Γκλαμο-μπλόφα
Μικέλα Χαρτουλάρη
Το «κακό παιδί» των αμερικανικών γραμμάτων, ο Μπρετ Ιστον Ελις, επέστρεψε στο προσκήνιο με ένα μη λογοτεχνικό βιβλίο, τον «Λευκό», με το οποίο ανοίγει πόλεμο ενάντια στους «προοδευτικούς» που αμφισβητούν τον Ντόναλντ Τραμπ. Σύσσωμη η κριτική τον καταδικάζει ως ρατσιστή, σεξιστή και συνοδοιπόρο του Τραμπ, εκείνος όμως επιμένει και μαζί με τα σχόλιά του για τη σύγχρονη κουλτούρα και κοινωνία καταθέτει ένα αυτοβιογραφικό πορτρέτο του.
Απέκτησε τεράστια φήμη ο
Μπρετ Ιστον Ελις στα 27 του όταν κυκλοφόρησε την Αμερικανική ψύχωση
(εκδ. Σέλας), το δεύτερο, επίμαχο, μυθιστόρημά του. Μέσα απ’ αυτό, ο
πρωταγωνιστής του, ο αρχετυπικός μετρο-σέξουαλ κατά συρροή δολοφόνος
Πάτρικ Μπέιτμαν, ανέδειξε τον δημιουργό του ως τον κατεξοχήν δημόσιο
κίνδυνο για το λογοτεχνικό σινάφι.
Σήμερα όμως, ο
55χρονος πλέον συγγραφέας σκοντάφτει στη δυσφήμησή του. Χαρακτηρίζεται
ως ο κατεξοχήν αχρείος Αμερικανός: συνοδοιπόρος του τραμπισμού, λευκός,
ρατσιστής και σεξιστής. Αυτή είναι η κυρίαρχη αντίδραση –περιφρονητική,
χλευαστική, κατεδαφιστική– και για το πρώτο μη λογοτεχνικό βιβλίο του
που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο White («Λευκός», εκδ. Picador) –
τίτλος καθόλου αθώος, που προέκυψε από σύντμηση του: «Λευκός,
Προνομιούχος, Αρσενικός».
Εκείνο το μανιασμένο
σατιρικό μυθιστόρημα του 1991 θα μπορούσε να θεωρηθεί προφητικό ως προς
τη δυσοίωνη ανάδυση του μεγιστάνα Ντόναλντ Τραμπ στο αμερικανικό
πολιτικό προσκήνιο, αλλά ο σημερινός, μεταλλαγμένος Μπρετ Ιστον Ελις
μοιάζει να την αποτιμά διαφορετικά.
Το νέο του
βιβλίο ξεχειλίζει από τον εκνευρισμό του απέναντι στις αντιλήψεις των
μαχητών της κοινωνικής δικαιοσύνης, που τις κρίνει μανιχαϊστικές, όσο
και απέναντι στην προσέγγιση των πραγμάτων από «προοδευτική» σκοπιά, την
οποία θεωρεί σνομπ, ενώ καταφέρεται και ενάντια στη λογοκρισία στο
διαδίκτυο, ενάντια στη διερεύνηση των ζητημάτων της ταυτότητας στις
σύγχρονες κοινωνίες, ενάντια στην πολιτική ορθότητα και την εξιδανίκευση
των θυμάτων της κοινωνικής πραγματικότητας. (Εδώ εντάσσει και τον
αυτόχειρα Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλας, τον πιο ξιπασμένο, λέει, συγγραφέα της
γενιάς του).
Ολα αυτά όμως δεν είναι τίποτα
παραπάνω από ένα τζούφιο αναμάσημα του απαξιωτικού κεντροδεξιού
αφηγήματος, το οποίο ο συγγραφέας του Λευκού υιοθετεί χωρίς ανάλυση ούτε
επιχειρηματολογία. Διότι δεν τον ενδιαφέρει να εμπλακεί στην ουσιαστική
διαμάχη για την κουλτούρα, που έχει προκαλέσει ο Τραμπ-ισμός.
Αντίθετα,
πιστός στο προσωπικό του στιλ, ο Μπρετ Ιστον Ελις προτιμά να επιπλέει
έξω από το καζάνι. Αλλά και πάλι δυσκολεύεται να κρυφτεί. Διότι ενώ
αυτοπαρουσιάζεται ως πολέμιος της πολιτικής μισαλλοδοξίας και του
συντεχνιακού πνεύματος, ως υπερασπιστής της ακηδεμόνευτης ανταλλαγής
απόψεων και της πολιτικής ανυπακοής, γίνεται ο ίδιος ανοιχτά
μισαλλόδοξος απέναντι σε οποιονδήποτε διαμαρτύρεται για τις ενέργειες
του Τραμπ: τον απορρίπτει αυτοστιγμεί ως «παραχαϊδεμένο μωρό» που του
«χρειάζεται ηρεμιστικό» και πρέπει να «ενηλικιωθεί», να σταματήσει την
γκρίνια και να το ξεπεράσει.
Παράλληλα, στις
δημόσιες τοποθετήσεις του και στις συνεντεύξεις του (λ.χ. στον
«Νιουγιόρκερ») δηλώνει με παρρησία ότι δεν τον νοιάζει ούτε ο Τραμπ ούτε
η πολιτική. Αδιαφορεί, και επιχαίρει τόσο πολύ για τη αδιαφορία του
ώστε γίνεται προκλητικός σχετικά με τις ανοιχτές πληγές της κοινωνίας. Η
θέση που υιοθετεί ενοχλεί ακόμα περισσότερο επειδή προέρχεται από
κάποιον που ζει στα πούπουλα απολαμβάνοντας πλήθος προνόμια, και
ταυτόχρονα καταγράφεται ως μια θέση αθωωτική, που χαϊδεύει εντέλει το
βαθιά αντιδραστικό πνεύμα του κατεστημένου.
Αυτή
τη μεγάλη μπλόφα των διανοούμενων ή συγγραφέων-τιμητών που
αυτοπροβάλλονται ως ελεύθερες συνειδήσεις ενώ υπηρετούν τις πιο
συντηρητικές-κοντόθωρες-κανιβαλικές νοοτροπίες και στάσεις ζωής, την
είδαμε να αναπτύσσεται κατά κόρον και στην Ελλάδα κατά την τελευταία
τετραετία, στα μέτωπα του πολιτισμού και των δικαιωμάτων. Ομως, ισχύει
γι’ αυτούς ό,τι και για τον συγγραφέα του Λευκού.
Ο
μοδάτος Μπρετ Ιστον Ελις με την τόση φωτογένεια στις φράσεις και στην
όψη του, με την τόσο δηκτική γλώσσα και τον θυμό του, δεν άγγιξε ποτέ
ούτε τη μαχητική ορμή ούτε το πάθος ενός αυθεντικού εικονοκλάστη, όπως
υπήρξε ο Κρίστοφερ Χίτσενς. Αντίθετα, πάντα το πρώτο που τον απασχολούσε
δεν ήταν παρά εκείνο που αφορούσε ή έθιγε τις δικές του διεκδικήσεις
και το δικό του προφίλ.
Τι συνέβη όμως και το
«κακό παιδί» τού ’90 εξελίχθηκε σε έναν στριμμένο γερο-επώνυμο, βολικό
προς το συντηρητικό κατεστημένο και αρνητικό προς τις «προοδευτικές»
(liberal με την αγγλοσαξονική νοηματοδότηση) αντιλήψεις; Συνέβησαν… τα
μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που του επέτρεψαν να παρεμβαίνει στα πάντα με
το κατάλληλο κάθε φορά τερατούργημα, το οποίο του εξασφάλιζε τεράστια
προβολή.
Από το 2013 άρχισε να παράγει και να
φιλοξενεί αμφιλεγόμενα podcasts που προκαλούν αλυσιδωτούς καβγάδες, και
τα τροφοδοτεί με ψηφιακούς μονολόγους του, με συνεντεύξεις διασημοτήτων
και με παντοειδή ναρκισσιστικά σχόλια που τα μεταμορφώνει σε tweets,
προκαλώντας καθημερινά δυσφορία σε όλο και μεγαλύτερα ακροατήρια με όλο
και μικρότερη προσπάθεια.
Ο Λευκός, το πρώτο βιβλίο του χωρίς μυθοπλασία, αποτυπώνει ακριβώς την επέκταση του πεδίου της πάλης του.
Λευκός, προνομιούχος, αρσενικός και… αχρείος
«Πρόκειται
για μια εμπρηστική πολεμική!» Ετσι προβλήθηκε και προωθήθηκε ο Λευκός,
ωστόσο το πιο ενδιαφέρον σ’ αυτό το βιβλίο δεν είναι οι πρόχειρες
απόψεις του Μπρετ Ιστον Ελις για την κουλτούρα, την τέχνη και τους
«προοδευτικούς» που βδελύσσεται, δεν είναι οι «ονοματάρες» του «κύκλου»
του, αλλά είναι το αυτοβιογραφικό αφήγημά του. Αυτό επιτρέπει στον
αναγνώστη να σκιαγραφήσει το πορτρέτο του συγγραφέα και κυρίως το
πορτρέτο μιας εποχής που έκαψε τα λαμπερά αστέρια της.
Ο
Λευκός φωτίζει τη συγγραφική διαδρομή αυτού του νέου ταλέντου που
ξεπήδησε μέσα από την ανώτερη μεσαία τάξη της «αμερικανικής
αυτοκρατορίας», με το πιάνο του, την ποπ κουλτούρα, τις ταινίες τρόμου,
τις ψυχοσεξουαλικές αγωνίες του και την προκλητικότητά του. Ολα του
μεταμορφώθηκαν σε χρυσά αυγά, χάρη στους παντοδύναμους λογοτεχνικούς
επιμελητές του ’80 και του ’90, που, κυριολεκτικά, κατασκεύαζαν καριέρες
(όπως ο Γκόρντον Λις). Ολα είναι εδώ, βιβλία, σενάρια, φόβοι, η ζωή του
ως διασημότητας από κατάχρηση σε κατάχρηση, από εμπειρία σε εμπειρία,
στα αυτοκαταστροφικά πάρτι της Νέας Υόρκης και του Λος Αντζελες. Εδώ
είναι το εντυπωσιακό ντεμπούτο του το 1985, με το μυθιστόρημα Λιγότερο
από μηδέν, γραμμένο «σαν καταιγισμός από βρόμικες πολαρόιντ», που τάραξε
τα νερά της «πιο σέξι δεκαετίας της αμερικανικής πεζογραφίας» (Σέλας).
Ακολουθούν η Αμερικανική ψύχωση και το Γκλαμοράμα: ένα τουρλού του 1998
με διεθνή ίντριγκα που συνδέει τρομοκρατία, μοντέλες, διασημότητες,
εμπορικές μάρκες, τίτλους από τραγούδια κ.ο.κ. Επειτα, το Σεληνιακό
τοπίο του 2005 με τον Τζέι Μακ Ινερνι, παλιό φίλο και ανταγωνιστή του σε
πρώτο πλάνο, (όλα από τις εκδ. Σέλας), μέχρι και οι άνυδρες
Αυτοκρατορικές απολαύσεις του 2010 (Κέδρος). Κι από κοντά, κάποιες
μορφές της ποπ κουλτούρας όπως ο Ρίτσαρντ Γκιρ ή ο Τσάρλι Σιν, στις
οποίες έχει αδυναμία παρότι σήμερα δεν κάνουν «γκελ».
Τελικά,
υπάρχει κάτι που θα έπρεπε να πιστώσει κανείς στον Μπρετ Ιστον Ελις
χωρίς δισταγμό: ότι ποτέ δεν διεκδίκησε την αγάπη των αναγνωστών του,
ότι δεν επιχείρησε να κερδίσει την αποδοχή του κατεστημένου κολακεύοντάς
το. Αφησε την ευθύνη στο κοινό του. Τον διαλέγεις ή τον αφήνεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου