και σκιαγραφεί τον ολοκληρωμένο άνθρωπο βασιζόμενος στις δυο αρχαίες θεότητες: τον Απόλλωνα και το Διόνυσο. Απολλώνιο και Διονυσιακό νοούνται από τον Nietzsche ως δυο θεμελιώδεις καλλιτεχνικές αρχές, αλλά, συνάμα, καιως δυο βασικές ενορμήσεις στο ανθρώπινο εσωτερικό. Το Απολλώνιο συνδέει ο Nietzsche με τη γλυπτική ως έκφραση της καθαρής μορφής, της αρμονίας και της ομορφιάς, ενώ το Διονυσιακό με τη μουσική. Ο απολλώνιος καλλιτέχνης είναι λογικός, οδηγείται από το μέτρο και την αυτοσυγκράτηση, ενώ ο διονυσιακός επιζητεί τη μέθη, το υπέρμετρο και την κατάργηση των περιορισμών. 0 νέος άνθρωπος, σίγουρα εδώ ένα πρόπλασμα του υπεράνθρωπου, θα πρέπει να αποτελεί μια σύνθεση των δύο. Αυτή η βασική νιτσεϊκή αντίθεση βρίσκεται στα θεμέλια της νουβέλας. Η εξέλιξη του Άσενμπαχ ως καλλιτέχνη κυρίως, αλλά και ως ανθρώπου, δομείται βάσει αυτού του δίπολου. Η νουβέλα διαγράφει την κίνηση από το μονομερώς Απολλώνιο στην σχετικοποίησή του και τη βραχύβια ισορροπία του με το Διονυσιακό και από εκεί στην παράδοση, στο μονομερώς Διονυσιακό και την καταστροφή. Ο Άσενμπαχ παρουσιάζεται στα δυο πρώτα κεφάλαια της νουβέλας ως το πρότυπο του απολλώνιου καλλιτέχνη. Το έργο του, που τον έχει οδηγήσει στην αναγνώριση και τη δόξα, είναι υψηλών αισθητικών, αλλά και αυστηρών ηθικών αξιώσεων και έχει κατορθωθεί μέσα από μια ζωή ασκητική, γεμάτη δουλειά, πειθαρχία και αυτοπεριορισμούς. Στη Βενετία αρχίζει, ωστόσο, να απομακρύνεται σταδιακά από αυτό το ιδεώδες για να βυθιστεί στο τέλος ηδονικά στο διονυσιακό χάος μέχρι θανάτου. Οι δύο διαφορετικές μορφές ζωής παρουσιάζονται ως απόλυτες και ακραίες και ως τέτοιες δεν είναι δυνατό να έχουν διάρκεια. 0 απολλώνιος κόσμος του Άσενμπαχ καταρρέει και η βύθιση στο διονυσιακό οδηγεί στο θάνατο. Η σύνθεση των δύο αρχών, την οποία ο Nietzsche σε επίπεδο τέχνης βλέπει πραγματωμένη στην αττική τραγωδία του 5ου αιώνα, θα σήμαινε και σε ανθρώπινο επίπεδο το νέο ολοκληρωμένο άνθρωπο. Αυτό το επίπεδο σύνθεσης κατακτά η νουβέλα μόνο σε ένα σημείο. Στο περίφημο ελληνίζον 4ο κεφάλαιο ο Άσενμπαχ καθισμένος στην παραλία, απολαμβάνοντας τις στιγμές του και θαυμάζοντας τη θεϊκή ομορφιά του νέου, νιώθει ξαφνικά την ανάγκη να γράψει. Παράγει, πράγματι, κάποιες σελίδες καθαρής και εξέχουσας πρόζας. Εδώ ο Άσενμπαχ δεν λειτουργεί ως απολλώνιος καλλιτέχνης. Η γραφή δεν προέρχεται από αυτοεπιβεβλημένη πειθαρχία, αλλά από διονυσιακή απόλαυση: «Ποτέ ως τώρα δεν είχε νιώσει πιο γλυκά την ηδονή του λόγου, ποτέ δεν ήταν τόσο βέβαιος ότι ο Έρωτας βρίσκεται στο λόγο» (σ. 73)14. Λόγος και έρως φθάνουν εδώ, όπως σπάνια στη λογοτεχνία σε μια υπέροχη ταύτιση15. Αυτή η ενότητα διαρκεί λίγο, όσο κρατάνε αυτές οι πολύτιμες, αλλά επικίνδυνες ώρες της παραλίας. Επικίνδυνες γιατί ο Άσενμπαχ από αυτό το σημείο και μετά αρχίζει ολοένα και περισσότερο να παραδίδεται στο Θεό Διόνυσο, ώσπου αυτή η παράδοση να γίνει οριστική και αποκλειστική. [........]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου