ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Το φως που καίει
ΑΡΙΣΤΕΑ ΚΑΙ ΜΑΪΜΟΥ
Πρώτη εξαΰλωση (της Αριστέας)
|
(με το χέρι στο στήθος)
|
Ανήξερο κι αθώο, πριχού ν’ ανοίξεις, μάτι του φτωχού, ξέρω το φως σου ναν το πάρω κι είτε πονάς είτε πεινάς, 95 σε κάνω και με προσκυνάς σωτήρα εμένα και το Χάρο.
Τα θύματά μου αραδιαστά στο Μακελειό τραβώ μπροστά, μπροστά ζουρνάδες και μπαϊράκια, 100 στα κούτελά τους θα χαρείς άνθη, κορδέλες και βαράκια — σάμπως αρνάκια της Λαμπρής.
Μα νά! οι εμπόροι της Σφαγής μένουνε πίσω μου κρυμμένοι. 105 Δικά τους θάλασσα και γης, δικοί τους όλ’ οι σκοτωμένοι. Και τους παχαίνω με καλό μια πιθαμή τον αφαλό.
Η πρώτη εγώ, στα τελευταία, 110 είμαι δικιά τους Αριστέα κι αυτοί ’ναι η γνώμη μου κι ο νους! Εγώ πλερώνω τις χαρές τους κι όσα βουτάω από τους ρέστους όλα τα δίνω σ’ αυτουνούς.
Η ΜΑΪΜΟΥ
Για σένα γω, για σένα γω 120 τρέχω στη μάχη να σφαγώ… Μα όντας το κάλλιο σου παιδί σε γνώση, πονηριά κι ειδή
(έχω σαγόνια πιο γερά κι έχω μακρύτερην ουρά) 125 δίκιο δεν είναι να σφαγώ! μα να με κάνεις αρχηγό!
Και σα γεμίσουν όλ’ οι τόποι τάφους ηρώων, θεϊκές τιμές, και λιγοστέψουνε οι ανθρώποι, 130 θε να περσέψουν οι μαϊμές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου