Το μοιραίο πάθημα ενός σκοτεινού μπίζνεσμαν
Ιερώνυμος Λύκαρης
Το
μυθιστόρημα του Κίκε Φεράρι «Από μακριά μοιάζουν με μύγες» (εκδόσεις
Καστανιώτη 2019, μετάφραση Αννα Βερροιοπούλου) είναι χτισμένο πάνω σε
έναν γνώριμο κι από τα δικά μας χαρακτήρα· αυτόν του επιτυχημένου, αλλά
με σκοτεινά μέσα, επιχειρηματία.
Ο κύριος Μάτσι, κληρονόμος μιας μικρής υφαντουργίας την οποία εξώθησε σε δόλια πτώχευση, έκανε την πρωταρχική του συσσώρευση την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας (1976-1983).
Στη διάρκεια των δύο πρώτων μεταχουντικών κυβερνήσεων, του Ραούλ Αλφονσίν και του Κάρλος Μένεμ, παντρεύτηκε την κόρη ενός ισχυρού γαιοκτήμονα και, με τις κατάλληλες διασυνδέσεις, αξιοποίησε τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις του πέσο και τον υπερπληθωρισμό για να κάνει κάμποσες επικερδείς δουλειές στον χώρο της Υγείας.
Τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας αγόραζε φτηνά και τη δεκαετία του ’90 πουλούσε στο κράτος ακριβά. Χάρη σ’ αυτές τις μπίζνες έσωσε τα λεφτά του την περίοδο της απαγόρευσης των τραπεζικών αναλήψεων το 2001, επί Φερνάντο ντε λα Ρούα, και κράτησε ανοιχτό το εστιατόριο-βιτρίνα του, με το συμβολικό όνομα «Αυτοκρατορία».
Την τηλεφωνική ατζέντα του κοσμούν υπουργοί, υφυπουργοί, βουλευτές, δήμαρχοι, αμφιλεγόμενοι επιχειρηματίες και κάθε είδους λομπίστες.
Ο κύριος Μάτσι απολαμβάνει στο έπακρο την επιτυχία του. Είναι ένας ασύδοτος αλαζόνας που δεν δίνει δεκάρα για το τι σκέφτονται ή αισθάνονται οι άλλοι, ακόμη και αν είναι μέλη της οικογένειάς του.
Εκτός από φετιχιστής του εξουσιαστικού σεξ, υποβοηθούμενου από κοκαΐνη και μπλε χαπάκια, ο κύριος Μάτσι είναι ένας μανιακός καταναλωτής ακριβών brand names. Διαθέτει μια συλλογή από τριακόσιες γραβάτες, κοστούμια Μπριόνι, πουκάμισα Βερσάτσε, σκαρπίνια Απερ και Λάινιγκ, μανικετόκουμπα Αρμάνι, άρωμα Τερ ντ’ Ερμές, ενώ ανάβει τα πούρα μάρκας Μοντεκρίστο με έναν χρυσό αναπτήρα Ντιπόν.
Κορωνίδα των πανάκριβων αποκτημάτων του είναι η Μπε-Εμ-Βε του, αξίας 200.000 δολαρίων. Η πολυτέλειά της και το «γουργούρισμα» του γκαζιού της τού προκαλούν μια ανείπωτη πλήρωση υπεροπτικής ευτυχίας. Σε αυτό το σύμβολο της αφελούς, κατά βάθος, εγωπάθειάς του είναι που του συμβαίνει το αναπάντεχο.
Εκεί που απολαμβάνει τα φθονερά βλέμματα των άλλων οδηγών, τον πιάνει λάστιχο και ανακαλύπτει στο πορτμπαγκάζ της «μαύρης αστραπής» το πτώμα ενός άνδρα δεμένου με το μυστικό σεξουαλικό αξεσουάρ του: τις χειροπέδες με τα ροζ γουνάκια. Ο άγνωστος είναι αδύνατο να αναγνωριστεί. Τον έχουν πυροβολήσει στο πρόσωπο.
Αρχικά δεν μπορεί να πιστέψει ότι έχει συμβεί σε αυτόν κάτι τέτοιο. Ταλαντεύεται ανάμεσα στην αμηχανία και την αγανάκτηση. Για λίγο πιστεύει πως πρόκειται για φάρσα. Αλλωστε αυτός είναι ένας «ευυπόληπτος» μπίζνεσμαν. Και οι μπίζνεσμαν μπορεί να έχουν ανταγωνιστές, υπαλλήλους και στελέχη, αλλά όχι εχθρούς.
Γρήγορα η σύγχυσή του μετατρέπεται σε φόβο. Πρόκειται για απειλητικό προμήνυμα ενός συμβολαίου θανάτου; Κρύβει εκδίκηση ή στήσιμο μιας διαβολικής ίντριγκας από κάποιον που θέλει να τον γκρεμίσει από τον θρόνο της επιτυχίας του για να του αρπάξει όσα κατάφερε με κόπο και δόλο να αποκτήσει;
Όταν «το ζώο της παράνοιας» ξυπνά και αφηνιάζει μέσα του, η καχυποψία του στρέφεται προς κάθε κατεύθυνση.
Όσο διαρκεί η αγωνιώδης προσπάθειά του να ξεφορτωθεί το πτώμα, εισβάλλουν στο μυαλό του οι ανοιχτοί λογαριασμοί του με όλους όσους εξαπάτησε ή είχε στη δούλεψή του και τους φέρθηκε σκάρτα. Για κανέναν και για τίποτα δεν είναι σίγουρος.
Υποψιάζεται ακόμη και τον υπεύθυνο ασφαλείας του, τον «Βόθρο», έναν πρώην βασανιστή της χούντας και μοναδικό σύνδεσμό του με τον κόσμο του εγκλήματος.
Όλες οι υποθέσεις που κάνει, καταλήγουν σε αδιέξοδο. Ολες οι πιθανότητες φαντάζουν ισοδύναμες. Η καθεμία και όλες μαζί μπορεί να έχουν «συνωμοτήσει» εναντίον του, είτε από πρόθεση είτε από σύμπτωση.
Είναι δε τόσος ο παθολογικός εγωκεντρισμός του που, όταν επιτέλους απαλλάσσεται από το πτώμα, αποφασίζει να το γιορτάσει με ένα όργιο!
Το «Από μακριά μοιάζουν με μύγες» είναι ένα νουάρ κοινωνικό και πολιτικό μυθιστόρημα, στο οποίο η ιδέα-κλειδί της πλοκής είναι γνωστή από την αρχή. Ο συγγραφέας το εντάσσει στην παράδοση των νουάρ ιστοριών του Ντέιβιντ Γκούντις και των παλπ φίξιον μυθιστορημάτων του Τζιμ Τόμσον, του επονομαζόμενου και «Ντοστογιέφσκι του ψιλικατζίδικου».
Διαρθρώνεται σε δεκατρείς ενότητες, καθεμία από τις οποίες δανείζεται τίτλο από τη φανταστική ταξινόμηση των ζώων που προτείνει ο Μπόρχες στο δοκίμιό του «Η αναλυτική γλώσσα του Τζον Ουίλκινς» (1942).
Σύμφωνα με αυτήν, τα ζώα κατατάσσονται σε αυτά που ανήκουν στον αυτοκράτορα, τα βαλσαμωμένα, τα δαμασμένα, αυτά που από μακριά μοιάζουν με μύγες κ.λπ. «Με αυτή την εναλλακτική, αλλόκοτη ταξινόμηση», σημειώνει η μεταφράστρια του βιβλίου, «ο Μπόρχες ήθελε να επισημάνει τον αυθαίρετο τρόπο με τον οποίο κατηγοριοποιούμε και αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο».
Ο Κίκε Φεράρι θεωρεί τον εαυτό του αυτοδίδακτο, βιωματικό συγγραφέα. Η γραφή του δεν είναι απότοκο πανεπιστημιακών σεμιναρίων δημιουργικής γραφής ή διαβασμάτων στο ασφαλές περιβάλλον των βιβλιοθηκών. Πρόκειται για συγγραφέα που δεν κρύβει τις ιδέες του.
Είναι πολιτικός ακτιβιστής και γράφει τακτικά στην εφημερίδα του συνδικάτου των εργαζομένων στο μετρό του Μπουένος Αϊρες, όπου και ο ίδιος είναι μισθωτός (νυχτερινός καθαριστής).
Ωστόσο καταφέρνει και μπολιάζει με τις ιδέες του τα μυθιστορήματά του, με τέτοιο τρόπο ώστε να μη μυρίζουν διδακτισμό, να μη θυμίζουν πολιτική μπροσούρα που υποδεικνύει τι πρέπει να κάνουμε, προς τα πού πρέπει να κατευθυνθούμε. Χωρίς ο ίδιος να παίρνει θέση για το τι είναι κακό και τι καλό, τα συμπεράσματα τα αφήνει στον αναγνώστη.
Ομολογημένα έχει δεχτεί επιρροές από τους σύγχρονους κλασικούς της βορειοαμερικανικής λογοτεχνίας: Φόκνερ, Χέμινγουεϊ, ΜακΚάλερς, Τσάντλερ, Χάμετ, Mέιλερ, Οστερ, Τσίβερ, Σάλιντζερ και βέβαια από τον Μπουκόφσκι, ο οποίος υπήρξε το ίνδαλμά του στα πρώιμα χρόνια της συγγραφικής του διαμόρφωσης (τον έχει κάνει και τατουάζ στο μπράτσο του).
Επίσης έχει επηρεαστεί από τους συμπατριώτες του, Μπόρχες και Ρικάρντο Πίλια, και φυσικά από τον Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II.
Το τέλος του μυθιστορήματος είναι όλα τα λεφτά. Η έκπληξη που προκαλεί είναι καθηλωτική, η επίδρασή της ακαριαία. Τόσο στον κύριο Μάτσι όσο και στους αναγνώστες.
Η κ. Βερροιοπούλου έχει αποδώσει άριστα στη γλώσσα μας τον καταιγιστικό ρυθμό της γραφής του Φεράρι.
Ο κύριος Μάτσι, κληρονόμος μιας μικρής υφαντουργίας την οποία εξώθησε σε δόλια πτώχευση, έκανε την πρωταρχική του συσσώρευση την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας (1976-1983).
Στη διάρκεια των δύο πρώτων μεταχουντικών κυβερνήσεων, του Ραούλ Αλφονσίν και του Κάρλος Μένεμ, παντρεύτηκε την κόρη ενός ισχυρού γαιοκτήμονα και, με τις κατάλληλες διασυνδέσεις, αξιοποίησε τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις του πέσο και τον υπερπληθωρισμό για να κάνει κάμποσες επικερδείς δουλειές στον χώρο της Υγείας.
Τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας αγόραζε φτηνά και τη δεκαετία του ’90 πουλούσε στο κράτος ακριβά. Χάρη σ’ αυτές τις μπίζνες έσωσε τα λεφτά του την περίοδο της απαγόρευσης των τραπεζικών αναλήψεων το 2001, επί Φερνάντο ντε λα Ρούα, και κράτησε ανοιχτό το εστιατόριο-βιτρίνα του, με το συμβολικό όνομα «Αυτοκρατορία».
Την τηλεφωνική ατζέντα του κοσμούν υπουργοί, υφυπουργοί, βουλευτές, δήμαρχοι, αμφιλεγόμενοι επιχειρηματίες και κάθε είδους λομπίστες.
Ο κύριος Μάτσι απολαμβάνει στο έπακρο την επιτυχία του. Είναι ένας ασύδοτος αλαζόνας που δεν δίνει δεκάρα για το τι σκέφτονται ή αισθάνονται οι άλλοι, ακόμη και αν είναι μέλη της οικογένειάς του.
Εκτός από φετιχιστής του εξουσιαστικού σεξ, υποβοηθούμενου από κοκαΐνη και μπλε χαπάκια, ο κύριος Μάτσι είναι ένας μανιακός καταναλωτής ακριβών brand names. Διαθέτει μια συλλογή από τριακόσιες γραβάτες, κοστούμια Μπριόνι, πουκάμισα Βερσάτσε, σκαρπίνια Απερ και Λάινιγκ, μανικετόκουμπα Αρμάνι, άρωμα Τερ ντ’ Ερμές, ενώ ανάβει τα πούρα μάρκας Μοντεκρίστο με έναν χρυσό αναπτήρα Ντιπόν.
Κορωνίδα των πανάκριβων αποκτημάτων του είναι η Μπε-Εμ-Βε του, αξίας 200.000 δολαρίων. Η πολυτέλειά της και το «γουργούρισμα» του γκαζιού της τού προκαλούν μια ανείπωτη πλήρωση υπεροπτικής ευτυχίας. Σε αυτό το σύμβολο της αφελούς, κατά βάθος, εγωπάθειάς του είναι που του συμβαίνει το αναπάντεχο.
Εκεί που απολαμβάνει τα φθονερά βλέμματα των άλλων οδηγών, τον πιάνει λάστιχο και ανακαλύπτει στο πορτμπαγκάζ της «μαύρης αστραπής» το πτώμα ενός άνδρα δεμένου με το μυστικό σεξουαλικό αξεσουάρ του: τις χειροπέδες με τα ροζ γουνάκια. Ο άγνωστος είναι αδύνατο να αναγνωριστεί. Τον έχουν πυροβολήσει στο πρόσωπο.
Αρχικά δεν μπορεί να πιστέψει ότι έχει συμβεί σε αυτόν κάτι τέτοιο. Ταλαντεύεται ανάμεσα στην αμηχανία και την αγανάκτηση. Για λίγο πιστεύει πως πρόκειται για φάρσα. Αλλωστε αυτός είναι ένας «ευυπόληπτος» μπίζνεσμαν. Και οι μπίζνεσμαν μπορεί να έχουν ανταγωνιστές, υπαλλήλους και στελέχη, αλλά όχι εχθρούς.
Γρήγορα η σύγχυσή του μετατρέπεται σε φόβο. Πρόκειται για απειλητικό προμήνυμα ενός συμβολαίου θανάτου; Κρύβει εκδίκηση ή στήσιμο μιας διαβολικής ίντριγκας από κάποιον που θέλει να τον γκρεμίσει από τον θρόνο της επιτυχίας του για να του αρπάξει όσα κατάφερε με κόπο και δόλο να αποκτήσει;
Όταν «το ζώο της παράνοιας» ξυπνά και αφηνιάζει μέσα του, η καχυποψία του στρέφεται προς κάθε κατεύθυνση.
Όσο διαρκεί η αγωνιώδης προσπάθειά του να ξεφορτωθεί το πτώμα, εισβάλλουν στο μυαλό του οι ανοιχτοί λογαριασμοί του με όλους όσους εξαπάτησε ή είχε στη δούλεψή του και τους φέρθηκε σκάρτα. Για κανέναν και για τίποτα δεν είναι σίγουρος.
Υποψιάζεται ακόμη και τον υπεύθυνο ασφαλείας του, τον «Βόθρο», έναν πρώην βασανιστή της χούντας και μοναδικό σύνδεσμό του με τον κόσμο του εγκλήματος.
Όλες οι υποθέσεις που κάνει, καταλήγουν σε αδιέξοδο. Ολες οι πιθανότητες φαντάζουν ισοδύναμες. Η καθεμία και όλες μαζί μπορεί να έχουν «συνωμοτήσει» εναντίον του, είτε από πρόθεση είτε από σύμπτωση.
Είναι δε τόσος ο παθολογικός εγωκεντρισμός του που, όταν επιτέλους απαλλάσσεται από το πτώμα, αποφασίζει να το γιορτάσει με ένα όργιο!
Το «Από μακριά μοιάζουν με μύγες» είναι ένα νουάρ κοινωνικό και πολιτικό μυθιστόρημα, στο οποίο η ιδέα-κλειδί της πλοκής είναι γνωστή από την αρχή. Ο συγγραφέας το εντάσσει στην παράδοση των νουάρ ιστοριών του Ντέιβιντ Γκούντις και των παλπ φίξιον μυθιστορημάτων του Τζιμ Τόμσον, του επονομαζόμενου και «Ντοστογιέφσκι του ψιλικατζίδικου».
Διαρθρώνεται σε δεκατρείς ενότητες, καθεμία από τις οποίες δανείζεται τίτλο από τη φανταστική ταξινόμηση των ζώων που προτείνει ο Μπόρχες στο δοκίμιό του «Η αναλυτική γλώσσα του Τζον Ουίλκινς» (1942).
Σύμφωνα με αυτήν, τα ζώα κατατάσσονται σε αυτά που ανήκουν στον αυτοκράτορα, τα βαλσαμωμένα, τα δαμασμένα, αυτά που από μακριά μοιάζουν με μύγες κ.λπ. «Με αυτή την εναλλακτική, αλλόκοτη ταξινόμηση», σημειώνει η μεταφράστρια του βιβλίου, «ο Μπόρχες ήθελε να επισημάνει τον αυθαίρετο τρόπο με τον οποίο κατηγοριοποιούμε και αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο».
Ο Κίκε Φεράρι θεωρεί τον εαυτό του αυτοδίδακτο, βιωματικό συγγραφέα. Η γραφή του δεν είναι απότοκο πανεπιστημιακών σεμιναρίων δημιουργικής γραφής ή διαβασμάτων στο ασφαλές περιβάλλον των βιβλιοθηκών. Πρόκειται για συγγραφέα που δεν κρύβει τις ιδέες του.
Είναι πολιτικός ακτιβιστής και γράφει τακτικά στην εφημερίδα του συνδικάτου των εργαζομένων στο μετρό του Μπουένος Αϊρες, όπου και ο ίδιος είναι μισθωτός (νυχτερινός καθαριστής).
Ωστόσο καταφέρνει και μπολιάζει με τις ιδέες του τα μυθιστορήματά του, με τέτοιο τρόπο ώστε να μη μυρίζουν διδακτισμό, να μη θυμίζουν πολιτική μπροσούρα που υποδεικνύει τι πρέπει να κάνουμε, προς τα πού πρέπει να κατευθυνθούμε. Χωρίς ο ίδιος να παίρνει θέση για το τι είναι κακό και τι καλό, τα συμπεράσματα τα αφήνει στον αναγνώστη.
Ομολογημένα έχει δεχτεί επιρροές από τους σύγχρονους κλασικούς της βορειοαμερικανικής λογοτεχνίας: Φόκνερ, Χέμινγουεϊ, ΜακΚάλερς, Τσάντλερ, Χάμετ, Mέιλερ, Οστερ, Τσίβερ, Σάλιντζερ και βέβαια από τον Μπουκόφσκι, ο οποίος υπήρξε το ίνδαλμά του στα πρώιμα χρόνια της συγγραφικής του διαμόρφωσης (τον έχει κάνει και τατουάζ στο μπράτσο του).
Επίσης έχει επηρεαστεί από τους συμπατριώτες του, Μπόρχες και Ρικάρντο Πίλια, και φυσικά από τον Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο II.
Το τέλος του μυθιστορήματος είναι όλα τα λεφτά. Η έκπληξη που προκαλεί είναι καθηλωτική, η επίδρασή της ακαριαία. Τόσο στον κύριο Μάτσι όσο και στους αναγνώστες.
Η κ. Βερροιοπούλου έχει αποδώσει άριστα στη γλώσσα μας τον καταιγιστικό ρυθμό της γραφής του Φεράρι.
Ποιός είναι:
Ο
Κίκε Φεράρι γεννήθηκε το 1972 στο Μπουένος Αϊρες. Κείμενά του
δημοσιεύονται σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και διάφορες ιστοσελίδες,
σε Λατινική Αμερική και Ευρώπη.
Εχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του «Operación Bukofski», «Lo que no fue» (Πρώτη Διάκριση στο Premio Casa de las Américas το 2009), «Punto ciego», το οποίο έγραψε από κοινού με τον Juan Mattio, και η συλλογή διηγημάτων «Nadie es inocente».
Το 2012 με το «Από μακριά μοιάζουν με μύγες» απέσπασε το Βραβείο Silverio Cañada για το Καλύτερο Ισπανόφωνο Αστυνομικό Μυθιστόρημα (Ópera Prima) στην ετήσια φεστιβαλική Εβδομάδα Νουάρ Λογοτεχνίας (Semana Negra) της Χιχόν. Το βιβλίο έγινε αμέσως καλτ φαινόμενο με φανατικό κοινό.
Εγραψαν:
«Το “Από μακριά μοιάζουν με μύγες” είναι ένα εξαιρετικά συμπαγές έργο, που ρέει τέλεια. Και επιπλέον είναι γραμμένο με την ιδέα ότι το νουάρ μυθιστόρημα είναι η νέα κοινωνική λογοτεχνία της εποχής μας».
ΠΑΚΟ ΙΓΝΑΣΙΟ ΤΑΪΜΠΟ II
«Ο Κίκε Φεράρι είναι τόσο αληθινός, που μοιάζει με ψέμα. Τόσο ειλικρινής, που μοιάζει με φάρσα. Γράφει αλλάζοντας συνεχώς θέση, με γρήγορα πόδια και τρομερή γροθιά».
ΚΑΡΛΟΣ ΘΑΝΟΝ
«Ο Κίκε Φεράρι είναι ένας τύπος που κουβαλά τις ιδέες του μέσα κι έξω. Δεν τις κρύβει. Δεν τις τσιγκουνεύεται. Ποτέ δεν τις αρνείται. Αντιθέτως, τις κάνει τατουάζ στο δέρμα του για να μην προδοθεί από κάποια παράλειψη. Το βιβλίο του διαθέτει μια πρωτόγνωρη δύναμη».
ΚΑΡΛΟΣ ΣΑΛΕΜ
«Βραβευμένος συγγραφέας τα πρωινά, καθαριστής του μετρό τις νύχτες. Ενας εργάτης της λογοτεχνίας που κάθε τόσο βάζει άλλη στολή, αυτή του επιτυχημένου μυθιστοριογράφου».
El País
«Η λογοτεχνική αποκάλυψη της Αργεντινής».
The Wall Street Journal
Εχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του «Operación Bukofski», «Lo que no fue» (Πρώτη Διάκριση στο Premio Casa de las Américas το 2009), «Punto ciego», το οποίο έγραψε από κοινού με τον Juan Mattio, και η συλλογή διηγημάτων «Nadie es inocente».
Το 2012 με το «Από μακριά μοιάζουν με μύγες» απέσπασε το Βραβείο Silverio Cañada για το Καλύτερο Ισπανόφωνο Αστυνομικό Μυθιστόρημα (Ópera Prima) στην ετήσια φεστιβαλική Εβδομάδα Νουάρ Λογοτεχνίας (Semana Negra) της Χιχόν. Το βιβλίο έγινε αμέσως καλτ φαινόμενο με φανατικό κοινό.
Εγραψαν:
«Το “Από μακριά μοιάζουν με μύγες” είναι ένα εξαιρετικά συμπαγές έργο, που ρέει τέλεια. Και επιπλέον είναι γραμμένο με την ιδέα ότι το νουάρ μυθιστόρημα είναι η νέα κοινωνική λογοτεχνία της εποχής μας».
ΠΑΚΟ ΙΓΝΑΣΙΟ ΤΑΪΜΠΟ II
«Ο Κίκε Φεράρι είναι τόσο αληθινός, που μοιάζει με ψέμα. Τόσο ειλικρινής, που μοιάζει με φάρσα. Γράφει αλλάζοντας συνεχώς θέση, με γρήγορα πόδια και τρομερή γροθιά».
ΚΑΡΛΟΣ ΘΑΝΟΝ
«Ο Κίκε Φεράρι είναι ένας τύπος που κουβαλά τις ιδέες του μέσα κι έξω. Δεν τις κρύβει. Δεν τις τσιγκουνεύεται. Ποτέ δεν τις αρνείται. Αντιθέτως, τις κάνει τατουάζ στο δέρμα του για να μην προδοθεί από κάποια παράλειψη. Το βιβλίο του διαθέτει μια πρωτόγνωρη δύναμη».
ΚΑΡΛΟΣ ΣΑΛΕΜ
«Βραβευμένος συγγραφέας τα πρωινά, καθαριστής του μετρό τις νύχτες. Ενας εργάτης της λογοτεχνίας που κάθε τόσο βάζει άλλη στολή, αυτή του επιτυχημένου μυθιστοριογράφου».
El País
«Η λογοτεχνική αποκάλυψη της Αργεντινής».
The Wall Street Journal
Α/ Αυτοί που ανήκουν στον αυτοκράτορα
Ο κύριος Μάτσι γέρνει πίσω στη ράχη της
πολυθρόνας, βυθίζει το χέρι στην ξανθιά γυναικεία χαίτη που κουνιέται
ρυθμικά ανάμεσα στα πόδια του και κλείνει τα μάτια. Οι πρώτες πρωινές
αχτίδες του ήλιου φιλτράρονται από το τζάμι, σχηματίζοντας πάνω στο
γραφείο ένα φωτεινό τρίγωνο που καθώς προχωρά φωτίζει τη μολυβοθήκη, δυο
μισοάδεια ποτήρια, τη μινιατούρα της Ντοτζ του Φοντανίτα, το
παλιομοδίτικο τηλέφωνο, το ανοιχτό σκονάκι, το βουναλάκι της κόκας, την
πιστωτική κάρτα με τις ξεφτισμένες άκρες και το παραγεμισμένο
σταχτοδοχείο, για να απλωθεί έπειτα στην κορνίζα με την οικογενειακή
φωτογραφία, όπου ο κύριος Μάτσι, δέκα χρόνια νεότερος, χαμογελά μαζί με
τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του σε μια μεσογειακή ακτή. Τη στιγμή
που το φωτεινό τρίγωνο αγγίζει την ξανθιά χαίτη, οι κινήσεις της χάνουν
το ρυθμό τους και συνοδεύουν το λαχάνιασμα του κυρίου Μάτσι, που αρπάζει
με το δάχτυλά του τα ξανθά τσουλούφια και διαλαλεί τον οργασμό του με
ένα μουγκρητό. Ύστερα σωριάζεται στην πολυθρόνα, χαλαρώνει τον κόμπο της
γραβάτας, βγάζει από το πρώτο συρτάρι έναν χρυσό Ντιπόν και ανάβει ένα
Μοντεκρίστο, όσο η γυναίκα φτιάχνει το μαλλί, σκουπίζει τις άκρες των
χειλιών και σνιφάρει μια γραμμή.
Τη στιγμή που το φωτεινό τρίγωνο αγγίζει την ξανθιά χαίτη, οι κινήσεις της χάνουν το ρυθμό τους και συνοδεύουν το λαχάνιασμα του κυρίου Μάτσι, που αρπάζει με το δάχτυλά του τα ξανθά τσουλούφια και διαλαλεί τον οργασμό του με ένα μουγκρητό.
«Θέλεις;» τον ρωτά.
Το πρόσωπό της είναι νέο, ελάχιστα γερασμένο, και κάτω από το αριστερό της μάτι τρέχει το ρίμελ, δίνοντάς της έναν αέρα ατημελησίας, εγκατάλειψης, απελπισίας.
Ο κύριος Μάτσι συλλογίζεται το πρόβλημα της καρδιάς του, το μπλε χαπάκι που πήρε ούτε μια ώρα πριν και που εγγυάται πως το φύλο του, ακόμα σηκωμένο, θα αποτραβηχτεί αργά και υπεροπτικά.
«Μπα, όχι», απαντά με τον καπνό του πούρου στο στόμα και αμέσως μετά τον ελευθερώνει μέσα στο τρίγωνο του φωτός που ολοένα μεγαλώνει, για να σχεδιάσουν μαζί –φως και καπνός– φιγούρες στον αέρα, που κανείς δεν κοιτά.
Η νεαρή γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά τραβάει λαίμαργα μια, δυο, τρεις μυτιές και βρίζει, ικανοποιημένη, για την ποιότητα της κόκας, για την καλή της τύχη, για το τρίγωνο του φωτός που αναγγέλλει άλλη μια όμορφη μέρα –ανάθεμα!– και για τη γεύση του σπέρματος του κυρίου Μάτσι στο στόμα.
«Φεύγω, Λουίς...» λέει.
«Κλείσε την πόρτα. Εγώ θα μείνω λίγο ακόμα. Πες στον Εδουάρδο και τον Περέιρα να φροντίσουν να είναι όλοι από νωρίς απόψε, έτσι; Και θυμήσου ότι έρχονται οι Μεξικάνοι...»
«Ησύχασε, θα τα κανονίσω όλα. Τα λέμε το βράδυ, αγάπη», τον αποχαιρετά η γυναίκα με ένα φιλί στο λαιμό.
Ο κύριος Μάτσι αφήνεται στο φιλί της παίζοντας με τον καπνό του Μοντεκρίστο, λες και εκείνη δεν είναι πια εκεί, λες και, αφού είναι πια άδειος από επιθυμία, εκείνο το κορίτσι με το ξανθό μαλλί και την άπληστη μύτη δεν είναι πλέον παρά μια ενόχληση. Ύστερα, όταν εκείνη απομακρύνεται προς την πόρτα λικνίζοντας τους γοφούς της μέσα στην πράσινη φούστα, το βλέμμα του καρφώνεται στον κώλο της.
Αύριο θα της τον ξεσκίσω, σκέφτεται.
Μόλις μένει μόνος, πάει στο μπάνιο και κοιτάζεται στον καθρέφτη.
Εκεί ο κύριος Μάτσι αντικρίζει την επιτυχία.
Τι είναι η επιτυχία γι' αυτόν;
Χαμογελά στο είδωλό του και σκέφτεται πως αυτός είναι η επιτυχία.
Επιτυχία είναι ένα ξανθό πιπίνι να σου γλείφει τον πούτσο, Λουισίτο, σκέφτεται, χαμογελώντας στον καθρέφτη. Επιτυχία είναι το άρωμα ενός Μοντεκρίστο, το μπλε χαπάκι και δέκα εκατομμύρια δολάρια στην τράπεζα.
Ανάβει πάλι το πούρο που τον περιμένει στο τασάκι του γραφείου και σχηματίζει ένα νούμερο στο καντράν του παλιομοδίτικου τηλεφώνου. Το φωτεινό τρίγωνο έχει κυριέψει το χώρο, αναγγέλλοντας για τα καλά την έλευση της μέρας.
«Εμπρός», απαντά η νυσταγμένη, ομιχλώδης φωνή της γυναίκας, σέρνοντας το «ο».
«Γεια, τελειώνω και ξεκινώ για το σπίτι».
«Τελειώνεις;» κοροϊδεύει τώρα η γυναίκα με διάθεση για καβγά. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου να μου τηλεφωνείς – πλύθηκες, τουλάχιστον;»
«Μη μου σπας τα αρχίδια, Μίρτα, έτσι; Ετοίμασε κάτι για πρωινό, σε μια ώρα περίπου θα είμαι εκεί», ανταπαντά ο κύριος Μάτσι, μάλλον βαργεστημένος παρά θυμωμένος.
«Εντάξει, θα πω στην Ερμίνια να σου ετοιμάσει κάτι, αν θες», λέει και αμέσως η φωνή της γυναίκας γεμίζει χαιρεκακία. «Ή μήπως προτιμάς την Γκλάντις...»
«Α, μην αρχίζεις πάλι!» γρυλίζει ο κύριος Μάτσι και ταυτόχρονα αναρωτιέται, τραβώντας άλλη μια τζούρα από το πούρο του, γιατί δεν κράτησε εκεί την πιτσιρίκα με το ξανθό μαλλί και την πράσινη φούστα για να της ξεσκίσει για τα καλά τον κώλο, αφού το χαπάκι, καθώς φαίνεται, κάνει ακόμα τη δουλειά του.
«Και σε τι οφείλω την τιμή να πάρω πρωινό μαζί σου, αν επιτρέπεται;»
Η υπνηλία έχει χαθεί από τη φωνή της γυναίκας και ο εκνευρισμός κερδίζει έδαφος σε κάθε της λέξη. Μπορεί κανείς να νιώσει το οργισμένο τρέμουλο των «σίγμα», ειπωμένων με έναν φιδίσιο συριγμό.
«Είναι το σπίτι μου ή όχι;» απαντά ο κύριος Μάτσι που νιώθει να χάνει την υπομονή του. «Είσαι ή όχι η γυναίκα μου; Ε, λοιπόν, φτιάξε κάτι νόστιμο, άντε... Σε μια ώρα περίπου φτάνω σπίτι».
Κλείνει το ακουστικό.
Σπασαρχίδω! σκέφτεται.
Παρά το μπλε χαπάκι και την καρδιά του, αποφασίζει, πριν ξεκινήσει, να ρουφήξει μια γραμμή.
Το πρόσωπό της είναι νέο, ελάχιστα γερασμένο, και κάτω από το αριστερό της μάτι τρέχει το ρίμελ, δίνοντάς της έναν αέρα ατημελησίας, εγκατάλειψης, απελπισίας.
Ο κύριος Μάτσι συλλογίζεται το πρόβλημα της καρδιάς του, το μπλε χαπάκι που πήρε ούτε μια ώρα πριν και που εγγυάται πως το φύλο του, ακόμα σηκωμένο, θα αποτραβηχτεί αργά και υπεροπτικά.
«Μπα, όχι», απαντά με τον καπνό του πούρου στο στόμα και αμέσως μετά τον ελευθερώνει μέσα στο τρίγωνο του φωτός που ολοένα μεγαλώνει, για να σχεδιάσουν μαζί –φως και καπνός– φιγούρες στον αέρα, που κανείς δεν κοιτά.
Η νεαρή γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά τραβάει λαίμαργα μια, δυο, τρεις μυτιές και βρίζει, ικανοποιημένη, για την ποιότητα της κόκας, για την καλή της τύχη, για το τρίγωνο του φωτός που αναγγέλλει άλλη μια όμορφη μέρα –ανάθεμα!– και για τη γεύση του σπέρματος του κυρίου Μάτσι στο στόμα.
«Φεύγω, Λουίς...» λέει.
«Κλείσε την πόρτα. Εγώ θα μείνω λίγο ακόμα. Πες στον Εδουάρδο και τον Περέιρα να φροντίσουν να είναι όλοι από νωρίς απόψε, έτσι; Και θυμήσου ότι έρχονται οι Μεξικάνοι...»
«Ησύχασε, θα τα κανονίσω όλα. Τα λέμε το βράδυ, αγάπη», τον αποχαιρετά η γυναίκα με ένα φιλί στο λαιμό.
Ο κύριος Μάτσι αφήνεται στο φιλί της παίζοντας με τον καπνό του Μοντεκρίστο, λες και εκείνη δεν είναι πια εκεί, λες και, αφού είναι πια άδειος από επιθυμία, εκείνο το κορίτσι με το ξανθό μαλλί και την άπληστη μύτη δεν είναι πλέον παρά μια ενόχληση. Ύστερα, όταν εκείνη απομακρύνεται προς την πόρτα λικνίζοντας τους γοφούς της μέσα στην πράσινη φούστα, το βλέμμα του καρφώνεται στον κώλο της.
Αύριο θα της τον ξεσκίσω, σκέφτεται.
Μόλις μένει μόνος, πάει στο μπάνιο και κοιτάζεται στον καθρέφτη.
Εκεί ο κύριος Μάτσι αντικρίζει την επιτυχία.
Τι είναι η επιτυχία γι' αυτόν;
Χαμογελά στο είδωλό του και σκέφτεται πως αυτός είναι η επιτυχία.
Επιτυχία είναι ένα ξανθό πιπίνι να σου γλείφει τον πούτσο, Λουισίτο, σκέφτεται, χαμογελώντας στον καθρέφτη. Επιτυχία είναι το άρωμα ενός Μοντεκρίστο, το μπλε χαπάκι και δέκα εκατομμύρια δολάρια στην τράπεζα.
Ανάβει πάλι το πούρο που τον περιμένει στο τασάκι του γραφείου και σχηματίζει ένα νούμερο στο καντράν του παλιομοδίτικου τηλεφώνου. Το φωτεινό τρίγωνο έχει κυριέψει το χώρο, αναγγέλλοντας για τα καλά την έλευση της μέρας.
«Εμπρός», απαντά η νυσταγμένη, ομιχλώδης φωνή της γυναίκας, σέρνοντας το «ο».
«Γεια, τελειώνω και ξεκινώ για το σπίτι».
«Τελειώνεις;» κοροϊδεύει τώρα η γυναίκα με διάθεση για καβγά. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου να μου τηλεφωνείς – πλύθηκες, τουλάχιστον;»
«Μη μου σπας τα αρχίδια, Μίρτα, έτσι; Ετοίμασε κάτι για πρωινό, σε μια ώρα περίπου θα είμαι εκεί», ανταπαντά ο κύριος Μάτσι, μάλλον βαργεστημένος παρά θυμωμένος.
«Εντάξει, θα πω στην Ερμίνια να σου ετοιμάσει κάτι, αν θες», λέει και αμέσως η φωνή της γυναίκας γεμίζει χαιρεκακία. «Ή μήπως προτιμάς την Γκλάντις...»
«Α, μην αρχίζεις πάλι!» γρυλίζει ο κύριος Μάτσι και ταυτόχρονα αναρωτιέται, τραβώντας άλλη μια τζούρα από το πούρο του, γιατί δεν κράτησε εκεί την πιτσιρίκα με το ξανθό μαλλί και την πράσινη φούστα για να της ξεσκίσει για τα καλά τον κώλο, αφού το χαπάκι, καθώς φαίνεται, κάνει ακόμα τη δουλειά του.
«Και σε τι οφείλω την τιμή να πάρω πρωινό μαζί σου, αν επιτρέπεται;»
Η υπνηλία έχει χαθεί από τη φωνή της γυναίκας και ο εκνευρισμός κερδίζει έδαφος σε κάθε της λέξη. Μπορεί κανείς να νιώσει το οργισμένο τρέμουλο των «σίγμα», ειπωμένων με έναν φιδίσιο συριγμό.
«Είναι το σπίτι μου ή όχι;» απαντά ο κύριος Μάτσι που νιώθει να χάνει την υπομονή του. «Είσαι ή όχι η γυναίκα μου; Ε, λοιπόν, φτιάξε κάτι νόστιμο, άντε... Σε μια ώρα περίπου φτάνω σπίτι».
Κλείνει το ακουστικό.
Σπασαρχίδω! σκέφτεται.
Παρά το μπλε χαπάκι και την καρδιά του, αποφασίζει, πριν ξεκινήσει, να ρουφήξει μια γραμμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου