Τετάρτη, Μαΐου 09, 2018


Από το τρίχαπτον στη δειχναλεύρω

Συντάκτης:  Τάσος Κωστόπουλος


«Εις Λεξικόν μάλιστα ή εις άλλο τι χρησιμεύει το σπεύδε βραδέως»
Αδαμάντιος Κοραής
Ο γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζηδάκις (1848-1941), πατέρας του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής 
  Ο γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζηδάκις (1848-1941), πατέρας του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής |  
 Tα μεγάλα έργα παίρνουν πολύ χρόνο. Τη Δευτέρα 23 Απριλίου, στις 5.30 μ.μ., στο κτίριο της Ακαδημίας Αθηνών (Πανεπιστημίου και Σίνα) θα γίνει η επίσημη παρουσίαση του νέου (θεωρητικά έκτου αλλά στην πραγματικότητα όγδοου) τόμου του «Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής», τη σύνταξη του οποίου έχει αναλάβει εδώ και έναν αιώνα το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας.
Παρουσίαση που πήρε σχεδόν ενάμιση χρόνο προετοιμασίας, καθώς ο εν λόγω τόμος κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2016.
Εκτός από την αρχισυντάκτρια του τόμου, Χριστίνα Μπασέα-Μπεζαντάκου, και τους υπόλοιπους συντάκτες του, στην εκδήλωση θα μιλήσουν επίσης οι καθηγητές Εριχ Τραπ («Λεξικό του Βυζαντινού Ελληνισμού» της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών), Ιωάννης Καζάζης («Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669», Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας) και Χριστόφορος Χαραλαμπάκης («Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας» της Ακαδημίας Αθηνών).
Η δημοσίευση της είδησης ίσως να ξενίσει τον αναγνώστη, που κατά πάσα πιθανότητα δεν αγνοεί πως η έκφραση «Λεξικό της Ακαδημίας» αποτελεί εδώ και πολλές δεκαετίες το πιο σύντομο επιστημονικό ανέκδοτο στον τόπο μας −μάλλον λογικά, αφού η σύνταξη του επίμαχου έργου ξεκίνησε πριν από 110 ολόκληρα χρόνια και βρισκόμαστε μόλις στο λήμμα «διάλεκτος».
Υπάρχουν ωστόσο δύο σοβαροί λόγοι για να σταθούμε σήμερα σ’ αυτήν την εξέλιξη.
Ο πρώτος είναι πως ο παρουσιαζόμενος τόμος συνιστά από πολλές απόψεις μια σημαδιακή καινοτομία στη ροή του όλου έργου· το εξηγεί αναλυτικά στη βιβλιοπαρουσίαση που ακολουθεί ο καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, Γιώργος Ξυδόπουλος.
Ο δεύτερος λόγος που η έκδοση τράβηξε το ενδιαφέρον μας, είναι αυτό καθαυτό το εγχείρημα της σύνταξης του Ιστορικού Λεξικού.
Εγχείρημα κομβικό όχι μόνο για τον ελληνικό αλλά και για κάθε ευρωπαϊκό εθνικισμό των δύο τελευταίων αιώνων, αποκαλυπτικό για τις αντιφάσεις της ζωντανής πραγματικότητας που καθένας απ’ αυτούς κλήθηκε να διαχειριστεί και να συγκαλύψει, αλλά και για τον βαθμό ανταπόκρισης των εκφραστών του στις συνακόλουθες προκλήσεις.
Μ’ άλλα λόγια, η ιστορία του Λεξικού αποδεικνύεται εξίσου διαφωτιστική με το περιεχόμενό του όσον αφορά τη διαδικασία συγκρότησης του σημερινού ελληνικού έθνους.
Ας δούμε αναλυτικά το πώς και το γιατί.

Το ευρωπαϊκό υπόδειγμα

Σε αντίθεση με τα χρηστικά λεξικά που κυκλοφορούν κατά κανόνα στο εμπόριο και αποτυπώνουν μια γλώσσα στη συγχρονία της σύνταξής τους, ένα Ιστορικό Λεξικό ενδιαφέρεται κυρίως για την καταγραφή της εξέλιξης των λέξεων μιας γλώσσας στην πορεία του χρόνου: πότε αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά και ποιες σημασίες άλλαξε καθ’ οδόν.
Δεν πρόκειται για ελληνική εφεύρεση, αλλά για τον παλιότερο λεξικογραφικό κλάδο που καλλιεργήθηκε στην Ευρώπη.
Οι απαρχές του εντοπίζονται τον 17ο αιώνα, όταν κυριάρχησε για πρώτη φορά η θεωρία πως η «ορθή» έννοια μιας λέξης ταυτίζεται με την «πρωταρχική» της.
Το πρώτο σχετικό εγχείρημα, το ιταλικό «Vocabolario» της Ακαδημίας Κρούσκα (1612) ανέλαβε έτσι να επιβάλει ως ιταλική γλώσσα τη φλωρεντιανή διάλεκτο του 14ου αι., ενώ εξίσου συντηρητικά υπήρξαν και τα αντίστοιχα προϊόντα των νεοσύστατων Ακαδημιών της Ισπανίας (1626) και της Γαλλίας (1640).
Στη σύγχρονη μορφή του, το φαινόμενο συνδέθηκε ωστόσο άρρηκτα με τη διαδικασία της εθνικής συγκρότησης στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, όταν η κατασκευή και στήριξη των εθνικών ταυτοτήτων βιώθηκε ως συλλογική επιστροφή στις ρίζες.
Τα βασικά έργα αναφοράς, που λειτούργησαν και ως πρότυπα για το ελληνικό Λεξικό, υπήρξαν πολύτομα δημιουργήματα και για την κατάρτισή τους χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες:
  Το «Γερμανικό Λεξικό» (Deutsches Wörterbuch) δρομολογήθηκε το 1838 με πρωτοβουλία των αδερφών Γκριμ. Ο πρώτος τόμος του κυκλοφόρησε το 1854, ο δε τελευταίος (32ος) το 1961. Στο μεσοδιάστημα, το έργο πέρασε στην αρμοδιότητα της Πρωσικής Ακαδημίας (1908) κι εν συνεχεία της Ανατολικογερμανικής (1949).
  Το «Λεξικό της Ολλανδικής Γλώσσας» (Woordenboek der Nederlandshe Taal) περιλαμβάνει 43 τόμους, δρομολογήθηκε το 1849 και για να ολοκληρωθεί χρειάστηκε 134 χρόνια (1864-1998).
  Το αντίστοιχο αγγλικό Λεξικό δρομολογήθηκε με πρωτοβουλία μιας ιδιωτικής «Φιλολογικής Εταιρείας» το 1858 κι άρχισε να κυκλοφορεί ως άδετα φυλλάδια το 1884· το 1888 δέθηκε ο πρώτος τόμος του κι ολοκληρώθηκε με τον τόμο 10/2 το 1928. Το 1933 επανεκδόθηκε σε 13 τόμους και πήρε τη σημερινή του ονομασία (Oxford English Dictionary).
Οι παραπάνω διαδικασίες βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη, όταν η μικρή αλλά φιλόδοξη Ελλάδα της Μελούνας μπήκε κι αυτή στον χορό.
Το σκεπτικό ήταν απλό: όπως διαβάζουμε στον πρόλογο του πρώτου τόμου, που κυκλοφόρησε το 1933, «έπρεπε και οι Ελληνες, καθώς πάντα τα πολιτισμένα έθνη, να αποκτήσουν το πρώτον βιβλίον των, το λεξικόν της υπ’ αυτών ομιλουμένης γλώσσης».

Μια μεγάλη ιδέα

Αν οι Ευρωπαίοι έψαχναν απλώς τις ρίζες τους, προσπαθώντας να προσαρμόσουν σ’ αυτές την καθομιλούμενη γλώσσα και την τρέχουσα φιλολογία τους, οι Ελληνες των αρχών του εικοστού αιώνα εξακολουθούσαν να πολεμούν με το φάντασμα του Φαλμεράιερ.
Οταν το 1908 συστήθηκε με βασιλικό διάταγμα μια επιτροπή αρμόδια για την «σύνταξιν και έκδοσιν Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης», ο υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Σπυρίδων Στάης φρόντισε στην εισαγωγική έκθεσή του να ξεκαθαρίσει πως η διαχρονική και γεωγραφική συνέχεια της ελληνικής γλώσσας χρησίμευε πρωτίστως ως απόδειξη της συνέχειας του έθνους:
«Των πολλών και σπουδαίων χαρακτηριστικών των αρχαίων Ελλήνων ουδέν διεσώθη ημίν μέχρι σήμερον ούτω σαφές και ανεντίλεκτον όσον η Ελληνική γλώσσα. Πάντες άρα ημείς οφείλομεν να μελετώμεν αυτήν από της πρώτης αυτής εμφανίσεως εν τη ιστορία μέχρι σήμερον, ίνα ούτω καταστή πάσι σαφές και ανεπίδεκτον αντιρρήσεως, ου μόνον ότι συνεχώς και αδιακόπως κατά πάντας τους αιώνας διεσώζετο και ελαλείτο και μετ’ αυτής το λαλούν αυτήν Ελληνικόν έθνος, αλλά και ότι πάσαι αι μεταβολαί και αλλοιώσεις, όσας ο μακρός χρόνος επήνεγκεν επ’ αυτήν, δεν ελέγχουσι διαφθοράν και εκβαρβάρωσιν αυτής, αλλ’ εξέλιξιν φυσικήν και αναγκαίαν» (ΦΕΚ 1908/Α/280, σ. 1181).
Στο κείμενο του διατάγματος, το μελλοντικό Λεξικό περιγράφεται σαν «μνημείον εξεικονίζον την αθανασίαν της Ελληνικής και την αδιάσπαστον ενότητα του Ελληνικού Εθνους», διευκρινίζεται δε ότι θα περιλάμβανε κάθε μορφή ελληνικής γλώσσας, «από της πρώτης αυτής εμφανίσεως μέχρι του νυν» (§1).
Εργο της αρμόδιας Επιτροπής ήταν ο καθορισμός της μεθοδολογίας που θα ακολουθούνταν για τη σύνταξη του λεξικού, ο εντοπισμός της αναγκαίας βιβλιογραφίας και η προκήρυξη διαγωνισμών για τη συλλογή του απαραίτητου υλικού από τις ομιλούμενες διαλέκτους (§5)· τα αναγκαία κονδύλια θα διασφαλίζονταν μέσω του Πανεπιστημίου (§9), στο οποίο παρεχόταν γι’ αυτό τον σκοπό ετήσια πρόσοδος 10.000 δρχ. από κάποιο κληροδότημα, συν οι αναγκαίες πιστώσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό (§10).
Εδρα του σώματος θα αποτελούσε είτε το κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης είτε αυτό της Ακαδημίας, υπήρχε δε ρητή πρόβλεψη για αυξημένα μέτρα ασφαλείας του πολύτιμου υλικού: «πάσα η προς τύπωσιν παρασκευασθείσα εργασία» έπρεπε να φυλάγεται σε ειδικό πυρίμαχο κιβώτιο, κλειδιά του οποίου θα κατείχαν μόνο ο πρόεδρος της Επιτροπής και ο υπουργός Παιδείας (§11).
Πρώτος πρόεδρος της Επιτροπής ορίστηκε ο Κωνσταντίνος Κόντος, αντιπρόεδρος ο Γεώργιος Χατζηδάκις και γραμματέας ο Σίμος Μενάρδος.
Μετά τον θάνατο του Κόντου (1909) τη θέση του πήρε ο δικηγόρος και πολιτικός Στέφανος Δραγούμης, για να τον διαδεχτεί το 1912 ο Χατζηδάκις.
Γερμανοσπουδαγμένος και κάτοχος από το 1885 της έδρας της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο τελευταίος υπήρξε ο πραγματικός πατέρας του όλου έργου.
Πολύ γρήγορα, ο δονκιχωτικός χαρακτήρας του εγχειρήματος έγινε πλήρως αντιληπτός.
Ηδη από την πρώτη έκθεσή της (27/1/1910), η Επιτροπή εισηγήθηκε για πρακτικούς και οικονομικούς λόγους τον «προσωρινό» περιορισμό του χρονικού εύρους του λεξικού στην «λαλουμένην σύγχρονον Ελληνικήν», τόσο στην «κοινή» μορφή της όσο και στα επιμέρους «ιδιώματά» της, από το 1800 και εξής, με αναδρομική εξέταση των διαθέσιμων γλωσσικών κειμένων «μέχρι του 16ου αιώνος» (Παπαδόπουλος 1933, σ. ι').
Το θεώρημα της ενότητας «όλης της Ελληνικής γλώσσης, γραπτής και λαλουμένης, αρχαίας, μέσης και νεωτέρας», η οποία «πρέπει να συνεξετάζεται χωρίς να παρεμβάλλεται ουδέν ούτε χρονικόν ούτε τοπικόν όριον», δεν εγκαταλείφθηκε φυσικά, όπως πιστοποιούν οι σχετικές διακηρύξεις στον πρόλογο του πρώτου τόμου (όπ.π., σ. η'), αλλά και η επίσημη ονομασία της σειράς: «Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης. Α'. Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας Ελληνικής, της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων». Αυτό που άλλαξε ήταν η μεθοδολογία.
Το ζητούμενο, η τεκμηρίωση δηλαδή της ιστορικής συνέχειας μεταξύ αρχαίων και σημερινών Ελλήνων, θα επιτυγχανόταν μέσω της μελέτης των ζωντανών διαλέκτων.
Η στρατηγική αυτή εξηγεί και τη σημαντικότερη διαφορά του ελληνικού από τα ομοειδή ευρωπαϊκά Ιστορικά Λεξικά: ενώ αυτά τα τελευταία είχαν ως κανονιστική λειτουργία την παραγωγή ενός ενιαίου γλωσσικού υποδείγματος καθομιλουμένης, και ως εκ τούτου φρόντιζαν να εξοβελίσουν τις επιμέρους διαλέκτους που διασπούσαν την εθνική ενότητα, ο Χατζηδάκις έθεσε τις τελευταίες στο επίκεντρο της λεξικογράφησης, επιφυλάσσοντας για την καθαρεύουσα τον ρόλο του ενιαίου εθνικού γλωσσικού οργάνου.
Από πρακτική άποψη, η συνέχιση του έργου διασφαλίστηκε το 1914 από την κυβέρνηση Βενιζέλου με τη θεσμική αναβάθμιση της Επιτροπής σε δημόσια υπηρεσία με μόνιμο προσωπικό διδακτόρων της Φιλολογίας σπουδαγμένων «εν τη Εσπερία» και σταθερή χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό (ΦΕΚ 1914/Α/89, Ν. 220, § 5, 9 & 13).
Ακολούθησε το 1927 η υπαγωγή της υπηρεσίας στη νεοσύστατη Ακαδημία Αθηνών, τμήμα της οποίας εξακολουθεί να αποτελεί μέχρι σήμερα (ΦΕΚ 1927/Α/42). Με το αρχικό συμβολικό ορόσημο της εκατονταετηρίδας της εθνεγερσίας (1921) να έχει προ πολλού ξεπεραστεί λόγω των ενδιάμεσων πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων, ο πρώτος τόμος του έργου θα δει τελικά το φως το 1933, καλύπτοντας ένα μέρος του πρώτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου (Α-ΑΜ).
Ο δεύτερος κυκλοφόρησε το 1939, ο τρίτος σε δύο δόσεις το 1941 και το 1942, ο τέταρτος σε δύο μέρη το 1953 και το 1980, ενώ ο πέμπτος επίσης σε δύο μέρη το 1984 και το 1989.
Οι ενδιάμεσες καθυστερήσεις δεν οφείλονταν μόνο στην Κατοχή και τον Εμφύλιο αλλά και σε επιπλέον παράγοντες, όπως πληροφορούμαστε στον πρόλογο του τόμου Δ2: αποδελτίωση νέου διαλεκτικού υλικού (με διπλασιασμό του συνολικού αποθέματος, από 3.000.000 σε 6.000.000 δελτία)· επεξεργασία νέων ορθογραφικών κανόνων το 1959-1963, «η εφαρμογή των οποίων ανέτρεψεν όχι μόνον την αλφαβητικήν σειράν των λέξεων, αι οποίαι είχον ήδη συνταχθή, αλλά και την ορθογραφίαν αυτών καθώς και την ορθογραφίαν των σχετικών διαλεκτικών εκφράσεων»· κυρίως όμως έλλειψη προσωπικού, καθώς οι συνταξιοδοτούμενοι ή αποχωρούντες συντάκτες δεν αναπληρώνονταν αυτόματα από νέους.
Για την έκδοση του έκτου τόμου χρειάστηκε, τέλος, να περάσουν άλλα 27 χρόνια και -το κυριότερο- να επανεξεταστούν οι δομικές αδυναμίες που καθιστούσαν πλέον απαρχαιωμένο το αρχικό σχέδιο.
Το 1990 το ΙΛΝΕ αναγνωρίστηκε ως ερευνητικό κέντρο, το 2003 μετονομάστηκε σε «Κέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων» και το 2011 απέκτησε νέο κανονισμό σύνταξης του Λεξικού, ώστε να ληφθούν υπόψη οι σύγχρονες τάσεις στον χώρο της ιστορικής και διαλεκτικής λεξικογραφίας.

Δείγματα ελληνικών διαλέκτων σε δημόσια θέα. Από επάνω αριστερά: παραδοσιακό γράφιτι στη Μυτιλήνη (2000), η τρίγλωσση επιγραφή της Μονής Κλεινοβού στην Καλαμπάκα (ΙΗ' αι.), συνοπτικό «λεξικό» σε μαγαζί της Κρήτης και δίγλωσση πινακίδα στο ΛεωνίδιοΜεθοδολογικές αντιφάσεις

Για τα δομικά προβλήματα των προηγούμενων τόμων του Ιστορικού Λεξικού, εξαιρετικά διαφωτιστική είναι η εισήγηση του καθηγητή Γλωσσολογίας Χριστόφορου Χαραλαμπάκη σε διεθνή ημερίδα που οργάνωσαν το 1997 στη Θεσσαλονίκη το ΥΠΕΠΘ και το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Τα ιδεολογικά προαπαιτούμενα του έργου, διαβάζουμε, παρήγαγαν μια «σημαντική μεθοδολογική αντίφαση»: το Λεξικό «να λημματοποιεί λέξεις των τελευταίων 200 χρόνων και να τις ερμηνεύει συχνά με άγνωστες ακόμη και στο ευρύ μορφωμένο κοινό λέξεις πολύ παλαιοτέρων περιόδων. Διερωτάται κανείς τι νόημα έχει η ερμηνεία του “γυναικά” στη σημασία “θηλυπρεπής” με τη λέξη “θηλυδρίας” την οποία συναντάμε σποραδικά στον Ηρόδοτο, τον Λουκιανό, τον σοφιστή Λιβάνιο και τον Νικήτα Χωνιάτη. Στο λήμμα “αθάνατος” (ΙΙ) πληροφορούμαστε ότι “εκ των ινών [της αγαύης] κατασκευάζονται τρίχαπτα και σχοινία”. Πόσοι άραγε γνωρίζουν τη λέξη “τρίχαπτον”;» (σ. 99).
Σε τελική ανάλυση, «αν στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ίσως ανεκτό να μεταφράζει κανείς το αγγούρι ως “σικυό” και τη βοσκοπούλα ως “ποιμενίδα”, τώρα, στα τέλη του αιώνα, η προσπάθεια ανεύρεσης ερμηνευμάτων νεοελληνικών λέξεων στην καθαρεύουσα, ή ακόμα και την αρχαΐζουσα, καθίσταται αυτόχρημα γελοία» (σ. 104).
Η εμμονή στην καθαρεύουσα θα διατηρηθεί πεισματικά και μετά την επίσημη καθιέρωση της δημοτικής ως μοναδικής γλώσσας της εκπαίδευσης (1976) και ως επίσημης γλώσσας της δημόσιας διοίκησης (1977).
«Κατά την σύνταξιν των άρθρων εισήχθησαν φραστικαί τινες απλοποιήσεις αι οποίαι συνάδουν περισσότερον προς το σημερινόν γλωσσικόν αίσθημα, ουδόλως όμως προδίδουν την εις καθαρεύουσαν γλώσσαν διατύπωσιν των λημμάτων», ξεκαθαρίζει χωρίς περιστροφές ο διευθυντής και αρχισυντάκτης του Λεξικού, Δημήτριος Κρεκούκιας, με ημερομηνία 28/12/1984 στον πρόλογο του τόμου Ε1.
Ενα δεύτερο, ακόμη σοβαρότερο πρόβλημα υπήρξε η συστηματική παράλειψη όσων λέξεων της νεοελληνικής καθομιλουμένης δεν ανήκουν σε διαλέκτους αλλά προέρχονται από μετεξέλιξη αρχικά λόγιων τύπων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα: στον πρώτο τόμο παρατίθεται (σ. 134) η λέξη «αγκάλη» ως διαλεκτικός τύπος της Καππαδοκίας, της Κρήτης, της Ερμούπολης, της Νάξου κ.ο.κ., με καταγραφή επίσης των παραλλαγών της στον Πόντο (αγκάλä, αγκάλε, εγκάλä), το Παγγαίο (αγκάλ’) ή την Ιμβρο (αgάλ’), όχι όμως και η λέξη «αγκαλιά» της κοινής νεοελληνικής!
Σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο, υπάρχει λήμμα «Αρβανίτης», όχι όμως και «Αλβανός», παρ' όλο που θεωρείται ταυτόσημη λέξη (τ. Γ΄, σ. 27).
Οι λόγοι αυτής της παράλειψης είναι προφανείς: τυχόν επισημοποίηση των λόγιων τύπων της καθομιλουμένης θα τίναζε στον αέρα το σχήμα του Χατζηδάκι, σύμφωνα με το οποίο μόνο η καθαρεύουσα ήταν σε θέση να ενοποιεί γλωσσικά τους Νεοέλληνες και να καλύπτει τις εκφραστικές ανάγκες μιας προηγμένης κοινωνίας.
Ως αποτέλεσμα αυτής της επιλογής, όπως επισημαίνει ο Χαραλαμπάκης, «το Ιστορικό Λεξικό στην ουσία ήταν και παραμένει λεξικό των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων» (σ. 100).
Πραγματικά μνημειώδη πτυχή του έργου αποτέλεσε, άλλωστε, η έγκαιρη διάσωση ενός πολύτιμου κι εξαιρετικά ογκώδους πρωτογενούς υλικού (1.385 χειρόγραφες συλλογές), με στοιχεία για τις ελληνικές διαλέκτους που αλλιώς θα είχαν χαθεί για πάντα.
Μια τελευταία μεθοδολογική ασυνέπεια, ορατή και στον γλωσσολογικά αμύητο αναγνώστη, είναι μια αυξανόμενη δόση αυτολογοκριτικής σεμνοτυφίας στο πέρασμα του χρόνου.
Εν έτει 1953, ο τόμος Δ1 αφιερώνει λ.χ. στο ρήμα «γαμώ» 10 σειρές όλες κι όλες (σ. 227), από τις οποίες οι 9½ αφορούν τη χρήση του αποκλειστικά και μόνο στα... Ποντιακά −προφανώς, επειδή εκεί διατηρεί (και) την αρχαία έννοια του «λαμβάνω γυναίκαν, νυμφεύομαι».
Η σαφής υποχώρηση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια πιστοποιείται από μια απλή σύγκριση: το 1941, ο τόμος Γ1 αφιέρωνε περίπου μιάμιση σελίδα στο λήμμα «αρχίδι» και σε 18 παράγωγά του (αρχιδαρειό, αρχίδαρος, αρχιδάτος, αρχιδολόγος, αρχιδοκούδουνο, αρχιδομάντρα, αρχιδόψειρα κ.ο.κ).
Θα διατηρηθεί δε ακόμη και σε μεταγενέστερα χρόνια, ενώ η ελληνική κοινωνία απέχει πια έτη φωτός από τον μετεμφυλιακό σκοταδισμό: ακόμη και η λέξη «γκαστρώνω» ή τα παράγωγά της αγνοούνται έτσι ολοκληρωτικά από τον τόμο του 1984!

Η ώρα του εκσυγχρονισμού

Φωτογραφία του 2008 από τη Σωσάνδρα Αλμωπίας. Οι νεανικές ιδιόλεκτοι παραμένουν προς το παρόν εκτός Ιστορικού Λεξικού. Μέχρι να φτάσουμε στο γράμμα «Ρ», πολλά μπορεί ωστόσο να έχουν αλλάξει Φωτογραφία του 2008 από τη Σωσάνδρα Αλμωπίας. Οι νεανικές ιδιόλεκτοι παραμένουν προς το παρόν εκτός Ιστορικού Λεξικού. Μέχρι να φτάσουμε στο γράμμα «Ρ», πολλά μπορεί ωστόσο να έχουν αλλάξει |  
Ο τωρινός, έκτος τόμος του Ιστορικού Λεξικού ακολουθεί τον ίδιο ακριβώς εξωτερικό τύπο με τους προηγούμενους, διαφέρει ωστόσο ριζικά στην ουσία.
Εκτός από αυτονόητους εκσυγχρονισμούς, όπως η ερμηνεία -επιτέλους!- των λημμάτων στη δημοτική, καθοριστική τομή συνιστά η λεξικογράφηση όχι μόνο διαλεκτικών τύπων αλλά και της Κοινής νεοελληνικής, ακόμη και λέξεων με ζωή λίγων μόνο δεκαετιών (δημοσιοσχεσίτης, δημοσιοϋπαλληλίκι, διαδίκτυο, διαδρομιστής, διαδραστικός, διακύβευμα).
Σύμφωνα με την επεξηγηματική εισαγωγή, από το καθημερινό λεξιλόγιο έχουν εξαιρεθεί μόνο η αυστηρά τεχνική, επαγγελματική ή επιστημονική ορολογία (π.χ. δεσοξυριβοζονουκλεϊκός, κλείστρο, ηλεκτρομυογράφος)· εξεζητημένοι λεξιλογικοί αρχαϊσμοί μη αναγνωρίσιμοι από τον μέσο ομιλητή (πύραυνο, διαπρύσιος, παυσίλυπος)· λέξεις των οποίων η χρήση δεν έχει παγιωθεί, ιδίως πρόσφατα ξένα δάνεια και νεολογισμοί (π.χ. γκουγκλάρω, νόου χάου, δουνουτάς, ποζεριά, μπουζουκλερί), καθώς και όσες ανήκουν στο λεξιλόγιο συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων (νέοι, στρατιωτικοί, καλιαρντά κ.λπ. −π.χ. ανπαίκταμπλ, τζαμάουα, δεντράκιας), εκτός αν χρησιμοποιούνται ευρύτερα στην Κοινή ή σε κάποιες διαλεκτικές ποικιλίες.
Κατά τα άλλα, ακόμη κι ο γλωσσολογικά αμύητος αναγνώστης θα παρατηρήσει την εξάλειψη της σεμνοτυφίας των μεταπολεμικών χρόνων, με τη λεξικογράφηση μιας πλειάδας διαλεκτικών τύπων που σε προηγούμενους τόμους θα τους έτρωγε το μαύρο σκοτάδι −από τη «δειχναλεύρω» και τον «δειχνόκωλο» μέχρι τον «δειχνομούνη»«δειχτομούνη») και το «δειχτοπούτσι».
Η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, με αναζήτηση σε παλιότερες πρωτογενείς πηγές, αποτελεί, τέλος, μιαν ακόμη αξιοσημείωτη καινοτομία.
Πολλές λέξεις έχουν αναχρονολογηθεί, μετά τον εντοπισμό πολύ παλιότερων χρήσεών τους απ’ ό,τι νομιζόταν μέχρι σήμερα· άλλες πάλι λέξεις και εκφράσεις που το κλασικό λεξικό του Στέφανου Κουμανούδη («Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών», Αθήνα 1900) θεωρούσε μεταφραστικά δάνεια από τη γαλλική, αποδείχθηκε ότι προέρχονται από παλιότερες μορφές της ελληνικής.

Μια σύντομη λεξικογραφική αποτίμηση

Του Γιώργου Ι. Ξυδόπουλου*
 
H Ακαδημία Αθηνών φαίνεται τα τελευταία χρόνια να έχει πάρει στα σοβαρά τον ρόλο της ως υψηλόβαθμο πνευματικό ίδρυμα, με ευθύνη για την ελληνική γλώσσα, όπως γίνεται από άλλες εθνικές Ακαδημίες για άλλες γλώσσες, π.χ. τη Γαλλική Ακαδημία για τη γαλλική γλώσσα.
Ετσι, η Ακαδημία Αθηνών προχώρησε τον Δεκέμβριο του 2016, μετά την έκδοση του Χρηστικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής (2014) και την ανάπτυξη ενός μεγάλου ψηφιακού αποθετηρίου με άφθονο πολιτιστικό υλικό, σε μια νέα σημαντική και πολυαναμενόμενη έκδοση: τον 6ο τόμο του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής (ΙΛΝΕ). Ως γνωστόν, το ΙΛΝΕ υπήρξε ένα μακρόπνοο εγχείρημα που έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες· ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε το 1933.
Το σπουδαίο αυτό λεξικογραφικό εγχείρημα εντάσσεται στην παράδοση των «μεγάλων» πολύτομων εθνικών ιστορικών λεξικών, όπως το πασίγνωστο Oxford English Dictionary κ.ά.
Οπως δείχνει ο τίτλος του, το ΙΛΝΕ φιλοδοξεί να περιγράψει αναλυτικά όχι απλώς τη χρήση των λέξεων, αλλά, κυρίως, την ιστορία τους.
Επιπρόσθετα, το λεξικό περιλαμβάνει στην ύλη του όχι μόνο το λεξιλόγιο της Κοινής Νέας Ελληνικής αλλά και όλων των διαλέκτων και ιδιωμάτων της –είναι για την ακρίβεια το μοναδικό «παν-διαλεκτικό» λεξικό που καλύπτει όλες τις τοπικές παραλλαγές της ελληνικής γλώσσας.
Εδώ άλλωστε έγκειται η μεγάλη διαφορά του λεξικού αυτού από τα γνωστά λεξικά της Κοινής Νέας Ελληνικής, όπως π.χ. το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΛΝΕΓ) του Γ. Μπαμπινιώτη, αλλά και το Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας (ΧΛΝΓ), δηλαδή το πρόσφατο συγχρονικό γενικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών.
Με βάση όμως τον όγκο των λέξεων, κοινών και διαλεκτικών, που περιλαμβάνονται στο ΙΛΝΕ, καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για ένα μεγάλου μεγέθους λεξικό (το μοναδικό του είδους του για την ελληνική γλώσσα), αν συγκριθεί με τα ΛΚΝ, ΛΝΕΓ και ΧΛΝΓ, τα οποία καταχωρίζονται ως μεσαίου μεγέθους λεξικά αφού δεν υπερβαίνουν τα 60.000 λήμματα. Αυτό συμβαίνει διότι το ΙΛΝΕ συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τις «κοινές» λέξεις, αλλά και λέξεις που παλαιότερα ήταν σε κοινή χρήση αλλά δεν χρησιμοποιούνται πια, π.χ. «δερβεντζήμπασης» ή «διακαμός», αλλά και λέξεις καθαρά διαλεκτικές, όπως «δεσπένσα», «δεχτούρι», «διαγκίρω».
Κρατώ στα χέρια μου τον νέο τόμο του ΙΛΝΕ, τον 6ο, τυπωμένο από το Εθνικό Τυπογραφείο. Ο νέος αυτός τόμος περιέχει περί τα 2.000 λήμματα από το δε ως το λήμμα διάλεκτος.
Η αίσθηση που μου προκαλεί εξωτερικά είναι σχεδόν οικεία, και μου θυμίζει τους προηγούμενους τόμους. Το εξώφυλλο έχει σχεδόν την ίδια μορφοποίηση, το χοντρό χαρτί παραμένει το ίδιο, οι τυπογραφικοί χαρακτήρες επίσης, αλλά οι σελίδες δεν είναι πλέον άκοπες. Ενας επιπόλαιος κριτής θα μπορούσε εύκολα να πει «μια απ’ τα ίδια».
Αν όμως κανείς προχωρήσει προς τα μέσα παρατηρεί σημαντικές αλλαγές, ήδη από τις πρώτες σελίδες. Για πρώτη φορά, στο εσώφυλλο εμφανίζονται τα βιβλιογραφικά στοιχεία του τόμου (κατά τη διεθνή πρακτική).
Ο πρόλογος, παρότι γραμμένος και πάλι στο πολυτονικό κατά τη (σεβαστή) πολιτική της Ακαδημίας Αθηνών, είναι πλέον συνταγμένος στη δημοτική γλώσσα. Διαβάζοντάς τον, διαπιστώνει κανείς αμέσως ότι κάτι σημαντικό έχει αλλάξει στο ΙΛΝΕ.
Καταρχάς, σε πλήρη συντονισμό με τις απαιτήσεις της διεθνούς λεξικογραφίας, υπάρχει σαφής διατύπωση της στοχοθεσίας και της μεθοδολογίας του λεξικού, αλλά και ανανέωση εκ βάθρων στις λεξικογραφικές υποδομές, με την εισαγωγή σύγχρονων ψηφιακών μέσων και σύγχρονης βιβλιογραφίας. Ας σημειωθεί εδώ ότι χάρη στις νέες τεχνικές υποδομές, ήδη οι παλιοί τόμοι 1 έως 5 του ΙΛΝΕ διατίθενται πλέον σε ηλεκτρονική μορφή ελεύθερα στον χρήστη, από τον ιστότοπο της Ακαδημίας Αθηνών.
Πιο κάτω, στην ενότητα για τις πηγές και στους εκτεταμένους βιβλιογραφικούς πίνακες διαπιστώνει κανείς την ουσιαστική διεύρυνση του πεδίου άντλησης του υλικού.
Ακολουθώντας τη διεθνή πρακτική, πέραν των έντυπων τεκμηρίων, περιλαμβάνονται πλέον στο ΙΛΝΕ και στοιχεία που αντλούνται τόσο από τις πιο πρόσφατες γλωσσολογικές δημοσιεύσεις, όσο και από σώματα κειμένων, αλλά και από το σύμπαν του διαδικτύου.
Αδιαμφισβήτητα, η υψηλή αυτή αντιπροσωπευτικότητα των παραδειγμάτων χρήσης στον νέο τόμο του ΙΛΝΕ συμβάλλει σε μια λογική πλέον περιγραφικής προσέγγισης στη λεξικογράφηση και, ως εκ τούτου, στην αποφυγή ρυθμιστικών παρεμβάσεων για τη γλώσσα.
Θα ήθελα όμως να σταθώ περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο συγκροτούνται τα λήμματα του Λεξικού (η «μικροδομή»).
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο διαφαίνεται πιο καθαρά η εκ βάθρων ανανέωση του ΙΛΝΕ και ο πλήρης συντονισμός του ιστορικού αυτού λεξικού με τις πλέον σύγχρονες αρχές της λεξικογραφίας που ισχύουν διεθνώς.
Γενικά η παρουσίαση των λημμάτων είναι εκτενής και λεπτομερέστατη και σε τυπικό και σε σημασιολογικό και, βέβαια, και σε ετυμολογικό επίπεδο.
Στην ουσία, κάθε λήμμα του ΙΛΝΕ είναι ένα μικρό «δοκίμιο» για κάθε λέξη της Νέας Ελληνικής. Για λέξεις του βασικού λεξιλογίου όπως «δέκα», «δεν», «δένω», «διαβάζω», η έκταση του λήμματος καλύπτει αρκετές σελίδες.
Στο τυπολογικό τμήμα, καταγράφονται αναλυτικά, με σειρά ιστορικής προέλευσης, όλες οι κατά τόπους διαλεκτικές παραλλαγές της ίδιας λέξης, συνοδευόμενες από μεταγραφή στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο. Ενα άλλο σημαντικό στοιχείο του προλόγου, είναι ο αναλυτικός πίνακας εξήγησης των φωνητικών συμβόλων.
Για πρώτη φορά περιγράφεται με τόσο ακριβή τρόπο η προφορά των λέξεων και η γραπτή απεικόνιση διαλεκτικών φθόγγων που δεν απαντούν στην Κοινή Νέα Ελληνική.
Το ΙΛΝΕ υιοθετεί ένα δικό του σύστημα συμβόλων (τα «φθογγόσημα») βασισμένο στο ελληνικό αλφάβητο, σε αντιστοίχιση με τα σύμβολα του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου.
Στο ιστορικό-ετυμολογικό τμήμα παρέχονται, μέσα από έρευνα στις πιο παλιές κειμενικές πηγές, χρονολογικές πληροφορίες για την πρώτη εμφάνιση λέξεων, τύπων και σημασιών, ακόμα και για λέξεις για τις οποίες ώς τώρα δεν υπήρχαν σαφείς πληροφορίες.
Αποτελεί δε επίσης καινοτομία το γεγονός ότι το ΙΛΝΕ, στον νέο του τόμο, αποτυπώνει την ιστορική πορεία των λέξεων στηριζόμενο και σε πληροφορίες από πολλά και ποικίλα (παλαιότατα και νεότατα) λεξικά σχετικά με το πού πρωτοεμφανίστηκε και συνέχισε να εμφανίζεται μια λέξη. Παράλληλα, ο τόμος αυτός καταγράφει και διασώζει πολύτιμες πληροφορίες από την ιστορία της ελληνικής λεξικογραφίας από τον 16ο αιώνα έως τις μέρες μας.
Το σημασιολογικό τμήμα καταγράφει με λεπτομέρεια όλες τις σημασίες και υποσημασίες της λέξης, στην Κοινή και τις διαλέκτους, από το 1800 μέχρι σήμερα, με πλούσια τεκμηρίωση από διαλεκτικές πηγές (παραμύθια, άσματα, παροιμίες κ.λπ.) και από τον καθημερινό λόγο (σώματα κειμένων, εφημερίδες, διαδίκτυο, νεοελληνική λογοτεχνία).
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη κριτική τοποθέτησή μου για τον πρόσφατο 6ο τόμο του ΙΛΝΕ, οφείλω να πω ότι χάρηκα ιδιαίτερα για τα τόσα πολλά και καινούργια που μας έφερε το νέο μέλος αυτού του πολύτομου έργου.
Η αναθεώρηση των λεξικογραφικών αρχών του λεξικού έχει επιτευχθεί χάρη στην οργανωμένη και συστηματική γλωσσολογική έρευνα (ιστορική και διαλεκτολογική) που διεξάγουν οι συντάκτες του, οι οποίοι εργάζονται ως ερευνητές στο Κέντρο Ερεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο τρόπος που έχουν εφαρμοστεί αυτές οι αρχές, σε συνδυασμό με τον γενικότερο ψηφιακό εκσυγχρονισμό, εγκαινιάζουν, πιστεύω, μια νέα εποχή στη λεξικογραφική δραστηριότητα της Ακαδημίας Αθηνών, η οποία αναλαμβάνει ρόλο ευθύνης απέναντι στην ελληνική γλώσσα, σύμφωνο με τις επιταγές της σύγχρονης επιστήμης. Αναμένουμε ανυπόμονα και τον επόμενο τόμο.
*αναπληρωτή καθηγητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών
 Διαβάστε
► Ανθιμος Παπαδόπουλος, «Προλεγόμενα», σε Ακαδημία Αθηνών, Ιστορικόν Λεξικόν της Νέας Ελληνικής, τ.Α' (Εν Αθήναις 1933, Τυπογραφείον «Εστία», σ. ε'-ιθ'). Το ιστορικό του επίμαχου Λεξικού, από την αρχική σύλληψη μέχρι την ολοκλήρωση του πρώτου τόμου, με τα μάτια του τότε διευθυντή και αρχισυντάκτη του.
► Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, «Το ιστορικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών», σε Ι. Καζάζης [επιμ.], Η λεξικογραφία της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας ελληνικής γραμματείας (Θεσσαλονίκη 2003, εκδ. ΥΠΕΠΘ - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, σ. 97-109). Κριτική των δομικών προβλημάτων των πέντε πρώτων τόμων του Λεξικού, από έναν γλωσσολόγο που εξελέγη διευθυντής του Αρμόδιου Κέντρου αλλά προτίμησε τελικά την πανεπιστημιακή καριέρα.
► Ιωάννα Μανωλέσσου, «Ο νέος τόμος του Ιστορικού λεξικού της νέας ελληνικής της Ακαδημίας Αθηνών: διαχρονικές προοπτικές» (περ. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα, 36 [2026], σ. 239-49). Καταγραφή των βασικών καινοτομιών του πρόσφατου τόμου από μια συντάκτριά του.
► Effi Gazi, «Constructing a Science of Language: Linguistics and Politics in Twentieth-century Greece», σε Alexandra Georgakopoulou - Michael Silk (eds), Standard languages and Language Standards: Greek, P{ast and Present, Αλντερσοτ 2009, εκδ. Ashgate, σ. 277-92). Το κοινωνικό πλαίσιο και τα πολιτικοϊδεολογικά συμφραζόμενα της δράσης του αρχιτέκτονα του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας, γλωσσολόγου Γεωργίου Χατζηδάκι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: