Μισέλ Φάις : Βιβλία στο προσκέφαλο
Πολυαγαπημένα, πολυδιαβασμένα, βιβλία που μας διαμόρφωσαν ή μας στήριξαν σε δύσκολες στιγμές. Πρόσωπα της γραφής ξεφυλλίζουν την «αυτοβιογραφική» βιβλιογραφία τους.
Ραδιόφωνο, γαστρονομία, μουσική, ποίηση, πρόζα, δοκίμιο. Αυτές είναι οι συντεταγμένες του χαμηλόφωνου Γιάννη Ευσταθιάδη. Διασταυρώνοντας ανήσυχο πνεύμα με παιγνιώδη διάθεση ο μινιμαλιστής συγγραφέας (βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών) ανακεφαλαιώνει αντιστικτικά εποχές και βιβλία. Φυλλομετράει τις μέρες του σαν ένα βιβλίο, όπου ο αναγνωστικός και ο βιωμένος χρόνος συγχέονται απολαυστικά.
*********************
Γιάννης Ευσταθιάδης: "Δεν έχω πετάξει ποτέ βιβλίο στη ζωή μου!"
≈≈≈≈≈
Μικρό παιδί δεν ήξερα τι είναι η βιβλιοθήκη. Ηξερα τι είναι το
τραπέζι, οι καρέκλες, το κρεβάτι, αλλά όχι η βιβλιοθήκη. Ο λόγος απλός:
στο σπίτι μου είχαμε έπιπλα, αλλά όχι βιβλία. Τα μόνα που θυμάμαι ήταν
κάποιοι μαυροντυμένοι τόμοι της «Εγκυκλοπαιδείας του Ηλίου» σε μια
εταζέρα.Το πρώτο βιβλιαράκι που «άκουσα» από τη μάνα μου –θα ήμουν τεσσάρων– ήταν έμμετρο: «Ο μπέμπης κάνει πόλεμο» (άραγε να συνέβαλε στην αγάπη μου για την ποίηση;).
Στα πέντε μου χρόνια έμαθα ανάγνωση, αλλά όχι (ευτυχώς) και γραφή, ξεφυλλίζοντας τον «Θησαυρό».
Αργότερα ήρθε ο «Αναμαλλιάρης Πέτρος» και μετά, τα «Κλασικά εικονογραφημένα» (δύο με είχαν μαγέψει: «Σκωτσέζοι αρχηγοί» και «Υπό δύο σημαίας»).
Στα εννιά μου λάτρεψα το βραχύβιο περιοδικό «Ο μικρός εξερευνητής» και λίγο αργότερα τον απαραίτητο «Μικρό ήρωα» και αρκετό Ιούλιο Βερν (με τα κόκκινα εξώφυλλα των Εκδόσεων Αστήρ). Ολα αυτά τα τεκμήρια της παιδοσύνης υπάρχουν ευτυχώς και σήμερα στη βιβλιοθήκη μου ή, μάλλον, σε μια μικρή ξύλινη «κιβωτό», που διασώζει τη μνήμη.
Η πρώτη μου λογοτεχνική εμπειρία ήταν η ποίηση (μου χάρισαν στα δεκατέσσερα την τρίτομη «Ανθολογία» του Μιχάλη Περάνθη – ακόμα ανατρέχω σ’ αυτήν).
Τα πρώτα μου βιβλία: «Το βάθος του κόσμου» του Βρεττάκου, ο πρώτος τόμος των «Ποιημάτων» του Ρίτσου και τα δυσεύρετα σήμερα «Ποιήματα» του Αρη Δικταίου (α, τα «Καλαμπόκια»!).
Αργότερα ανακάλυψα τον Σεφέρη, τον Ελύτη και μετά τον Εγγονόπουλο και τον Σαχτούρη (έχω όλες τις συλλογές του στην πρώτη τους έκδοση).
Η ποιητική βιβλιοθήκη μου καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του χώρου (και της καρδιάς). Περιλαμβάνει όλη την ελληνική ποίηση τριών τουλάχιστον αιώνων, φτάνοντας σε 200 περίπου συλλογές της νεότατης (και εξαιρετικά ενδιαφέρουσας) γενιάς, μετά το 2000. Περιλαμβάνει επίσης όλους τους σημαντικούς Γάλλους ποιητές, πολλοί στη φοβερή «Bibliothèque de la Pléiade», την πιο αισθαντική έκδοση επί της Γης.
Λιγότεροι Βρετανοί και Αμερικανοί στο πρωτότυπο – κάτι που αντικατοπτρίζει τον διαφορετικό βαθμό γνώσης μου των δύο γλωσσών.
Το πολυτιμότερο (συναισθηματικά εννοώ) ποιητικό βιβλίο μου είναι τα Ποιήματα του Σεφέρη, στη μεγάλη, λευκή έκδοση του 1950, με την τυπογραφική μαγεία του Ταρουσόπουλου.
Και το πιο ιδιαίτερο –για τον υπερρεαλιστικό συμβολισμό, αλλά όχι και την αξία του–, το «Στου γλυτωμού το χάζι» του Θεόδωρου Ντόρρου του 1930.
Η ελληνική πεζογραφία καταλαμβάνει επίσης μεγάλο χώρο, με μεγάλο εύρος. Σ’ αυτήν, στην εφηβεία μου, δεν με εισήγαγε ο συνήθης ύποπτος Λουντέμης, αλλά ο Κοσμάς Πολίτης με την «Eroica» και, κυρίως, την «Κορομηλιά». Εχω όλα τα έργα του –που με γοητεύουν και στην ωριμότητά μου–, ενώ η βιβλιοθήκη μου παρουσιάζει δυστυχώς πολλά κενά στην υπόλοιπη γενιά του ’30.
Αντιθέτως, είναι πλήρης στα βιβλία σύγχρονων πεζογράφων, ανάμεσα στα οποία και τρία που σημάδεψαν τη νεότητά μου: «Οι φωτογραφίες» του Βασιλικού, το «Ζητείται ελπίς» του Σαμαράκη και οι «Ιστορίες από τις Νότιες ακτές» του Ρένου.
Σε περίοπτη θέση, οι αγαπημένοι ξένοι: όλος ο Μπέκετ (και στις έξοχες μεταφράσεις του Νάσου Δετζώρτζη), όλος ο Μπόρχες, όλος ο Καλβίνο («Αόρατες πόλεις»!), όλη η Βιρτζίνια Γουλφ, όλος ο Περέκ και από κοντά το «Μετάξι» του Μπαρίκο.
Αρχές της δεκαετίας του ’70, το πολιτικό και ιστορικό βιβλίο μπαίνει στο σπίτι και στο μυαλό μου, συχνά με μαρξιστικό πρόσημο και, υπό την επήρεια του Γαλλικού Μάη, αλλά και του σαγηνευτικού αφορισμού του Max Stirner «Μόνη ισότητα η ελευθερία», οι αναρχικοί συγγραφείς μού κληροδότησαν καμιά πενηνταριά βιβλία.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως σήμερα, αναπτύχθηκαν δύο παράλληλες, αλλά ειδικού ενδιαφέροντος βιβλιοθήκες: η «μουσική» και η «γαστρονομική» – αμφότερες με εντυπωσιακό αριθμό βιβλίων.
Παράλληλα, από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα, συλλέγω λογοτεχνικά περιοδικά. Εχω όχι μόνο σημερινά και πρόσφατα, αλλά και παλαιότερα: «Διαγώνιο» του Χριστιανόπουλου, «Κριτική» του Αναγνωστάκη, «Χάρτη» του Καλοκύρη, «Τραμ», «Πάλι» των Υπερρεαλιστών, «Τετράδιο», «Νέα Ελληνικά» του Αποστολίδη, «Εποχές» του Τερζάκη, «Αγγλοελληνική επιθεώρηση», «Νέα γράμματα» του Καραντώνη.
Η υψηλότερη τιμή στη βιβλιοθήκη μου: οι δύο τόμοι με το ιστορικό περιοδικό «Βρετανικός αστήρ» του 1860-61.
Η ανεκτίμητη αξία: ένα ολόκληρο τετράδιο με χειρόγραφο κείμενο του Στρατή Τσίρκα.
Οσο περνούν τα χρόνια, τόσο η βιβλιοθήκη μεγαλώνει, τόσο δημιουργείται το πολύτομο άγχος. Καινούργια βιβλία που κυκλοφορούν, παλιά που ξαναγοράζονται σε πιο ευανάγνωστη μορφή, βιβλία που αποστέλλονται από συγγραφείς.
Ομως, όπως κάποιοι λένε «Δε σήκωσα ποτέ χέρι στο παιδί μου», εγώ ομολογώ πως δεν έχω πετάξει ποτέ βιβλίο στη ζωή μου – ακόμα και το πιο κακό.
Είναι μία μορφή σεβασμού στο τυπωμένο χαρτί και στα –όποια– συναισθήματα περικλείουν οι σελίδες.
Είναι μία μορφή εγκράτειας που ισοδυναμεί με θρησκευτική προσευχή και ευλάβεια προς τον Γουτεμβέργιο. Εχω διαβάσει όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης μου;
Οχι ασφαλώς, αλλά η παρουσία τους είναι παρηγορητική, μια και γνωρίζω ότι υπάρχουν κοντά μου και είναι διαθέσιμα, αν και όταν τα χρειαστώ. Κάτι σαν ασφάλεια ζωής που σου προσφέρει τη βεβαιότητα της παρηγορητικής θαλπωρής στην αναγνωστική υγεία.
Σκέπτομαι πως, εντέλει, τα βιβλία γύρω μου αποκτούν κοινά χαρακτηριστικά με τους ανθρώπους: άλλους αγαπώ, άλλοι μου είναι αδιάφοροι και άλλους επιθυμώ κάποτε να τους γνωρίσω.
Τελευταίο βιβλίο του Γ. Ευσταθιάδη είναι η συλλογή διηγημάτων «Μαύρο εκλεκτό» (εκδ. Μελάνι, 2015).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου