Νίκη Καραγάτση
Γράφτηκε από την Μαρία Μποϊλέ
H ζωγράφος Νίκη Καραγάτση (1914 Άνδρος– 1986 Αθήνα), άρχισε τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών σε ηλικία μόλις 16 ετών,
αρχικά κοντά στον Παύλο Μαθιόπουλο και τον Δημήτριο Γερανιώτη και στη
συνέχεια στα εργαστήρια του Ουμβέρτου Αργυρού και του Κωνσταντίνου
Παρθένη. Η ίδια υπογράμμιζε την πολύτιμη αρωγή του Παρθένη αναφορικά με
την καλλιτεχνική της παιδεία –αν και έμεινε στο εργαστήριό του μόνο ένα
έτος- με τα εξής λόγια: «Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι αυτά που έμαθα
εκείνη τη χρονιά ήταν αυτά που μου έμειναν στα τέσσερα χρόνια της
φοίτησής μου στη Σχολή».
Πριν ακόμη αποφοιτήσει, γνωρίστηκε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Μ. Καραγάτση, ήδη αναγνωρισμένο συγγραφέα, και μαζί του απέκτησε μία κόρη. Εκείνος επέμεινε να εγκαταλείψει τις σπουδές της και να αφιερωθεί στην οικογένεια και την ανατροφή της μικρής, όπερ και εγένετο. Δέκα χρόνια περίπου μετά τη διακοπή των σπουδών της, παρακολούθησε μαθήματα χαλκογραφίας στο εργαστήριο του Γιάννη Κεφαλληνού. Παράλληλα, συνδέθηκε εκ νέου με τους παλιούς της συμφοιτητές, οι οποίοι την ενθάρρυναν να επανέλθει στην ενεργό δράση.
Πράγματι, άρχισε να ζωγραφίζει τις λαϊκές γειτονιές της Αθήνας και την Άνδρο με τα καφενεδάκια και τα μαγαζιά τους. Μετά από πιέσεις του Σπύρου Βασιλείου, το 1950 συμμετείχε με δύο έργα της σε ομαδική έκθεση της ομάδας "Στάθμη", ενώ το 1956 οργάνωσε στην Αίθουσα Πέην την πρώτη της ατομική, η οποία έλαβε άριστες κριτικές. Ακολούθησαν άλλες ατομικές, καθώς και συμμετοχές σε Πανελλήνιες και ομαδικές εντός και εκτός Ελλάδος, όπως η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1965. Το 1988 το έργο της παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Πιστή στην παραστατική ζωγραφική, απεικόνισε τοπία, νεκρές φύσεις και σκηνές της καθημερινής ζωής, καθώς και πρόσωπα που συνδέονται με τα προσωπικά της βιώματα και τον οικείο της χώρο. Οι συνθέσεις της, με έντονα στοιχεία ελληνικότητας, διακατέχονται από μία συναισθηματική, αλλά συγχρόνως ρεαλιστική διάθεση, χωρίς ιδιαίτερο τονισμό των λεπτομερειών και με κυρίαρχο στοιχείο το χρώμα.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι επανειλημμένες εκτελέσεις του ίδιου θέματος, από ελαφρά διαφορετική γωνία, από διαφορετικό φωτισμό, ή με μία μικρή μεταφορά των εικονιζόμενων προσώπων ή αντικειμένων, ακόμα και σε διαφορετικές χρονολογίες. Τέτοια παραδείγματα είναι: «Σπουδή για την Χαλκίδα» 1958 και «Η Χαλκίδα τη νύχτα» 1972, «Σπουδή για το νυχτερινό Πασαλιμάνι» 1957 και «Νυχτερινό πασαλινάνι» 1957, «Καφενείο ο Σοφός Κοραής» 1971 και 1964, «Το λιμάνι στα Χανιά με τη δύση» και «Το λιμάνι στα Χανιά» και τα δύο το 1971 κ.ά. (Τα έργα που αναφέρονται βρίσκονται στο λεύκωμα της Νίκης Καραγάτση).
Η Λίζα Πετρίδη έγραφε το 1975 για το έργο της καλλιτέχνιδος: «Τη ζωγραφική της την έκανε σαν μεράκι, σαν τα εργόχειρα που κάνουν οι άλλες γυναίκες για να ξεκουρασθούν. Γι' αυτό ίσως μπόρεσε να συντροφεύσει τόσο άξια τον άνδρα της [...], γιατί δεν θέλησε ποτέ να του δώσει την εντύπωση ότι αυτό που κάνει είναι κάτι το σημαντικό και το αξιέπαινο. Υπήρχε πάντα πρώτα αυτός κι ύστερα εκείνη. Και δεν είναι περίεργο ότι, με τον ίδιο τρόπο που αγάπησε τον άντρα της η Νίκη Καραγάτση, με τον ίδιο τρόπο έχει αγαπήσει και όλο τον κόσμο που την περιέβαλλε, τα έμψυχα και τα άψυχα, και θέλησε να τα εκφράσει».
Βιβλιογραφία:
Σπανοπούλου Άννα, "Η Νίκη Καραγάτση και η Αθηναϊκή Σχολή: Το αίτημα της ελληνικότητας στη ζωγραφική".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου