Τιμωρία, σιδέρωμα, τρίτο στεφάνι
Πηγή: ο αναγνώστης στις 14 Απριλίου, 2016
Τιμωρία.
Ήταν ένα μπάνιο μικρό με παράθυρο στον φωταγωγό. Φωταγωγός τρόπος του λέγειν δηλαδή γιατί μέσα από τον τούβλινο, στενό λαιμό του περνούσαν ομιλίες, μυρωδιές φαγητών, κατσαρίδες, μέχρι και ποντίκια καμιά φορά αλλά καθόλου φως.
Όποτε θύμωνε η μάνα της, την άρπαζε από το αυτί και την κλείδωνε εκεί για τιμωρία.
Για να μην αγριεύεται από το σκοτάδι, άνοιγε το ξύλινο παραθυράκι και με το αυτί κολλημένο στη σίτα αφουγκραζόταν τους οικιακούς θορύβους των ορόφων. Απλόχερη η κακή μόνωση πότε της πρόσφερε έναν καβγά, πότε μια αδιάφορη οικογενειακή συζήτηση και πότε τα άγρια βογγητά της Πολωνέζας που ξεφάντωνε με τον Ολέγκ στους πάγκους της κουζίνας.
Κουτσά-στραβά περνούσε η ώρα κι όλα τα προβλήματα της απομόνωσης είχε καταφέρει να τα βολεύει μέχρι ν΄ανοίξει ξανά η πόρτα. Όλα εκτός από τη δίψα της. Άμα την έπιανε η επιθυμία για νερό προτιμούσε να λυσσάξει παρά να πιει από την βρύση του νιπτήρα αφού πίστευε ότι τα πάντα εκεί μέσα ήταν συνδεδεμένα με την αηδιαστική χρήση της τουαλέτας.
Καμιά φορά, ξυπνάει μέσα στη νύχτα και τρέχει λαχανιασμένη να πιει νερό γιατί βλέπει στον ύπνο της πως η μάνα πέθανε και δεν πρόλαβε να την ξεκλειδώσει.
Σιδέρωμα (η αγιότητα της απουσίας).
Ήταν μανιακή με τα κολλαρίσματα. Αγόραζε κάτι πλαστικά βαζάκια με κόκκινο καπάκι από το εμπόριο και δώσ΄ του να σιδερώνει τις ζάρες μέχρι το ρούχο να γίνει τόσο λείο που δίσταζες να το χρησιμοποιήσεις για να μην το τσαλακώσεις.
Όσο εκείνος ταξίδευε με τα καράβια, έβγαζε τα πουκάμισά του, τα έπλενε στη σόδα και τα κολλάριζε από την αρχή, φρεσκάρισμα που μάλλον η ίδια είχε ανάγκη παρά τα επί μήνες αχρησιμοποίητα ρούχα.
Σαν έπιανε το καυτό σίδερο τίποτα δεν μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή της. Σκυμμένη πάνω στο πανί, με ζήλο δημιουργού, εξαφάνιζε τα τσαλακώματα όπως θα ήθελε να κάνει με τις αδυναμίες του και ίσιωνε τις ραφές που τράβαγαν σε μια δική της νοερή διελκυστίνδα περισσότερο προς στην ασυδοσία των λιμανιών παρά στον ενάρετο οικογενειακό βίο.
Κατά την διάρκεια της απουσίας του τον φύλαγε στην κρεμάστρα με όλα τα προτερήματα του κόσμου. Χουβαρντά, ευαίσθητο, πλακατζή, καλόβολο στο φαϊ, ψηλό, λεβέντη άντρα. Μόλις ξεμπάρκαρε, «το ρούχο» έπαιρνε να χαλάει. Να σπάταλος, να ανισόρροπος, να φωνακλάς, να θεόρατος.
Ήρθε καιρός που ο καπετάνιος εγκατέλειψε την θάλασσα και διέπλευσε τον Αχέροντα με έναν καρκίνο σαν πορτοκάλι στον μεσοθώρακα. Έτσι τα λευκά πουκάμισα έμειναν οριστικά αφόρετα. Είχαν στραβώσει κι αυτηνής τα χέρια, παραιτήθηκε από το νοικοκυριό κι έπιασε μια γωνιά στο σπίτι για να μην εμποδίζει τους νεότερους.
Θυμάμαι πολλές φορές που την έπιανε η άκρη του ματιού μου με το κεφάλι κάτω και το δεξί της χέρι στον αέρα σα να κρατούσε το παλιό της σίδερο, να κλαίει σιωπηλά πάνω από ένα λευκό πουκάμισο λείο και απαλό όπως η αγιότητα.
Το τρίτο στεφάνι.
Σε παντρεύτηκα Φλεβάρη, ανήμερα της Υπαπαντής. Το χιόνι είχε φτάσει μέχρι τα παράλια της πόλης γι αυτό στην εκκλησία κατάφεραν να έρθουν μόνον οι στενοί μας συγγενείς και δυο-τρεις γενναίοι φίλοι.
Ο πατέρας μου δεν σε ενέκρινε επειδή ήσουν πολλά χρόνια μεγαλύτερος κι η μάνα μου δεν σε ήθελε γιατί ήσουν κομμουνιστής . Φοβόταν πως κάποτε θα έφευγες με μια μπριγάδα αλληλεγγύης για τις φυτείες καφέ στη Νικαράγουα ή για τα εύφορα χωράφια της Κούβας και δεν θα γύριζες ποτέ.
Κάναμε μαζί ένα γιό. Θα ήταν σήμερα 23 χρονών.
Λάθος.
Σε παντρεύτηκα ένα Σάββατο ζεστό του Φθινοπώρου, που θύμιζε Ινδιάνικο Καλοκαίρι. Η εκκλησία και ο προαύλιος χώρος ήταν κατάμεστα από κόσμο.
Ο πατέρας μου μπορεί και να σε ήθελε αλλά δεν ήταν εκεί, η μάνα μου όμως χοροπηδούσε μέσα στις δαντέλες της αφού ήσουν «παιδί για σπίτι» και θα έμενες κοντά μου βρέξει-χιονίσει.
Κάναμε μαζί δυο κόρες. Η μία, θα ήταν σήμερα 17 χρονών.
Λάθος.
Δεν σε παντρεύτηκα ποτέ.
Ο πατέρας μου σίγουρα θα σε ενέκρινε κι η μάνα μου, πρώτη φορά τόσο σαστισμένη, δεν θα ήξερε πώς ν’ αντιδράσει.
Στον γάμο που δεν τελέστηκε, παραβρέθηκαν μόνον κάποια ερωτευμένα φωτόνια που –ευτυχώς- δεν έγιναν αντιληπτά.
Κάναμε μαζί δυο παιδιά . Σήμερα θα είχαν την ηλικία μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου