«Η Δάφνη ντι Μοριέ, η Ρεβέκα κι ο Χίτσκοκ»
Φίλιππος Φιλίππου
Πηγή: diastixo.gr
Η πρόσφατη έκδοση του κλασικού μυθιστορήματος
μυστηρίου και αγωνίας της Δάφνης ντι Μοριέ (Λονδίνο, 13 Μαΐου 1907 - 19
Απριλίου 1989) H ταβέρνα της Τζαμάικα (μετάφραση Άννα
Παπασταύρου, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2017) είναι μια καλή ευκαιρία για να
ξαναδούμε τη ζωή, μα και την προσωπικότητα αυτής της σημαντικής
Αγγλίδας συγγραφέως, της οποίας το έργο είχε αγαπήσει ο Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην Κορνουάλη, όπου σε ένα
πανδοχείο εδρεύει μια συμμορία κακοποιών, οι οποίοι εκτός από το
λαθρεμπόριο καπνού και αλκοόλ επιδίδονται και στις ληστείες πλοίων που
πλέουν στην κοντινή ακτή και οι ίδιοι τα οδηγούν στα βράχια, σκοτώνοντας
τους μάρτυρες του εγκλήματος. Λεπτομέρεια: η μεταφορά του
μυθιστορήματος στον κινηματογράφο προξένησε τριβές ανάμεσα στη συγγραφέα
και τον σκηνοθέτη επειδή ο Χίτσκοκ διασκεύασε το τέλος της ταινίας κατά
τέτοιο τρόπο ώστε να αρέσει στον πρωταγωνιστή, τον Τσαρλς Λότον, έναν
σταρ της εποχής.
Η Δάφνη ντι Μοριέ ήταν κόρη του ηθοποιού
Τζέραλντ ντι Μοριέ και της επίσης ηθοποιού Μιριέλ Μπομόντ. Παππούς της
ήταν ο σκιτσογράφος και συγγραφέας Τζορτζ ντι Μοριέ. Γεννημένη σε μια
οικογένεια καλλιτεχνών, δημοσιογράφων και γραφιάδων, άρχισε ν’
ασχολείται με τη λογοτεχνία από πολύ μικρή. Το πρώτο της βιβλίο, το The
Loving Spirit, κυκλοφόρησε το 1931. Ήταν τυχερή, διότι για να μπορέσει
να καθιερωθεί ως συγγραφέας, έλαβε την αμέριστη βοήθεια των οικείων της,
οι οποίοι φρόντισαν να δημοσιευτούν τα πρώτα της έργα στο περιοδικό Bystander.
Το 1932 παντρεύτηκε τον στρατηγό Φρέντερικ
Μόνταγκιου Μπράουνινγκ, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά. Έγραψε
τριάντα τέσσερα βιβλία, δεκαεπτά μυθιστορήματα και πολλά διηγήματα.
Αρκετά από τα έργα της μεταφέρθηκαν κατ’ επανάληψη στον κινηματογράφο
και την τηλεόραση. Τα σημαντικότερα ήταν Η ταβέρνα της Τζαμάικα (1936), που έγινε ταινία από τον Χίτσκοκ, η Ρεβέκα (1938) που κινηματογραφήθηκε επίσης από τον Χίτσκοκ –ο ίδιος μετέφερε στον κινηματογράφο και το διήγημά της «Τα πουλιά»–, το Η εξαδέλφη μου Ραχήλ (1951) που σκηνοθέτησε ο Χένρι Κόστερ με πρωταγωνιστές τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Ολίβια ντε Χάβιλαντ, και το Don’t look now (Μετά τα μεσάνυχτα) που σκηνοθέτησε ο Νίκολας Ρεγκ.
Βεβαίως, το αριστούργημα της Ντι Μοριέ είναι η Ρεβέκα.
Πρόκειται για ένα από τα κλασικά μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα, το
οποίο όταν κυκλοφόρησε συγκλόνισε το αναγνωστικό κοινό, μολονότι οι
κριτικοί δεν το αγάπησαν – γενικά, οι κριτικοί δεν επαίνεσαν τα έργα
της. Η εφημερίδα Times το κατέταξε στην κατηγορία των
αισθηματικών μυθιστορημάτων, δηλαδή το θεωρούσε λογοτεχνικά κατώτερο,
επειδή ήταν βασικά αισθηματικό με ευτυχισμένο τέλος.
Η Ρεβέκα, όπως προαναφέρθηκε,
ενέπνευσε τον Αλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος το σκηνοθέτησε ως θρίλερ με
πρωταγωνιστές δύο ιερά τέρατα της μεγάλης οθόνης, τον Λόρενς Ολίβιε και
την Τζόαν Φοντέιν. Στην ιστορία πρωταγωνιστεί μια γυναίκα –αργότερα
γίνεται κ. Ντε Γουίντερ–, η οποία είναι η αφηγήτρια: θυμάται τη γνωριμία
της μ’ έναν γοητευτικό Άγγλο στο Μόντε Κάρλο, τον Μάξιμ ντε Γουίντερ.
Στη συνέχεια, θυμάται τον γάμο τους και τις περιπέτειές τους στον πύργο
του συζύγου της, στο Μάντερλεϊ της Αγγλίας. Η αφήγηση της ανώνυμης
ηρωίδας ξεκινά με τη φράση: «Χτες το βράδυ είδα στον ύπνο μου πως
ξαναγύρισα στο Μάντερλεϊ. Στεκόμουν, λέει, μπροστά στη σιδερόπορτα που
έκλεινε τη μεγάλη αλέα και για κάμποση ώρα δεν μπορούσα να μπω....». Το
Μάντερλεϊ είναι ο τόπος όπου η ηρωίδα μεταβαίνει από την κοριτσίστικη
περίοδο της αθωότητας και της αφέλειας στην ωριμότητα της γυναίκας. Από
απλή συνοδός μιας Αμερικανίδας μεταβάλλεται σε οικοδέσποινα ενός πύργου,
που μπορεί να διατάζει τους ανθρώπους που βρίσκονται μαζί της σε
σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, να λύνει και να δένει. Αυτό όμως που
εντυπωσιάζει στο βιβλίο είναι η κεντρική ηρωίδα, η οποία βρίσκεται
παγιδευμένη σε μια ζοφερή ατμόσφαιρα, καθώς στον πύργο πλανιέται η
ανάμνηση της μυστηριώδους πρώτης συζύγου.
Η Ρεβέκα πούλησε 3 εκατομμύρια
αντίτυπα από το 1938 έως το 1965 κι εκτός από τη μεταφορά της στον
κινηματογράφο ανέβηκε και στο θέατρο αρκετές φορές. Στις Ηνωμένες
Πολιτείες κέρδισε το σημαντικό βραβείο National Book Award, για τα έργα
που εκδόθηκαν το 1938. Oπως έγινε και στην Ταβέρνα της Τζαμάικα, έτσι και στη Ρεβέκα
ο Χίτσκοκ άλλαξε το τέλος, αφήνοντας ένα μυστήριο να πλανάται σχετικά
με τον θάνατο της κεντρικής ηρωίδας, η οποία δεν εμφανίζεται ποτέ, μόνο
συζητήσεις γίνονται για το άτομό της – λέγεται πως πέθανε σε ατύχημα, μα
στην πραγματικότητα την πυροβόλησε ο άντρας της.
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές του περιβάλλοντός της, η Δάφνη Ντι Μοριέ εκνευριζόταν όταν της έλεγαν πως η Ρεβέκα
είναι ένα ρομαντικό μυθιστόρημα – «είναι μια σπουδή πάνω στη ζήλια»
έλεγε η ίδια. Η ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό της το 1937, όταν βρισκόταν
στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με τον σύζυγό της, ο οποίος υπηρετούσε
στον βρετανικό στρατό. Η συγγραφέας ζήλευε την πρώην αρραβωνιαστικιά του
συζύγου της, κάτι που ενίοτε δημιουργούσε ψυχρότητα στη σχέση της με
αυτόν.
Μιλώντας ή γράφοντας για συγγραφείς και
καλλιτέχνες γενικά, δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε τα μυστικά της
προσωπικής τους ζωής, τα οποία ενδεχομένως συνδέονται ενίοτε, ή και
συχνά, και με το έργο τους. Μετά τον θάνατο της Ντι Μοριέ, το 1989,
ορισμένοι μίλησαν για τη σεξουαλικότητά της και την έλξη της για άλλες
γυναίκες, μάλιστα ανέφεραν και ονόματα γυναικών με τις οποίες συνδέθηκε.
Η βιογράφος της έγραψε πως η Ντι Μοριέ πίστευε πως η ικανότητά της στο
γράψιμο οφειλόταν στην ανδρική ενέργεια που διέθετε. Η ίδια στα
απομνημονεύματά της έγραψε ότι ο πατέρας της ήθελε έναν γιο κι αυτή
ευχόταν να είχε γεννηθεί αγόρι.
Το 1969 η Δάφνη Ντι Μοριέ τιμήθηκε με τον
τίτλο της Λαίδης (DBE, Dame Commander of the Order of British Empire).
Πέθανε το 1989 στην Κορνουάλη, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής
της και όπου τοποθέτησε τα περισσότερα έργα της. Το σώμα της
αποτεφρώθηκε και η στάχτη διασκορπίστηκε στους γκρεμούς της περιοχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου