Η παράξενη ομορφιά της Φυσικής
Στις 24 Μαΐου άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του, στη Σάντα Φε της Καλιφόρνιας, ο Μάρεϊ Γκελ-Μαν*, μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της Φυσικής στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Ο Μάρεϊ Γκελ-Μαν γεννήθηκε τη 15η Σεπτεμβρίου του 1929 στη Νέα Υόρκη, από Εβραίους γονείς που είχαν μεταναστεύσει από την Αυστροουγγαρία. Στα παιδικά του χρόνια η οικογένειά του αντιμετώπισε οικονομική στενότητα, καθώς η Αμερική περνούσε τα δύσκολα χρόνια της Μεγάλης Υφεσης. Από πολύ νωρίς έδωσε δείγματα οξύνοιας και τεράστιου εύρους ενδιαφερόντων. Τελείωσε το λύκειο σε ηλικία μόλις 14 ετών και σκεφτόταν να ασχοληθεί με την αρχαιολογία. Ο πατέρας του τον αποθάρρυνε, λέγοντάς του ότι θα πεινάσει, και τον παρότρυνε να γίνει μηχανικός. Τελικά διάλεξε τη Φυσική ως συμβιβαστική λύση. Αφού σπούδασε στο Γέιλ, απέκτησε διδακτορικό από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Mασαχουσέτης μόλις στα 21 του χρόνια.
Αν και το ταλέντο του στις θετικές επιστήμες προμήνυε λαμπρή καριέρα, ο Γκελ-Μαν δεν κλείστηκε ποτέ στους στενούς τοίχους της ειδικότητάς του. Εμαθε αρκετές γλώσσες –εκφώνησε στα σουηδικά την ομιλία του για την αποδοχή του βραβείου Νομπέλ, στη Στοκχόλμη– και κατέπλησσε τους συνομιλητές του με τις γνώσεις του γύρω από την παλιά του αγάπη, την αρχαιολογία, τους ανατολικούς πολιτισμούς, τη γλωσσολογία και την ορνιθολογία. Ανέπτυξε ταλέντο στο να βαφτίζει τις επιστημονικές του επινοήσεις με λέξεις δανεισμένες από τη λογοτεχνία, που καρφώνονται στο μυαλό των μη ειδικών. Το 1953 εισηγήθηκε, μαζί με Ιάπωνες ερευνητές, έναν καινούργιο κβαντικό αριθμό για να ερμηνεύσει την αλλόκοτη συμπεριφορά ορισμένων σωματιδίων και τον βάφτισε «παραδοξότητα», εμπνευσμένος από τον Βάκωνα, που έγραψε ότι «δεν υπάρχει εξαιρετική ομορφιά χωρίς την ανάλογη παραδοξότητα».
Αργότερα, κατάφερε να βάλει τάξη σε αυτό που οι φυσικοί της εποχής του αποκαλούσαν «ζωολογικό κήπο των στοιχειωδών σωματιδίων». Για την πρώτη γενιά της Κβαντικής Φυσικής (Αϊνστάιν, Σρέντιγκερ, Χάιζενμπεργκ, Ντιράκ, Μπορ κ.ά.) ο μικρόκοσμος ήταν αρκετά απλός: τα πρωτόνια και τα νετρόνια συγκροτούν πυρήνες και αυτοί σχηματίζουν, μαζί τα ηλεκτρόνια, τα άτομα. Ωστόσο στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 αστρονομικές παρατηρήσεις και πειράματα σε επιταχυντές υψηλών ενεργειών φανέρωσαν την ύπαρξη σωρείας νέων σωματιδίων.
Ο Γκελ-Μαν κατάφερε να βάλει τάξη στο φαινομενικό χάος, ανακαλύπτοντας κρυφές συμμετρίες και ταξινομώντας τον «ζωολογικό κήπο» του σε ομάδες των οκτώ ή των δέκα σωματιδίων. Το επίτευγμά του παραλληλίστηκε με εκείνο του Ρώσου χημικού Ντμίτρι Μεντελέγεφ, που είχε ταξινομήσει τα άτομα με τον περίφημο Περιοδικό Πίνακα. Αν και άθεος, ο Γκελ-Μαν βάφτισε το μοντέλο του «Ο οκταπλός δρόμος», εμπνευσμένος από το «Ευγενές Οκταπλό Μονοπάτι» του Βούδα προς την πνευματική τελείωση. Κάτι ανάλογο έκανε όταν ανακάλυψε, μαζί με άλλους ερευνητές, ότι τα αδρόνια, που θεωρούνταν μέχρι τότε «στοιχειώδη» σωματίδια, στην πραγματικότητα ήταν συνδυασμοί άλλων, περισσότερο «στοιχειωδών» οντοτήτων, με παράξενες ιδιότητες. Βάφτισε τα πνευματικά του παιδιά «κουάρκ» δανειζόμενος τον όρο από μια αινιγματική αποστροφή του Τζέιμς Τζόις στο έργο του «Το νυχτέρι του Φίνεγκαν» (Three quarks for Muster Mark).
Πολλοί συγκρίνουν τον Γκελ-Μαν με μια άλλη φυσιογνωμία της Φυσικής του εικοστού αιώνα, τον Ρίτσαρντ Φάινμαμ (1918-1988)**. Και οι δύο ήταν Αμερικανοεβραίοι που μεγάλωσαν στη Νέα Υόρκη και εργάστηκαν σε παρεμφερή ερευνητικά πεδία. Από πλευράς ταμπεραμέντου, όμως, ήταν «η μέρα με τη νύχτα». Ο Γκελ-Μαν πήγαινε πάντα στο πανεπιστήμιο με κοστούμι και γραβάτα, ενώ δεν ήταν καθόλου εύκολος άνθρωπος στις κοινωνικές του σχέσεις, αντίθετα είχε συχνά τον τρόπο του να γίνεται εριστικός και δυσάρεστος. Αντίθετα, ο Φάινμαν, με το πηγαίο χιούμορ του, είχε προφίλ μπίτνικ που εμφανίζεται στο αμφιθέατρο χωρίς γραβάτα, γοητεύει με το παιδαγωγικό του δαιμόνιο, παίζει κρουστά, χορεύει σάμπα, δοκιμάζει μαριχουάνα, έχει φήμη ερωτύλου – πράγματα που δεν τον εμπόδισαν να συμμετάσχει στο Μανχάταν Πρότζεκτ για την κατασκευή της ατομικής βόμβας, ούτε να κερδίσει το βραβείο Νομπέλ, τέσσερα χρόνια πριν από τον Γκελ-Μαν.
Οι δύο ερευνητές διασταυρώθηκαν το 1957 στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας, στην Πασαντίνα. Παρά την αρνητική χημεία των χαρακτήρων τους, αντάλλασσαν επί ώρες απόψεις για τα κοινά τους ενδιαφέροντα. Το γυαλί ράγισε όταν ο Γκελ-Μαν άκουσε τον Φάινμαν να αφηγείται όλος χαρά το τελευταίο του ερευνητικό επίτευγμα, που είχε ήδη στείλει για δημοσίευση – μια ερμηνεία της λεγόμενης «ασθενούς πυρηνικής δύναμης», που ευθύνεται για τη διάσπαση των ραδιενεργών πυρήνων. Ο Γκελ-Μαν δούλευε πάνω στο ίδιο θέμα και είχε καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα, αλλά δεν είχε προλάβει να τα γράψει. Για να μην του χαρίσει τη δόξα, βάλθηκε να γράφει πυρετωδώς για να στείλει κι αυτός το δικό του άρθρο. Υστερα από πιεστική παρέμβαση της διοίκησης –θα ήταν σκάνδαλο δύο ερευνητές του ίδιου ιδρύματος να ανταγωνίζονται για την ίδια ανακάλυψη–, οι άσπονδοι φίλοι υποχρεώθηκαν να γράψουν το άρθρο από κοινού.
Η υπόθεση είχε συνέχεια τρεις δεκαετίες αργότερα. Ο Φάινμαν ήταν τότε η πλέον αναγνωρίσιμη προσωπικότητα από τον χώρο της Φυσικής και το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Σίγουρα θα αστειεύεστε, κ. Φάινμαν» είχε γίνει παγκόσμιο μπεστ σέλερ. Στην αφήγηση της ανακάλυψης του 1957, ο Φάινμαν αγνόησε τελείως τον Γκελ-Μαν, ο οποίος τον απείλησε με μήνυση και τον υποχρέωσε να ανασκευάσει. Αλλά η δόξα του Φάινμαν του χαλούσε τον ύπνο. Έχοντας στραφεί από τα στοιχειώδη σωμάτια στη μελέτη του χάους και της πολυπλοκότητας, ο Γκελ-Μαν έγραψε το δικό του βιβλίο εκλαϊκευμένης Φυσικής με τίτλο «Το κουάρκ και το τζάγκουαρ», που είχε μόνο μέτρια επιτυχία. Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς τι θα είχε κερδίσει η Φυσική αν αυτά τα δύο ισχυρά Εγώ, αντί να συγκρουστούν, είχαν συνδυάσει τις μοναδικές τους ικανότητες. Γεγονός είναι ότι άφησαν πίσω τους το παράδειγμα της πολύπλευρης, Αναγεννησιακής προσωπικότητας μέσα στον εικοστό αιώνα και την υπόμνηση ότι στη σύγχρονη εποχή η επιστήμη είναι όσο ποτέ άλλοτε ομαδικό παιχνίδι.
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου