Μπράουνερ, Βίκτορ (Victor Brauner, Πιάτρα-Νεάμτ 1903 – Παρίσι 1966).
Ρουμάνος ζωγράφος. Φοίτησε σε ευαγγελικό σχολείο από το 1916 έως το
1918. Τρία χρόνια αργότερα (1921) μετέβη στο Βουκουρέστι, όπου
παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφίζοντας τοπία στο
ύφος του Πολ Σεζάν. Το 1924 οργάνωσε την πρώτη του ατομική έκθεση στην
γκαλερί Μότσαρτ στο Βουκουρέστι και συνδέθηκε με το κίνημα των
ντανταϊστών, συμβάλλοντας στην έκδοση της επιθεώρησης 75 HP. Το 1930
εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον επίσης Ρουμάνο
Κονσταντέν Μπρανκούζι (βλ. λ.) και ήρθε σε επαφή με τους υπερρεαλιστές.
Την πρώτη του έκθεση στο Παρίσι (1934) την παρουσίασε ο Αντρέ Μπρετόν,
με μια ενθουσιώδη εισαγωγή στον κατάλογο των έργων. Ωστόσο δεν είχε
επιτυχία και ο Μ. επέστρεψε στο Βουκουρέστι, όπου παρέμεινε έως το 1938.
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, εγκαταστάθηκε στη νότια Γαλλία, όπου συνέχισε τις επαφές του με τους υπερρεαλιστές της Μασσαλίας. Αργότερα κατέφυγε στην Ελβετία, όπου, αδυνατώντας να βρει υλικά για τη δουλειά του, ανέπτυξε μια τεχνική βασισμένη στο κερί: άπλωνε δηλαδή στον πίνακα ένα στρώμα κεριού και ύστερα το αφαιρούσε, ξύνοντάς το κατά τέτοιον τρόπο ώστε να αφήνει να διακρίνονται τμήματα χρώματος, που αποκτούσαν εξαιρετική υφή και βάθος κάτω από τη νέα αυτή κέρινη επιδερμίδα. Επέστρεψε στο Παρίσι το 1945. Τα μεταπολεμικά του έργα βασίστηκαν σε θέματα από τις κάρτες Ταρό, σε αιγυπτιακά ιερογλυφικά και αρχαίους μεξικανικούς κώδικες. Τη δεκαετία του 1950 ταξίδεψε στη βόρεια Γαλλία και στην Ιταλία. Έργα του παρουσιάστηκαν στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1954 και το 1966. Η ζωγραφική του Μ. είναι ένας μοναδικός συγκερασμός των βαλκανικών του επιρροών και ενός εντυπωσιακού δυτικού μοντερνισμού. Η βαλκανική αλλά και η οικογενειακή ταυτότητά του (ο πατέρας του τον είχε μυήσει στον πνευματισμό) είναι φανερή στη θεματολογία του, στην παλέτα των χρωμάτων του αλλά και στους τίτλους των έργων του, διαφοροποιώντας τον από τους τυπικούς υπερρεαλιστές Ντε Κίρικο, Ερνστ κ.ά., με τους οποίους είχε διακόψει τις σχέσεις του ήδη από το 1948.
Πηγή:ygeiaonline.gr
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, εγκαταστάθηκε στη νότια Γαλλία, όπου συνέχισε τις επαφές του με τους υπερρεαλιστές της Μασσαλίας. Αργότερα κατέφυγε στην Ελβετία, όπου, αδυνατώντας να βρει υλικά για τη δουλειά του, ανέπτυξε μια τεχνική βασισμένη στο κερί: άπλωνε δηλαδή στον πίνακα ένα στρώμα κεριού και ύστερα το αφαιρούσε, ξύνοντάς το κατά τέτοιον τρόπο ώστε να αφήνει να διακρίνονται τμήματα χρώματος, που αποκτούσαν εξαιρετική υφή και βάθος κάτω από τη νέα αυτή κέρινη επιδερμίδα. Επέστρεψε στο Παρίσι το 1945. Τα μεταπολεμικά του έργα βασίστηκαν σε θέματα από τις κάρτες Ταρό, σε αιγυπτιακά ιερογλυφικά και αρχαίους μεξικανικούς κώδικες. Τη δεκαετία του 1950 ταξίδεψε στη βόρεια Γαλλία και στην Ιταλία. Έργα του παρουσιάστηκαν στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1954 και το 1966. Η ζωγραφική του Μ. είναι ένας μοναδικός συγκερασμός των βαλκανικών του επιρροών και ενός εντυπωσιακού δυτικού μοντερνισμού. Η βαλκανική αλλά και η οικογενειακή ταυτότητά του (ο πατέρας του τον είχε μυήσει στον πνευματισμό) είναι φανερή στη θεματολογία του, στην παλέτα των χρωμάτων του αλλά και στους τίτλους των έργων του, διαφοροποιώντας τον από τους τυπικούς υπερρεαλιστές Ντε Κίρικο, Ερνστ κ.ά., με τους οποίους είχε διακόψει τις σχέσεις του ήδη από το 1948.
Πηγή:ygeiaonline.gr
ΕΡΓΑ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΑΝ ΤΟ 1965 (ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ) ΣΤΗΝ ΓΚΑΛΕΡΙ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΙΟΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου