Οταν η Ακρόπολη ταξίδεψε στο Φάληρο
Η Καθημερινή,
Τι θα μπορούσε άραγε να σημαίνει ο
τίτλος «Βρήκαν νέα Ακρόπολη στο Φαληρικό Δέλτα! Μια σημαντική
ανακάλυψη», που είδε το φως το ιντερνετικόν τις προηγούμενες μέρες;
Τίποτε. Και, την ίδια στιγμή, πολλά. Αν είχε γραφτεί μόνο άπαξ σε κάποια
ιστοσελίδα, έστω από τις επίσημες με τη μεγάλη επισκεψιμότητα, κι
έπειτα την απορροφούσε ο καταποτήρας του Διαδικτύου, θα δίναμε τόπο στην
οργή ή τη χλεύη. Αν έπεφτε στο μάτι μας, θα λέγαμε απλώς ότι ο αρχαίος
δαίμων του τυπογραφείου κάνει μια χαρά τη δουλειά του και στην
ιντερνετική επικράτεια, όπως άλλωστε και στο διακαναλικό γυαλί, όπου η
«οικονομία» (ή η τσιγκουνιά και η αδιαφορία) κατάπιαν από καιρό
διορθωτές και ρηράιτερ, εξ ου και τα πολλά τέρατα και σημεία καθ’
εκάστην, ανορθόγραφοι τραγέλαφοι πάνω στη μικρή οθόνη.
Από τη στιγμή όμως που τον τίτλο αυτόν, κατάφωρα αγεωγράφητο (κατά το αγεωμέτρητος) και ανελλήνιστο, τον ζήλεψαν και τον αναπαρήγαγαν με ενθουσιασμό και άλλοι ιντερνετικοί πομποί, διαδίδοντας το (μη) νέο, υποχρεώνεται κανείς, αφού πρώτα καγχάσει, να επιτρέψει στη μελαγχολία το μερίδιό της. Γιατί δεν θα μπορούσε παρά να αποδεχτεί ότι περιστατικά σαν αυτό δείχνουν πόσο μεταδοτικές είναι ορισμένες πνευματικές μικροασθένειες. Η νόσος της βιασύνης καταρχάς και της αυτάδελφής της, τής τσαπατσουλιάς· το άγχος της πρώτης μετάδοσης και της πρώτης αναμετάδοσης, εξαιτίας του οποίου πρώτα λέμε και γράφουμε κι ύστερα σκεφτόμαστε. Και επειδή τα κομπιούτερ δεν είναι επί του παρόντος εξοπλισμένα και με νοηματικό αυτόματο διορθωτή, όταν η φράση που σκαρώνουμε πληκτρολογώντας είναι τυπικά ορθή ως προς τη σύνταξή της, τότε το λάθος μας, όσο κραυγαλέο, όσο κι αν διαστρέφει τα πράγματα και τα νοήματα, θα βγει και θα πανηγυρίσει στο γυαλί.
Ασθένεια δεύτερη η ημιμάθεια. Αν την τιθασεύει μια στοιχειώδης αυτεπίγνωση, δεν υπάρχει πρόβλημα· κανείς (πλην των δεδηλωμένων ξερολιστών) δεν μπορεί να τα ξέρει ή να τα μάθει όλα, ακόμα κι αν έχει την τύχη ή την ατυχία να ζήσει όσο ο Μαθουσάλας. Τα πράγματα όμως αλλάζουν όταν η ημιμάθεια φουσκώνει από αυτοπεποίθηση και παριστάνει την πανεπιστημοσύνη, συχνότατη επισκέπτρια (αν όχι μόνιμη κάτοικο) των χώρων όπου κυκλοφορούν πολιτικοί και δημοσιογράφοι. Μια τρίτη ασθένεια, απόρροια του εγωκεντρισμού ή της οκνηρίας μας (ενίοτε δε και της βαριάς αδιαφορίας για το κοινό που μας παρακολουθεί, αναγνώστες ή ακροατές), θα μπορούσε να πάρει το όνομα «άρνηση της εξακρίβωσης» ή «απέχθεια προς τη διασταύρωση». Αρνηση σκόπιμη και μόνιμη, πολιτικάντικη (όπως όταν, τσιμπημένοι από τον λαϊκιστικό οίστρο, σταυρώνουμε πολιτικούς σαν βαριά σκανδαλισθέντες, χωρίς να έχουμε στη διάθεσή μας κανένα γερό στοιχείο), ή περιστασιακή και τυχαία· όπως όταν βιαζόμαστε να πεθάνουμε κάποιους διάσημους, δίνοντας βάση σε φήμες και διαρροές, κι ας ζουν ακόμα οι έρμοι.
«Νέα Ακρόπολη στο Φαληρικό Δέλτα» διαλαλεί λοιπόν ο πρώτος τιτλοδότης, επειδή έσπευσε να καπαρώσει τα πρωτεία, επειδή έπεσε θύμα κάποιας παρανάγνωσης ή επειδή ή δεν το χώνεψε ποτέ του ότι «ακρόπολη» σημαίνει «η άνω ή η υψηλότερη πόλη» (η οποία μάλλον δεν μπορεί να βρίσκεται στην αμμουδιά); Ε, «Νέα Ακρόπολη στο Φαληρικό Δέλτα» θα πει κι ο δεύτερος, από τυφλή εμπιστοσύνη προς τον πρώτο (ή από βαρεμάρα, ανθρώπινο είναι, πολύ ανθρώπινο), το ίδιο κι ο τρίτος, κι ο τέταρτος. Ο δέκατος μπορεί για αλλαγή ή εις μνήμην των Ολυμπιακών να γράψει Εσπλανάδα αντί για Φαληρικό Δέλτα. Και να ’χει ήσυχη τη συνείδησή του ότι δεν αντέγραψε, δεν σφετερίστηκε ξένη πνευματική δουλειά.
Για νεκρόπολη επρόκειτο βέβαια. Οχι για Ακρόπολη. Αλλά με μια νεκρόπολη, με ένα νεκροταφείο, γίνεται πιο δύσκολο το παιχνίδι του εντυπωσιασμού στο οποίο είναι εθισμένη η αρχαιολογούσα δημοσιογραφία ορισμένων μέσων ενημέρωσης από τα χρόνια του Παλαμά (όταν, το 1897, «ανακαλύφθηκαν» τα οστά των νεκρών της μάχης στις Θερμοπύλες, μια και αυτά χρειάζονταν για να ενισχυθεί το καταρρακωμένο εθνικό φρόνημα) και έως το συμβάν της Αμφίπολης, οπότε, για να καλυφθούν τρέχουσες πολιτικές ανάγκες αλλά και ο μόνιμος μεγαλοϊδεατισμός, «ανακαλύφθηκε» ο τάφος του Μεγαλέξανδρου, ίσως του Ηφαιστίωνα, ενδεχομένως της Ολυμπιάδας, πιθανόν των τέκνων του Αλέξανδρου κ.ο.κ.
Νεκρόπολη έχουν ανακαλύψει πάντως, εδώ και καιρό και σε πείσμα της βιαστικής ιντερνετογραφίας, οι αρχαιολόγοι στο Φάληρο, στη διάρκεια των εργασιών για την κατασκευή του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος».
Και για νεκρόπολη μιλούν όσα ευρήματά τους ανακοίνωσαν, δίνοντας στη δημοσιότητα και τις σχετικές φωτογραφίες. Ανάμεσά τους και εικόνες από την ομαδική ταφή 80 ανδρών, που ενταφιάστηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον. Αρκετοί φέρουν χειροπέδες, ενώ ο νεκρός που ο σκελετός του αποκαλύφθηκε τελευταίος, στο τέλος του Μαρτίου, είχε δεμένα τα πόδια του.
Ισως αυτά τα δεσμά, σε χέρια και πόδια, να εξηγούν τη σπουδή αναβάθμισης ή εξαγνισμού της νεκρόπολης σε Ακρόπολη: «Τι; Σκότωναν οι αρχαίοι μας δεμένους ανθρώπους; Αδύνατον και αδιανόητο! Ψέμα και προβοκάτσια! Ανθελληνισμός καραμπινάτος!». Εδώ πρέπει βεβαίως να συνεκτιμηθεί μια πολύ παλιά πνευματική μικροασθένεια, που συνυπάρχει με όλες όσες προαναφέρθηκαν και τις επιδεινώνει: η επιπόλαιη, η εντελώς ρηχή σχέση μας με την αρχαιότητα. Πρόκειται για μια επιπολαιότητα που, όπως το έχουμε δει κατ’ επανάληψη, βολεύεται με τα εξιδανικευτικά σκαριφήματα που κατασκευάζει για το παρελθόν, με τις εξωραϊστικές ζωγραφιές που παρουσιάζει σαν αυθεντικές εικόνες, κραδαίνοντας τον χαρακτηρισμό του ανθέλληνα για όποιον διανοηθεί να υποστηρίξει ότι δεν ήταν όλα καλά κι αγαθά τω καιρώ εκείνω. Οτι δεν ήταν καν ένας ο καιρός αυτός, υψηλός και όμορφος, για όλες τις πόλεις και τις περιοχές της αρχαιότητας. Δεν ήταν όλοι οι πρόγονοί μας ποιητές, φιλόσοφοι, δίκαιοι Αριστείδηδες. Και ότι οι πόλεμοι ανάμεσα στις πόλεις ήταν φονικότατοι, βάρβαροι, όπως και οι συρράξεις μες στην ίδια πόλη, ανάμεσα σε αντίπαλες πολιτικές «λέσχες».
Για την εξωραϊστική μυθολογία που οργανώνει την αντίληψή μας για τους αρχαίους, και η οποία απαγορεύει ή εμποδίζει την «ανακατάκτηση της αρχαιότητας» με τους όρους των επιστημών, οι νεκροί του Φαληρικού Δέλτα, οι νεκροί του Κυλωνείου Αγους, είναι ανεπιθύμητοι. Βέβηλοι είναι οι ίδιοι, που διαιώνισαν τη μεταθανάτια ενοχλητική ύπαρξή τους, μια σκιά στην κατασκευασμένη λαμπρή εικόνα, όχι όσοι τους σκότωσαν, κι ας είχαν προσπέσει ικέτες στους βωμούς των θεών. Εκτός και αποτελέσουν ένα επιπλέον τουριστικό δέλεαρ.
Από τη στιγμή όμως που τον τίτλο αυτόν, κατάφωρα αγεωγράφητο (κατά το αγεωμέτρητος) και ανελλήνιστο, τον ζήλεψαν και τον αναπαρήγαγαν με ενθουσιασμό και άλλοι ιντερνετικοί πομποί, διαδίδοντας το (μη) νέο, υποχρεώνεται κανείς, αφού πρώτα καγχάσει, να επιτρέψει στη μελαγχολία το μερίδιό της. Γιατί δεν θα μπορούσε παρά να αποδεχτεί ότι περιστατικά σαν αυτό δείχνουν πόσο μεταδοτικές είναι ορισμένες πνευματικές μικροασθένειες. Η νόσος της βιασύνης καταρχάς και της αυτάδελφής της, τής τσαπατσουλιάς· το άγχος της πρώτης μετάδοσης και της πρώτης αναμετάδοσης, εξαιτίας του οποίου πρώτα λέμε και γράφουμε κι ύστερα σκεφτόμαστε. Και επειδή τα κομπιούτερ δεν είναι επί του παρόντος εξοπλισμένα και με νοηματικό αυτόματο διορθωτή, όταν η φράση που σκαρώνουμε πληκτρολογώντας είναι τυπικά ορθή ως προς τη σύνταξή της, τότε το λάθος μας, όσο κραυγαλέο, όσο κι αν διαστρέφει τα πράγματα και τα νοήματα, θα βγει και θα πανηγυρίσει στο γυαλί.
Ασθένεια δεύτερη η ημιμάθεια. Αν την τιθασεύει μια στοιχειώδης αυτεπίγνωση, δεν υπάρχει πρόβλημα· κανείς (πλην των δεδηλωμένων ξερολιστών) δεν μπορεί να τα ξέρει ή να τα μάθει όλα, ακόμα κι αν έχει την τύχη ή την ατυχία να ζήσει όσο ο Μαθουσάλας. Τα πράγματα όμως αλλάζουν όταν η ημιμάθεια φουσκώνει από αυτοπεποίθηση και παριστάνει την πανεπιστημοσύνη, συχνότατη επισκέπτρια (αν όχι μόνιμη κάτοικο) των χώρων όπου κυκλοφορούν πολιτικοί και δημοσιογράφοι. Μια τρίτη ασθένεια, απόρροια του εγωκεντρισμού ή της οκνηρίας μας (ενίοτε δε και της βαριάς αδιαφορίας για το κοινό που μας παρακολουθεί, αναγνώστες ή ακροατές), θα μπορούσε να πάρει το όνομα «άρνηση της εξακρίβωσης» ή «απέχθεια προς τη διασταύρωση». Αρνηση σκόπιμη και μόνιμη, πολιτικάντικη (όπως όταν, τσιμπημένοι από τον λαϊκιστικό οίστρο, σταυρώνουμε πολιτικούς σαν βαριά σκανδαλισθέντες, χωρίς να έχουμε στη διάθεσή μας κανένα γερό στοιχείο), ή περιστασιακή και τυχαία· όπως όταν βιαζόμαστε να πεθάνουμε κάποιους διάσημους, δίνοντας βάση σε φήμες και διαρροές, κι ας ζουν ακόμα οι έρμοι.
«Νέα Ακρόπολη στο Φαληρικό Δέλτα» διαλαλεί λοιπόν ο πρώτος τιτλοδότης, επειδή έσπευσε να καπαρώσει τα πρωτεία, επειδή έπεσε θύμα κάποιας παρανάγνωσης ή επειδή ή δεν το χώνεψε ποτέ του ότι «ακρόπολη» σημαίνει «η άνω ή η υψηλότερη πόλη» (η οποία μάλλον δεν μπορεί να βρίσκεται στην αμμουδιά); Ε, «Νέα Ακρόπολη στο Φαληρικό Δέλτα» θα πει κι ο δεύτερος, από τυφλή εμπιστοσύνη προς τον πρώτο (ή από βαρεμάρα, ανθρώπινο είναι, πολύ ανθρώπινο), το ίδιο κι ο τρίτος, κι ο τέταρτος. Ο δέκατος μπορεί για αλλαγή ή εις μνήμην των Ολυμπιακών να γράψει Εσπλανάδα αντί για Φαληρικό Δέλτα. Και να ’χει ήσυχη τη συνείδησή του ότι δεν αντέγραψε, δεν σφετερίστηκε ξένη πνευματική δουλειά.
Για νεκρόπολη επρόκειτο βέβαια. Οχι για Ακρόπολη. Αλλά με μια νεκρόπολη, με ένα νεκροταφείο, γίνεται πιο δύσκολο το παιχνίδι του εντυπωσιασμού στο οποίο είναι εθισμένη η αρχαιολογούσα δημοσιογραφία ορισμένων μέσων ενημέρωσης από τα χρόνια του Παλαμά (όταν, το 1897, «ανακαλύφθηκαν» τα οστά των νεκρών της μάχης στις Θερμοπύλες, μια και αυτά χρειάζονταν για να ενισχυθεί το καταρρακωμένο εθνικό φρόνημα) και έως το συμβάν της Αμφίπολης, οπότε, για να καλυφθούν τρέχουσες πολιτικές ανάγκες αλλά και ο μόνιμος μεγαλοϊδεατισμός, «ανακαλύφθηκε» ο τάφος του Μεγαλέξανδρου, ίσως του Ηφαιστίωνα, ενδεχομένως της Ολυμπιάδας, πιθανόν των τέκνων του Αλέξανδρου κ.ο.κ.
Νεκρόπολη έχουν ανακαλύψει πάντως, εδώ και καιρό και σε πείσμα της βιαστικής ιντερνετογραφίας, οι αρχαιολόγοι στο Φάληρο, στη διάρκεια των εργασιών για την κατασκευή του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος».
Και για νεκρόπολη μιλούν όσα ευρήματά τους ανακοίνωσαν, δίνοντας στη δημοσιότητα και τις σχετικές φωτογραφίες. Ανάμεσά τους και εικόνες από την ομαδική ταφή 80 ανδρών, που ενταφιάστηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον. Αρκετοί φέρουν χειροπέδες, ενώ ο νεκρός που ο σκελετός του αποκαλύφθηκε τελευταίος, στο τέλος του Μαρτίου, είχε δεμένα τα πόδια του.
Ισως αυτά τα δεσμά, σε χέρια και πόδια, να εξηγούν τη σπουδή αναβάθμισης ή εξαγνισμού της νεκρόπολης σε Ακρόπολη: «Τι; Σκότωναν οι αρχαίοι μας δεμένους ανθρώπους; Αδύνατον και αδιανόητο! Ψέμα και προβοκάτσια! Ανθελληνισμός καραμπινάτος!». Εδώ πρέπει βεβαίως να συνεκτιμηθεί μια πολύ παλιά πνευματική μικροασθένεια, που συνυπάρχει με όλες όσες προαναφέρθηκαν και τις επιδεινώνει: η επιπόλαιη, η εντελώς ρηχή σχέση μας με την αρχαιότητα. Πρόκειται για μια επιπολαιότητα που, όπως το έχουμε δει κατ’ επανάληψη, βολεύεται με τα εξιδανικευτικά σκαριφήματα που κατασκευάζει για το παρελθόν, με τις εξωραϊστικές ζωγραφιές που παρουσιάζει σαν αυθεντικές εικόνες, κραδαίνοντας τον χαρακτηρισμό του ανθέλληνα για όποιον διανοηθεί να υποστηρίξει ότι δεν ήταν όλα καλά κι αγαθά τω καιρώ εκείνω. Οτι δεν ήταν καν ένας ο καιρός αυτός, υψηλός και όμορφος, για όλες τις πόλεις και τις περιοχές της αρχαιότητας. Δεν ήταν όλοι οι πρόγονοί μας ποιητές, φιλόσοφοι, δίκαιοι Αριστείδηδες. Και ότι οι πόλεμοι ανάμεσα στις πόλεις ήταν φονικότατοι, βάρβαροι, όπως και οι συρράξεις μες στην ίδια πόλη, ανάμεσα σε αντίπαλες πολιτικές «λέσχες».
Για την εξωραϊστική μυθολογία που οργανώνει την αντίληψή μας για τους αρχαίους, και η οποία απαγορεύει ή εμποδίζει την «ανακατάκτηση της αρχαιότητας» με τους όρους των επιστημών, οι νεκροί του Φαληρικού Δέλτα, οι νεκροί του Κυλωνείου Αγους, είναι ανεπιθύμητοι. Βέβηλοι είναι οι ίδιοι, που διαιώνισαν τη μεταθανάτια ενοχλητική ύπαρξή τους, μια σκιά στην κατασκευασμένη λαμπρή εικόνα, όχι όσοι τους σκότωσαν, κι ας είχαν προσπέσει ικέτες στους βωμούς των θεών. Εκτός και αποτελέσουν ένα επιπλέον τουριστικό δέλεαρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου