Το ’πε, το ’γραψε, το ’παιξε
Νόρα Ράλλη
Τον είδα. Δεν είναι ότι μου είπαν πως τον είδαν και ίσως και να μην τον είδαν αλλά έτσι είπαν. Τον είδα.
Και
να ’βλεπα μόνο αυτόν. Ολη η σάρα και η μάρα κι εγώ, το κακό
συναπάντημα, στη μέση. Θα μου πεις, δεν ήξερες πού πήγαινες; Στο Εθνικό
πήγαινα... νόμιζα. Αλλά τελικά, στη σφηκοφωλιά του νεοφιλελευθερισμού,
εκεί πήγα και μάλιστα σε «κλασικό» ρεπερτόριο.
Θα
μου πεις, εδώ κοπελιά έχουν έρθει τα πάνω κάτω, πέθαναν και σπουδαίοι
άνθρωποι, κι εσύ μας μιλάς για Σέξπιρ; Μα ακριβώς αυτά τα άνω κάτω πάνω
έζησα. Οσο για όσους «έφυγαν», ναι. Σπουδαίοι ήταν: Κατερίνα
Αγγελάκη-Ρουκ, Γιάννης Δάλλας, Κική Δημουλά, Κώστας Βουτσάς, Αλκη Ζέη.
Ας φτάσουμε τα χρόνια τους, ας αξιώσουμε (αν δεν αξιωθούμε) έστω λίγο
από το ταλέντο τους, ίσως κι από τη ζωογόνο δύναμή τους και ώς εκεί.
Τα
υπόλοιπα τα κρατάω για μένα. Εγκωσα από επικήδειες δηλώσεις σε έντυπα
και φεϊσμπούκια, όπου οι περισσότεροι, όταν μιλάν για κάποιον που
πέθανε, μιλάνε ουσιαστικά για τον εαυτούλη τους. Και τι ωραία πέρναγαν
με τον πεθαμένο και τι τους είπε όταν έπιναν τσάι και «Παντελή μου,
ήσουν καλός, ήσουν άξιος και ήξερες να διαλέγεις φίλους! Φίλους σαν κι
εμένα που...», όπως υπέροχα έλεγε σ’ ένα θεατρικό ο Γαλίτης,
διακωμωδώντας ακριβώς αυτή την κατάσταση: Ματαιοδοξίας το ανάγνωσμα
κατάσταση, επί ξένου τάφου κιόλας! Δεν μπορώ, όχι. Αυτά, όχι. Κάλλιο
κράτα τη θλίψη σου για την πάρτη σου και μη μου την ταγκάρεις σαν να
διαφημίζεις σερβιέτες με φτερά, που σε παν αλέ ρετούρ στον άλλο κόσμο.
Αντε, και καλά στερνά στους ζωντανούς.
Αυτούς...
Τους ζωντανούς, ναι! Που μαζωμένους τους έφαγα στη μάπα τις προάλλες.
Από Βορίδη, Γιάννη Λοβέρδο (για όνομα!) και Μώραλη μέχρι Ρουβά! Μόνο ο
Γεραπετρίτης έλειπε...
Σενιαρισμένοι πήγαν,
φινετσάτοι και εθνικοραμμένοι. Να δουν τι; Μακμπέθ! Στο Εθνικό φυσικά
-πού αλλού; Σε κάνα θεατράκι στο Μεταξουργείο; Φυσικά στο Εθνικό, όπου ο
Δημήτρης Λιγνάδης (η επιλογή τους για καλλιτεχνικός του διευθυντής)
σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στο τραγικό αυτό έργο του Αγγλου
συγγραφέα. Που τραγωδία έγραψε, αλλά κωμωδία την έκανε ο εν λόγω
διευθυντής/πρωταγωνιστής/σκηνοθέτης. Τι να σου κάμω που αυτά τα έργα, τα
μεγάλα, είναι μεγάλα, ακριβώς γιατί μπορεί να τα καταλάβει (και κυρίως,
να τα νιώσει) ακόμη και η γιαγιά μου! Ε, την εν λόγω παράσταση (είναι
ήδη sold out - μην την κλαις) τρομάξαμε να την καταλάβουμε. Οσοι από
εμάς τουλάχιστον δεν γελάγαμε. Ειδικά με κάποια φτηνά αστειάκια του
κειμένου, που όμως επειδή η μετάφραση ήταν γενικά καλή, απλά κάναμε ότι
δεν τ’ ακούσαμε. (Πιάνω μόνο το κείμενο ή τουλάχιστον τη σκηνοθετημένη
απόδοσή του επί σκηνής, γιατί αν πιάσω τις ερμηνείες -εκτός ελαχίστων
εξαιρέσεων- και τη σκηνοθεσία, δεν θα συχωρεθούν ποτέ τα πεθαμένα μου.)
Κάποιοι
μας είπαν υπερβολικούς, εμμονικούς, πως «άμα δεν ξέρουμε, να μη μιλάμε,
voilà!». Ας αφήσω λοιπόν τη «σκηνή» σε αυτούς που «ξέρουν» και ας
περάσω στο... φουαγέ. Που, δυστυχώς, το ήξερα πολύ καλά. Και από την
καλή και από την ανάποδη.
Αφησαν τα τσεκούρια
στο σπίτι, πήραν τις κυρίες τους α λα μπρατσέτα και μου αριβάρανε. Για
να δουν «Μακμπέθ». Την ιστορία, δηλαδή, ενός αλλοτριωμένου βασιλιά, που
αυτοβασανίζεται και τιμωρείται για τις αποτρόπαιες πράξεις του. Ποιοι;
Οι ίδιοι αυτοί αλλοτριωμένοι «εστεμμένοι». Που όχι μόνο δεν μετανοιώνουν
για τις αποτρόπαιες πράξεις τους, αλλά τις φέρουν κορόνα στο κεφάλι
τους και τις επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά, σαν κακοπαιγμένη ατάκα,
ακριβώς γιατί ξέρουν ότι ποτέ δεν πρόκειται να τιμωρηθούν μήτε αυτοί
μήτε τα τσιράκια τους.
«Συναινετική βία δεν
υπάρχει. Η βία είναι υποχρεωτική, είναι αναγκαστική. Δεν έχετε
εξοικειωθεί ακόμα με αυτό; Ο εξαναγκασμός πρέπει να διδαχθεί!».
Αυτά είπε τις προάλλες ο Βορίδης και μετά πήγε Εθνικό. Βγήκε, και τα ξανάπε. Και μάντεψε... Θα τα ξαναπεί.
Του έργου αυτός (και οι όμοιοί του) συγγραφέας, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής.
Στο ίδιο έργο κι εμείς. Θεατές. Μέχρι να κατέβει, ίσως και όμοιοί του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου