Τάσος Καλούτσας: Ἡ πείνα
Posted on 6 Ἰανουαρίου 2016 by planodion
Τάσος Καλούτσας
Ἡ πείνα
ΤΟΝ
ΑΝΩΜΑΛΟ…», εἶχε πεῖ ὁ Μιχάλης, ἐνῶ ἐκείνη, τρέμοντας ἀκόμη,
πατοῦσε τὰ κλάματα. Πλησιάζοντας, πρόσθεσε: «Μὴ
στεναχωριέσαι, βρὲ κουτή· ὁ τύπος εἶναι τοῦ χεριοῦ μου, μπορῶ
νὰ σοῦ τὸν στήσω καρτέρι καὶ νὰ τὸν κάνω τσακωτό· ἀρκεῖ νὰ μοῦ
πεῖς ἐσὺ πότε θές».
Ὁ Μιχάλης ἦταν γερὸ παιδί,
μάθαινε καὶ καράτε. Δούλευαν μαζὶ σ’ αὐτὸ τὸ ἀπομονωμένο
πατάρι, ποὺ ἡ τζαμαρία του ἔβλεπε στὶς πρασιὲς τῶν γύρω
πολυκατοικιῶν. Ὁ τύπος εἶχε στηθεῖ ἀπέναντι, σὲ μία ἀπ’
αὐτές, στὸ παράθυρο τοῦ διαδρόμου, ξεγυμνώθηκε ἀπ’ τὴ μέση
καὶ κάτω κι ἄρχισε τὶς χειρονομίες. Σὲ μιὰ στιγμὴ κιόλας τὴν
ἀπείλησε. Ὅλ’ αὐτά, λίγο πρὶν καταφτάσει ὁ Μιχάλης. Ὅταν
μετὰ τὸν εἶδε νὰ μπαίνει, δὲν ἄντεξε, καὶ ξέσπασε σὲ κλάματα.
Περιπέτεια κι αὐτὴ πάλι ἡ
σημερινή, σκεφτόταν, κοιτάζοντας ἔξω ἀπ’ τὸ τζάμι τοῦ
λεωφορείου. Ἦταν ἡ δεύτερη φορὰ μέσα σὲ λίγες μέρες ποὺ
ἐμφανιζόταν ὁ τύπος – τὴν πρώτη εἶχε ξεφυτρώσει μπροστά της
ἀπὸ ‘να παράθυρο πιὸ ψηλά. Δὲν εἶπε τίποτα τότε ἀπ’ τὴ ντροπή
της, σὲ κανένα. Σήμερα ὅμως φοβήθηκε, ἄρχισε ν’ ἀνησυχεῖ.
Κι ἂν τὸ ἐπιχειροῦσε πάλι τ’ ἄλλο πρωί; Ἢ ἂν ἔκανε κάτι
χειρότερο; Προτιμοῦσε νὰ μὴν τὸ σκέφτεται. Στὸ Τμῆμα, ὅπου τῆς
συνέστησαν νὰ τὸ ἀναφέρει, τὴν ἄκουσαν προσεχτικά, ἀλλὰ
λυπήθηκαν ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν τίποτα. Χαρακτήρισαν
τὸ γεγονὸς «μᾶλλον τυχαῖο» καὶ τῆς τὸ δήλωσαν ρητά: κανένα
προληπτικὸ μέτρο· δηλαδή, ἔπρεπε πρῶτα νὰ γίνει τὸ κακό, καὶ
ἐκ τῶν ὑστέρων… Ἀναστέναξε, κάτι τὴν πλάκωνε στὸ στῆθος· τὸ
εἰσιτήριο τό ‘χε φτιάξει ἕνα λεπτὸ μασουράκι καὶ τὸ πέρασε
στὴ βέρα της. Ἀναρωτιόταν τί θά ‘βγαινε, ἄν —ὅπως τῆς εἶπαν οἱ
χωροφύλακες— ἐπισκεφτόταν τ’ ἀπόγευμα μὲ τὸν ἄντρα της καὶ
τὴν Ἀσφάλεια, λὲς νά ‘χαν ἄραγε ἐκεῖνοι τὸν τρόπο νὰ τὴν
βοηθήσουν;
Πάντως δὲν ἦταν κουβέντα κι
ἐκείνη ποὺ πέταξε ὁ Μιχάλης λίγο ἀργότερα, κάνοντας τάχα
πλάκα. «Εἶδες;» τῆς ἔκανε, «περνάει ἀκόμα ἡ μπογιά σου…» καὶ
τὴν κοίταξε παράξενα. «Νὰ μοῦ λείπει τέτοια μπογιά», τοῦ
ἀπάντησε σοβαρά. Στ’ ἀφεντικά της εἶπε πὼς τό ‘βρισκε πιὸ
λογικὸ νὰ βάψουν τὴν τζαμαρία τοῦ ἐργαστηρίου ἢ νὰ περάσουν
κουρτίνες, ἐλπίζοντας τὸ θέμα νὰ λήξει ἐκεῖ.
Στράφηκε, καθὼς τῆς φάνηκε
πὼς τὸ μάτι της πῆρε μιὰ γνωστή της. Κι αὐτὸς ὁ εἰσπράκτορας τί
σπάνιο, ἀλήθεια, ν’ ἀκούει, μεσημεριάτικα, μουσικὴ ἀπ’ τὸ
ραδιοφωνάκι! Τ’ ἄκουγε σιγανὰ πίσω ἀπ’ τὴν πλάτη της, καὶ
κάποιες εἰκόνες στροβιλίζονταν ξαφνικὰ μὲς στὸ μυαλό της.
«Χρίστο, βάλς…». Τοῦ ‘χε κόψει τὸ δρόμο, καθὼς ἔστριβε νὰ χωθεῖ
στὴν τουαλέτα. Ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸ χορέψουν, ἀλλὰ τὴν
παραμέρισε βιαστικὰ καὶ κλειδώθηκε μέσα. Ἔπιασε τότε νὰ τὸ
χορέψει μὲ τὸ γιό τους. «Ἄσ’ τα τὰ μαλλάκια σου…» τιτίβιζε κι ὁ
μικρός. Λὲς κι εἶχε περάσει αἰώνας ποὺ χόρεψαν οἱ δυό τους,
γιὰ τελευταία φορά. Ἦταν χτές, τὸ ἀπόγευμα.
Στὴ στάση, τὸ βλέμμα της
τρύπωσε στὸ ἀπέναντι ἑστιατόριο. Ἕνας ἄντρας, καμιὰ
σαρανταριὰ χρονῶ, προφανῶς οἰκοδόμος, καθόταν μόνος του σ’
ἕνα τραπέζι κι ἔτρωγε μὲ βουλιμία. Τῆς ἔκανε ἐντύπωση ὁ
τρόπος ποὺ κατέβαζε τὶς μπουκιές. Δὲ σήκωνε κεφάλι ἀπ’ τὸ
πιάτο, καὶ γέμιζε τὸ κουτάλι του καὶ μὲ τ’ ἄλλο χέρι.
«Μαῦρο μπουφάν, ἀνοιχτὸ
γαλάζιο παντελόνι…» ξανασκέφτηκε, ἀλλὰ τὸ πρόσωπό του δὲν τό
‘δε καθαρά, γιατί φρόντιζε νὰ τὸ κρύβει στὸ πλαϊνὸ τοίχωμα
τοῦ παράθυρου. Ἴσως μελαχρινός. Τὴν ὥρα ποὺ ἐκείνη ἄλλαζε,
φορώντας τὰ ροῦχα τῆς δουλειᾶς. Κι ἂν ἔχει ξαναγίνει πολλὲς
φορές, χωρὶς ἡ ἴδια νὰ τό ‘χε πάρει χαμπάρι; Πάντως ἀποροῦσε
καὶ μὲ τὸ θάρρος της, νὰ βγεῖ ἀπ’ τὴ διπλανὴ πόρτα καὶ νὰ τοῦ
μιλήσει. «Ἐντάξει εἶσαι τώρα; Ἱκανοποιήθηκες;» τοῦ φώναξε.
Καὶ τότε τὸν ἄκουσε μὲ πνιχτὴ φωνή, σὰν πληγωμένου σκύλου, νὰ
τὴν ἀπειλεῖ.
Κατέβηκε κι ἔκανε τὸ γύρο
τοῦ τετραγώνου γιὰ τὸ σπίτι της. Στὸ στενό, στὶς προθῆκες τοῦ
κινηματογράφου, τὸ μάτι της ἔπεσε σὲ μιὰ μισοσκεπασμένη
φωτογραφία γυναίκας – «αὐστηρῶς ἀκατάλληλον», ἔγραφε
πάνω. Καθὼς ἀνέβαινε στὸ διαμέρισμα μὲ τὸ ἀσανσέρ,
σκεφτόταν: «τί βλέπουν οἱ ἀνθρωποι – τί νὰ σοῦ κάνουν μετά…». Καὶ
τὴ στιγμὴ ποὺ γύριζε τὸ κλειδί: «Καὶ τί φαντάζονται τάχα πὼς θὰ
βγεῖ, ἅμα σ’ τὸ δείξουν; Ἄχ, μυαλό…» καὶ ἔνιωθε γιὰ ὅλους μιὰ
μεγάλη λύπη.
«Γειά σου, ἀγαπούλα», τὴν
ὑποδέχτηκε ὁ Χρίστος. Παραξενεύτηκε. Λιγάκι εἰρωνικός,
βέβαια, ἀλλὰ τῆς ἄρεσε. Ξαφνικὰ τῆς ἦρθε νὰ ὁρμήσει στὴν
ἀγκαλιά του καὶ ν’ ἀρχίσει νὰ τοῦ τὰ λέει ὅλα μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ
σίγμα. Κρατήθηκε ὅμως. Τὸ ραδιόφωνο ἔπαιζε στὸ δωμάτιο.
Μπῆκε στὴν κουζίνα καὶ τὸν εἶδε. Εἶχε φτιάξει μιὰ
περιποιημένη πικάντικη σαλάτα, ζέσταινε τὸ φαγητὸ καὶ
χαμογελοῦσε. Μετὰ θυμήθηκε, ἦταν κι ἡ μέρα τῆς πληρωμῆς του,
σήμερα.
Πέρασε στὴν κρεβατοκάμαρη
νὰ γδυθεῖ, κι ἤθελε ν’ ἀναπνεύσει τὸν ἀέρα ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ
μέσα, νὰ νιώσει τὴ μυρωδιὰ τοῦ σπιτιοῦ της. Ὅλη μέρα μέσα σ’
ἐκείνη τὴν τρύπα ρουφοῦσε τὴ σκόνη καὶ τὸ κακὸ ἀπ’ τὶς ψάθες
ποὺ δούλευε. Ξαναπῆγε στὴν κουζίνα, ἔσκυψε μαζί του πάνω ἀπ’
τὶς κατσαρόλες, κι ἄρχισαν ν’ ἀγγίζονται ράχη μὲ ράχη καὶ νὰ
σκουντιοῦνται γελώντας καὶ τσιμπολογώντας τὰ φαγητά – κι ὅλα
τ’ ἄλλα τ’ ἄφησε γιὰ μετά.
Ἔτσι σὲ λίγο, ἀφοῦ στρώσανε
τὸ τραπέζι, ἡ φόρα τους εἶχε σχεδὸν κοπεῖ. Τὸ πράγμα φάνηκε
καλύτερα μετὰ τὶς πρῶτες λαίμαργες μπουκιές. Τὰ φασόλια, λὲς
κι εἶχαν χάσει κάθε γεύση, σκάλωσαν στὸ λαιμό τους. Ἔκαναν μιὰ
παύση.
«Ξέρεις κάτι», εἶπε αὐτὸς
σιγά, σὰν νὰ ντρεπόταν, «τὸ πρόβλημά μας εἶναι, μοῦ φαίνεται,
ὅτι δὲν πεινᾶμε ἀρκετά».
Καὶ φυσικὰ ἦταν ντροπή,
ἰδίως ἂν ἔκανες κάποιες συγκρίσεις. Ἐκείνη θυμήθηκε καὶ τὸν
οἰκοδόμο, νὰ καταβροχθίζει χωρὶς τελειωμό. «Εἶναι, λοιπόν,
φοβερὸ νὰ κόβεται ξαφνικὰ ἡ πείνα σου…, ἡ πείνα»,
συλλογίστηκε μὲ δέος, βλέποντας τὴ σκέψη της ν’ ἀποχτᾶ
ἀπίθανες προεκτάσεις στὸ μυαλό της.
«Δὲν εἶναι μόνο αὐτό…» ἄρχισε
νὰ λέει, μὰ κοντοστάθηκε, καθὼς στ’ αὐτιά της ἔφταναν οἱ
παράξενοι ἦχοι ἑνὸς παράφωνου βάλς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου