Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2018

Δύο ποιήματα του Μάικλ Χίγκινς, προέδρου της Δημοκρατίας της ΙρλανδίαςΔύο ποιήματα του Μάικλ Χίγκινς, προέδρου της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας

μετάφραση: Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη



Η προδοσία
Ένα ποίημα για τον πατέρα μου
Αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ σοβαρά
είπε ο γιατρός πριν μια βδομάδα
καθώς ζητούσε αναπηρικό καροτσάκι.
Αυτό έγινε
αφού μου τηλεφώνησαν να έρθω
και να σε πείσω
να κάνεις εισαγωγή
καταδικασμένος να θυμάμαι τα μάτια σου
να με κοιτάζουν ένα δευτερόλεπτο
πριν σε τσουλήσουν μακριά.
Ήταν μια απ’ τις τελευταίες μου υποχρεώσεις
να σε πείσω να εισαχθείς
ένας Ιούδας που δεν τον διάλεξαν οι Απόστολοι
αλλά άλλοι πιο ρημαγμένοι.
Κι ένιωσα κάτι σαν ανακούφιση
καθώς σε τσουλούσαν μακριά μου,
χαμένο σ’ εκείνο τον διάδρομο
δίχως να γυρίσεις να με ξανακοιτάξεις.
Κι όταν τέλειωσα,
έκλαψα έξω στο δρόμο
κι έκανα οτοστόπ για το Γκόλγουεϊ
να ξεφύγω απ’ το πρόβλημα,
τα καβγατζίδικα γερατειά σου
κι απ’ την οργή σου
για όλ’ αυτά που σε χτύπησαν
τα τελευταία χρόνια.
Περίμενα μια βδομάδα να σε ξαναδώ
όμως όταν τηλεφώνησα, μου είπαν
ότι σε μετέφεραν εκεί που πάνε
όσους αργούν να πεθάνουν,
σ’ ένα φτωχοκομείο που δεν το έλεγαν πια έτσι
γιατί στην οικονομική αλλαγή του Λίμας
ονομάστηκε «Άγιος Ιωσήφ».
Άραγε το όνομα του πατέρα του Χριστού
και προστάτη των Εργατών
ήταν η μουρλή ιδέα κάποιου θρησκόληπτου πολιτικού;
Κι εσένα τι σ’ ένοιαζε.
Ούτε πολυμιλούσες.
Η αγία νοσοκόμα μού είπε ότι
έσπασες τα γυαλιά ενός βοηθού
την ώρα της εισαγωγής.
Σίγουρα ξέρετε ότι ο πατέρας σας
είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος.
Και η Πρόνοια καθυστερεί
γι’ αυτό θα το εκτιμούσαμε πολύ
αν πληρώνατε εσείς τα γυαλιά.
Ήταν το 1964, ακριβώς την εποχή
που οι δημόσιες οφθαλμολογικές παροχές
για τις φτωχότερες τάξεις, καταργήθηκαν
απ’ την κυβέρνηση Βαλέρα,
για όσους δεν μπορούσαν όπως εκείνος
να πάνε στη Ζυρίχη
για τακτικές εξετάσεις και γυαλιά
με λεπτό σκελετό.
Δεκαετίες πριν με είχες πάει να τον δω
να διασχίζει με τον απελευθερωτικό στρατό
την οδό Νιουμάρκετ-ον-Φέργκους
με τους μουσικούς να βροντάνε
τα χάλκινα και τα κλαρινέτα τους
με μάγουλα κατακόκκινα και φουσκωμένα τόσο που
ένα παιδάκι αναρωτήθηκε αν θα σκάσουν
έτσι που φυσάνε τα τρομπόνια τους.
Η Ακολουθία της Ιερής Καρδιάς και ο ντε Βαλέρα,
μου είπες, ήταν οι δύο μοναδικές φορές
που έβγαζαν τα μουσικά τους όργανα
απ’ το σκουριασμένο τσίγκινο υπόστεγο
όπου τα φύλαγαν περιμένοντας με λαχτάρα
να τους καλέσει η Εκκλησία και το Κράτος.
Πολύ πιο πριν εσύ κοιμόσουν
σε χαντάκια και χαρακώματα
ικέτευες πανικόβλητος να τη βγάλεις καθαρή
στις ενέδρες μαζί με άλλους που αργότερα
λογομαχούσαν αν ο ντε Βαλέρα ήταν τυχερός ή ευφυής
όταν ανάγκασε τους Άγγλους να θυμηθούν
ότι ήταν Αμερικανός.
Μα οι διαφωνίες δεν κράτησαν πολύ
στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Νιούμπριτζ
και τους στρατώνες του Κάρα όπου έκαιγαν τα στρώματα
γιατί οι τοκογλύφοι αποφάσισαν ότι το νέο Κράτος
ήταν καλό πράγμα
ειδικά για τις μπίζνες.
Στην τραπεζαρία του Αγίου Ιωσήφ
άφηναν τις πατάτες στη μέση του τραπεζιού,
σ’ ένα πιάτο που εσύ
κι άλλοι Δημοκράτες αγωνιστές
τέντωναν τα αδύνατα, τρεμάμενα χέρια.
Τα μάτια σου χαμηλωμένα καθώς ξεφλούδιζες
με το νύχι του αντίχειρα μακρύ που κοιτούσα παλιά
να σκαλίζει σχέδια στο δέρμα που ξέραινες
για να μας φτιάξεις παπούτσια.
Όταν με κοιτούσες τα μάτια σου
ήταν χιλιόμετρα μακριά και τώρα πια
εντελώς ρημαγμένα
αντίθετα με τότε που στα εξήντα σου
παρέβλεπες πόσες φορές δεν σε δέχονταν
σε δουλειές γιατί ήσουν πολύ φιλάσθενος
για να φορτώνεις φορτηγά ή να γίνεις πλασιέ.
Και θυμάμαι
να ξανάρχεσαι σ’ εμένα
τον σύντροφό σου σε τέτοιες περιπτώσεις
λέγοντας: «Νομίζουν ότι γέρασα και δεν μπορώ.
Είπα ότι είμαι πενήντα οχτώ όμως ήξεραν
ότι είμαι πάνω από εξήντα».
Ένα κορμί έτοιμο να ταξιδέψει
ταιριαστό μόνο σε φέρετρο
ένα κορμί που σε έφερνε σε δύσκολη θέση
αν ήταν να πεθάνεις σπίτι.
Ντρεπόσουν να βγεις στο φέρετρο
απ’ το παράθυρο, γι’ αυτό ήρθες εδώ
όπου η μάνα μου είπε ότι της ζήτησες
μόνο να βάλει το δροσερό της χέρι
κάτω απ’ το σβέρκο σου.
Και ήμουν μπροστά όταν ρώτησαν
αν θα σου κάνουν δημόσια κηδεία
αγωνιστή της Δημοκρατίας
το μήνα που πέθανες,
μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης
οικονομικής μεταρρύθμισης.
Τώρα κοιτάζω τη φωτογραφία σου
τραβήχτηκε στην αρχή της άσχημης εποχής σου
με τους συναγωνιστές σου
απ’ το Λίμερικ.
Το πρόσωπό σου με κατατρέχει όπως κι αυτές οι μνήμες.
Κι όλα όσα έγιναν, έγδαραν την καρδιά μου
και δε μπορώ να ξεχάσω
αυτό που εν τέλει, ήταν
μια προδοσία.

The Betrayal (1990, Salmon, Golway publishing)
A poem for my father
This man is seriously ill
the doctor had said a week before,
calling for a wheelchair.
It was
after they rang me
to come down
and persuade you
to go in
condemned to remember your eyes
as they met mine in that moment
before they wheeled you away.
It was one of my final tasks
to persuade you to go in,
a Judas chosen not by Apostles
but by others more broken;
and I was, in part,
relieved when they wheeled you from me,
down that corridor, confused,
without a backward glance.
And when I had done it,
I cried, out on the road,
hitching a lift to Galway and away
from the trouble
of your cantankerous old age
and rage too,
at all that had in recent years
befallen you.
All week I waited to visit you
but when I called, you had been moved
to where those dying too slowly
were sent,
a poorhouse, no longer known by that name,
but, in the liberated era of Lemass,
given a saint’s name, “St Joseph’s”.
Was he Christ’s father,
patron saint of the Worker,
the mad choice of some pietistic politician?
You never cared.
Nor did you speak too much.
You had broken an attendant’s glasses,
the holy nurse told me,
when you were admitted.
Your father is a very difficult man,
as you must know. And Social Welfare is slow
and if you would pay for the glasses,
I would appreciate it.
It was 1964, just after optical benefit
was rejected by de Valera for poorer classes
in his Republic, who could not afford,
as he did
to travel to Zurich
for their regular tests and their
rimless glasses.
It was decades earlier
you had brought me to see him
pass through Newmarket-on-Fergus
as the brass and reed bank struck up,
cheeks red and distended to the point
where a child wondered whether
they would burst as they blew
their trombones.
The Sacred Heart Procession and de Valera,
you told me, were the only occasions
when their instruments were taken
from the rusting, galvanized shed
where they stored them in anticipation
of the requirements of Church and State.
Long before that, you had slept
in ditches and dug-outs,
prayed in terror at ambushes
with others who later debated
whether de Valera was lucky or brilliant
in getting the British to remember
that he was an American.
And that debate had not lasted long
in concentration camps in Newbridge
and the Curragh, where mattresses were burned,
as the gombeens decided that the new State
was a good thing,
even for business.
In the dining room of St Joseph’s
the potatoes were left in the middle of the table,
in a dish, toward which
you and many other Republicans
stretched feeble hands that shook.
Your eyes were bent as you peeled
with the long thumbnail I had often watched
scrape a pattern on the leather you had toughened for our shoes.
Your eyes when you looked at me
were a thousand miles away,
now totally broken,
unlike those times even
of rejection, when you went at sixty
for jobs you never got,
too frail to load vans, or manage
the demands of selling.
And I remember
when you came back to me,
your regular companion on such occasions,
and said: “They think that I’m too old
for the job. I said that I was fifty-eight
but they knew I was past sixty.”
A body ready for transportation
fit only for a coffin, that made you
too awkward
for death at home.
The shame of a coffin exit
through a window sent you here,
where my mother told me you asked
only for her to place her cool hand
under your neck.
And I was there when they asked
would they give you a Republican funeral,
in that month when you died,
between the end of the First Programme for Economic Expansion
and the Second.
I look at your photo now,
taken in the beginning of bad days,
with your surviving mates
in Limerick.
Your face haunts me, as do these memories;
and all these things have been scraped
in my heart,
and I can never hope to forget
what was, after all,
a betrayal.


Δύο ποιήματα του Μάικλ Χίγκινς, προέδρου της Δημοκρατίας της ΙρλανδίαςΜερικές εξηγήσεις γι’ αυτό το ποίημα: Ο πατέρας του προέδρου της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, Τζον Χίγκινς, ανήκε στον ΙΡΑ που διαφωνούσε με τις συμφωνίες με την Αγγλία. Συμμετείχε στις μάχες του απελευθερωτικού στρατού, δεν πήρε σύνταξη ή αποζημίωση, αν και ήταν πολύ σοβαρά άρρωστος με φυματίωση. Γενικά όσοι ανήκαν στον ΙΡΑ, μετά την απελευθέρωση, αντιμετώπισαν τεράστια προβλήματα να βρουν δουλειά ή να συνταξιοδοτηθούν καθώς η νέα κυβέρνηση τους έβαλε στο περιθώριο και τους ταλαιπώρησε με απίστευτα γραφειοκρατικά προσκόμματα. Πέθανε το 1963 από εγκεφαλικό στα 69 του και η σύνταξή του βγήκε μόλις τέσσερα χρόνια πριν τον θάνατό του. Ήταν μόλις 9,24 λίρες, ενώ όσοι πολέμησαν στον στρατό που δέχτηκε τον διαμοιρασμό της Ιρλανδίας (όπως ο αδελφός του Πίτερ) πήραν από τα μέσα του 1920 σύνταξη 20 λιρών.


Οι προφήτες θρηνούν
Για όσους κυκλοφορούν στο δρόμο αναφέρεται
Ότι οι προφήτες θρηνούν.
Για την κακοποίηση
Του Λόγου τους,
Σπαρμένου για να φυτρώσειο σπόρος του κακού.
Οι φήμες λένε ότι
Οι προφήτες θρηνούν
Που διαστρεβλώνονται τα κείμενά τους
Που θάνατος και καταστροφή
Επιβάλλονται στο όνομά τους.
Ο ήλιος καίει τη γη
Καίει παιδιάπου κλαίνε
Στο ατέλειωτο ταξίδι της ξενιτιάς
Με ερωτήσεις που δεν έχουν απάντηση.
Οι μανάδες κι οι πατεράδες κρύβουν το πρόσωπό τους
Ανίκανοι να εξηγήσουν
Γιατί πρέπει αέναα
Δίχως προορισμό
Να μετακινούνται για καταφύγιο,
για φαγητό, για ασφάλεια, για ελπίδα.
Οι προφήτες θρηνούν
Για τον Λόγο τον κλεμμένο
Από κείμενα που κάποτε δωρίστηκαν
Ως αποκάλυψη των αρχαίων χρόνων,
Για μοίρασμα της γης
Για αγάπη και νοιάξιμο
Πάνω απ’ όλα για τον Ξένο.
The Prophets are weeping (2015)
To those on the road it is reported that
The Prophets are weeping,
At the abuse
Of their words,
Scattered to sow an evil seed.
Rumour has it that,
The Prophets are weeping,
At their texts distorted,
The death and destruction,
Imposed in their name.
The sun burns down,
On the children who are crying,
On the long journeys repeated,
Their questions not answered.
Mothers and Fathers hide their faces,
Unable to explain,
Why they must endlessly,
No end in sight,
Move for shelter,
For food, for safety, for hope.
The Prophets are weeping,
For the words that have been stolen,
From texts that once offered,
To reveal in ancient times,
A shared space,
Of love and care,
Above all for the stranger.

Μερικές εξηγήσεις γι’ αυτό το ποίημα: Ο πρόεδρος Χίγκινς το έγραφε από το 2011 και το τέλειωσε το 2015, οπότε και το τύπωσε σε χριστουγεννιάτικες κάρτες που μοίρασε. Αναφέρεται στον εξτρεμισμό και τον εκτοπισμό πληθυσμών της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Όπως έχει δηλώσει, «θα ήταν τεράστιο λάθος να αδιαφορήσουμε και να επιτρέψουμε την περιθωριοποίηση των νέων και των προσφύγων που παραμένουν σε ευρωπαϊκά γκέτο, γιατί ενέχει ο κίνδυνος να γίνουν έρμαια των φονταμενταλιστών που παραποιούν τα ιερά κείμενα».

Ο Μάικλ Χίγκινς (Michael D. Ηiggins,1941-), πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, έχει δημοσιεύσει τέσσερα βιβλία ποίησης και δύο συλλογές δοκιμίων. Επίσης αρθρογραφεί συχνά για θέματα πολιτικής, κοινωνιολογίας, ιστορίας και πολιτισμού της Ιρλανδίας, σε εφημερίδες και περιοδικά. Παλαιότερα δίδαξε ως λέκτορας πολιτικών επιστημών και κοινωνιολογίας, υπήρξε βουλευτής του Εργατικού Κόμματος και ήταν ο πρώτος υπουργός του νεοσύστατου Υπουργείου Τεχνών και Πολιτισμού της Ιρλανδίας. Θεωρείται παθιασμένος πολιτικός, μαχητικός υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ενσωμάτωσης των προσφύγων, με ακράδαντη πίστη στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Ο πρόεδρος αναφέρεται συστηματικά στην κοινωνιολογία της μετανάστευσης και τα τεράστια προβλήματα των προσφύγων ανά τον κόσμο. Επίσης θεωρείται ηγετική φυσιογνωμία στην προώθηση των τεχνών και της ιρλανδικής γλώσσας. Έχει υπηρετήσει σχεδόν όλες τις κλίμακες και θέσεις της δημόσιας ζωής. Είναι παντρεμένος με τη Σαμπίνα Χίγκινς και έχουν τέσσερα παιδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: