Αστυνομικές ιστορίες…
Κώστας Αθανασίου
Πηγή: epohi.gr
Αστυνομικές ιστορίες, ή σαν αστυνομικές, ή «αλλιώς» αστυνομικές, ιστορίες με πρωταγωνιστές αστυνομικούς και ντετέκτιβ, δολοφόνους και μάρτυρες, ανθρώπους που βασανίζονται στα δικά τους ψυχολογικά μονοπάτια, ιστορίες που ψάχνουν το πώς και το γιατί και ιστορίες καθρέφτες της κοινωνίας, ιστορίες με πρωταγωνιστές ανθρώπους αλλά και πόλεις, ιστορίες προσωπικές και ιστορίες πολιτικής, ιστορίες σε εποχές συνηθισμένες και σε εποχές δύσκολες…
Κάρλο Λουκαρέλι «Ιταλική ίντριγκα»
(μτφ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Πατάκη, 2019)
Ο Κάρλο Λουκαρέλι είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό. Ανάμεσα στα βιβλία του που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά είναι και η Η τριλογία του φασισμού (μτφ. Μ. Σπυριδοπούλου και Τ. Τσίτσοβιτς, εκδ. Κέδρος), που διαδραματίζεται στην περίοδο που ξεκινάει από τις τελευταίες μέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την εποχή της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας (της «Δημοκρατίας του Σαλό») μέχρι την πτώση του Μουσολίνι και τις μέρες της απελευθέρωσης της Ιταλίας, καθώς και μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τις εκλογές του 1948. Πρωταγωνιστής, ο επιθεωρητής Ντε Λούκα – ένας αστυνομικός που δεν είναι ούτε φασίστας ούτε αντικαθεστωτικός, ένας αστυνομικός που νομίζει πως μπορεί να μείνει «μόνο αστυνομικός» μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα εκείνης της εποχής, ένας άνθρωπος που είναι θύμα και θύτης ταυτόχρονα.
Με το νέο μυθιστόρημα του Λουκαρέλι μεταφερόμαστε στην Μπολόνια της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, και συγκεκριμένα στα τέλη του 1953 και στις αρχές του 1954, στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς (είναι πολύ χαρακτηριστικά τα πρωτοσέλιδα κάποιων εφημερίδων που περιέχονται στο βιβλίο και αποτυπώνουν το κλίμα εκείνης της εποχής). Ο Ντε Λούκα, έχοντας εν μέρει περάσει την κρησάρα της αντιφασιστικής κάθαρσης («δεν ήταν ποτέ στ’ αλήθεια φασίστας, ήταν όπως όλοι, ή τουλάχιστον όπως πολλοί»), έχει μείνει πέντε χρόνια σε αργία και τώρα βρίσκεται στο «ψυγείο» της υπηρεσίας, «άπρακτος», «να ψευτοδουλεύει», όταν θα κληθεί στην ενεργό δράση με ψεύτικο όνομα και ταυτότητα («να συνεργαστεί μυστικά, χωρίς επίσημα διαπιστευτήρια»), ζώντας βέβαια πάντα με το στίγμα και την απειλή της προηγούμενης εποχής («Σας αναγνώρισα από τη φωτογραφία. Ήταν μία από εκείνες της δίκης») – οι αστυνομικοί γι’ αυτόν είναι στην ουσία «πρώην συνάδελφοι»…
Προσπαθώντας να διαλευκάνει μια σειρά φόνων, σε μια έρευνα όπου «τίποτα δεν έβγαζε νόημα», ο Ντε Λούκα θα πέσει πάνω σε μυστικές υπηρεσίες, σε παλιούς αντιστασιακούς, σε πρώην αξιωματικούς των Ες Ες, σε «φρουρούς της τάξης» που νοσταλγούν την προπολεμική Ιταλία, θα κινδυνέψει ακόμα και να σκοτωθεί, μέχρι να φτάσει, με κέρδη και απώλειες, στο μελαγχολικό τέλος της ιστορίας.
Σε όλη αυτή τη σειρά των βιβλίων, και στο συγκεκριμένο, ο Λουκαρέλι έχει καταφέρει με τον Ντε Λούκα να πλάσει έναν χαρακτήρα ζωντανό, που καθορίζεται, πολλές φορές οδυνηρά, από τον κόσμο γύρω του και τις ριζικές αλλαγές που υφίσταται, έναν άνθρωπο που φοβάται, ανησυχεί, νιώθει ενοχές, ελπίζει, έναν αστυνομικό που τα πέντε χρόνια της αργίας υποφέρει από αϋπνίες και με το που αναλαμβάνει μια υπόθεση ξανακοιμάται σαν πουλάκι.
Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας με την κινηματογραφική γραφή του σκιαγραφεί μια εξαιρετική εικόνα μιας Ιταλίας που αλλάζει, που πασχίζει να αφήσει πίσω το παρελθόν και να ανοιχτεί, ελπίζει, στις πλατιές λεωφόρους της ευμάρειας και του καταναλωτισμού.
Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν «Τατουάζ»
(μτφ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019)
Αν ο Λουκαρέλι μάς μεταφέρει στα δύσκολα χρόνια του τέλους του πολέμου και της μεταπολεμικής περιόδου, ο Μονταλμπάν, με αυτό το βιβλίο, μας μεταφέρει είκοσι χρόνια μετά, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, σε μια Ισπανία που επίσης πασχίζει να δει φως στην άκρη ενός σκοτεινού και άγριου τούνελ (ήδη ο Μονταλμπάν μιλάει από τότε για την «αχαλίνωτη κερδοσκοπία των ισπανικών ακτών»).
Το δημιούργημα του Μονταλμπάν, ο Πέπε Καρβάλιο, αυτή η φιγούρα του ιδιόρρυθμου, κυνικού αλλά και τρυφερού, ντετέκτιβ από τη Γαλικία που ζει στη Βαρκελώνη και που «μια από τις ελάχιστες πνευματικές απολαύσεις που επέτρεπε στον εαυτό του» ήταν η περιδιάβαση ανάμεσα στους πάγκους τούς φορτωμένους με μπακαλιάρους, γαρίδες και μύδια και ο οποίος καίει βιβλία για να ανάβει το τζάκι του, ακόμα και μια ζεστή νύχτα του Ιουλίου, εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1972, στο βιβλίο Εγώ σκότωσα τον Κένεντι. Θα ακολουθήσουν άλλα δεκαπέντε βιβλία με τον ίδιο πρωταγωνιστή, με πρώτο το Τατουάζ, που κυκλοφόρησε το 1974.
Όταν ο Καρβάλιο αναλαμβάνει να βρει την ταυτότητα ενός νεκρού με μόνο εφόδιο ένα παράξενο τατουάζ στην πλάτη του, θα αρχίσε μια παράξενη έρευνα από τη Βαρκελώνη μέχρι την Ολλανδία (όπου θα βυθιστεί στον κόσμο των Τούρκων, Ελλήνων, Ισπανών και Πορτογάλων μεταναστών, «το αλφάβητο της σκληρής και φτωχής Ευρώπης», και όπου η αστυνομία αναγκάζεται να παραδεχτεί πως «πρέπει να παρακολουθούμε πολύ περισσότερο έναν πολιτικοποιημένο Ισπανό, Τούρκο ή Έλληνα από εκατό Ολλανδούς»).
Ο Καρβάλιο, που αυτοορίζεται πάντα ως «πρώην μπάτσος, πρώην μαρξιστής και γκουρμέ» και όταν ακούει για τους «κόκκινους» που τα έχουν παρατήσει έχει την πικρή αυτογνωσία να πει για τον εαυτό του «Δεν τα παράτησα ποτέ. Ήμουν απλώς ένας κυνικός αποστάτης», κινείται πάντα με βάση ένα δικό του, προσωπικό, σύστημα ηθικής. Θα κάνει μια βουτιά στη φτωχή πλευρά αλλά και στον υπόκοσμο της Βαρκελώνης και του Άμστερνταμ, θα αισθανθεί «τη χαρακτηριστική μελαγχολία που νιώθει κανείς όταν τρώει μόνος» (γνωρίζοντας πάντα πως «κανένας άνθρωπος που αδιαφορεί για το φαγητό δεν είναι αξιόπιστος»), θα φτάσει στη λύση του μυστηρίου με το μυαλό του να ταξιδεύει σε παλιά θλιμμένα τραγούδια.
Όπως γράφει στο πολύ κατατοπιστικό επίμετρό της η Ελένη Παπαγεωργίου, «ο Μονταλμπάν πειραματίστηκε με μια δημοφιλή φόρμα με σκοπό να συνθέσει ένα μυθιστορηματικό χρονικό της σύγχρονης ισπανικής κοινωνίας». Έστρεψε έτσι τη ματιά του στους ηττημένους ενός κόσμου όπου, όπως λέει ο ίδιος, «κάποιοι γεννιούνται για να γράψουν ιστορία κι άλλοι για να την υποστούν».[..................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου