ΛΚΙΦΡΟΝΟΣ* ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
[ Αλκίφρων : Αθηναίος ρήτορας που έζησε ανάμεσα
στον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ.
Συνέγραψε μία σειρά από πλασματικές επιστολές,
οι οποίες θεωρούνται υποδείγματα "αττικού ύφους".
"Συντάκτες" των επιστολών υποτίθεται ότι είναι
αγρότες, ψαράδες, παρασιτικοί τύποι και εταίρες
του αθηναϊκού 4ου αιώνα π.Χ.
Οι 124 σωζόμενες επιστολές του χωρίστηκαν από τους γραμματολόγους
σε τέσσερα βιβλία και αποτελούν την ανάγλυφη εικόνα
του ιδιωτικού βίου της εποχής εκείνης, οι πιο πολλοί δε από
τους τύπους του παρουσιάζουν μιαν εξαιρετική ομοιότητα
με τους ανθρώπους της εποχής μας.]
[ Αλκίφρων : Αθηναίος ρήτορας που έζησε ανάμεσα
στον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ.
Συνέγραψε μία σειρά από πλασματικές επιστολές,
οι οποίες θεωρούνται υποδείγματα "αττικού ύφους".
"Συντάκτες" των επιστολών υποτίθεται ότι είναι
αγρότες, ψαράδες, παρασιτικοί τύποι και εταίρες
του αθηναϊκού 4ου αιώνα π.Χ.
Οι 124 σωζόμενες επιστολές του χωρίστηκαν από τους γραμματολόγους
σε τέσσερα βιβλία και αποτελούν την ανάγλυφη εικόνα
του ιδιωτικού βίου της εποχής εκείνης, οι πιο πολλοί δε από
τους τύπους του παρουσιάζουν μιαν εξαιρετική ομοιότητα
με τους ανθρώπους της εποχής μας.]
Μενεκλείδης Ευθυκλεί
Οίχεται Βακχίς ή καλή, Ευθύκλεις φίλτατε, οίχεται, πολλά τέ μοι
καταλιπούσα δάκρυα και έρωτος όσον ηδίστου τότε τοσούτον πικρού νύν
μνήμην, ού γάρ εκλήσομαι ποτέ Βακχίδος, ούχ ούτος έσται χρόνος, όσην
συμπάθειαν ενεδείξατο.
Απολογίαν εκείνην καλών ούκ αν τις αμαρτάνοι του των εταιρών βίου. Και
εί συνελθούσαι άπασαι πανταχόθεν εικόνα τινά αυτής έν Αφροδίτης ή
Χαρίτων θείεν, δεξιόν αν τι μοι ποιήσαι δοκούσιν, το γάρ θρυλούμενον υπό
πάντων, ως πονηραί, ως άπιστοι, ως προς το λυσιτελές βλέπουσαι μόνον,
ως αεί του δίδοντος, ως τίνος γάρ ούκ αίτιαι κακού τοις εντυγχάνουσι,
διαβολήν επέδειξεν έφ’ εαυτής άδικον. Ούτω προς την κοινήν βλασφημίαν τώ
ήθει παρετάξατο.
Οίσθα τον Μήδειον εκείνον τον από της Συρίας δευρί κατάραντα μεθ’ όσης
θεραπείας και παρασκευής εσόβει, ευνούχους υπισχνούμενος και θεραπαίνας
και κόσμον τινά βαρβαρικόν. Και όμως ήκοντα αυτόν ού προσίετο, αλλ’ υπό
τούμόν ηγάπα κοιμωμένη χλανίσκον το λιτόν τούτο και δημοτικόν, και τοίς
παρ’ ημών γλίσχρως αυτή πεμπομένοις επανέχουσα τάς σατραπικάς εκείνας
και πολυχρύσους δωρεάς διωθείτο. Τι δαί; Τον Αιγύπτιον έμπορον ως
απεσκοράκισεν όσον αργύριον προτείνοντα, ουδέν εκείνης άμεινον εύ οίδ’
ότι γένοιτ’ άν. Ως χρηστόν ήθος ούκ είς ευδαίμονα βίου προαίρεσιν δαίμων
τις υπήνεγκεν. Είτ’ οίχεται ημάς απολιπούσα και κείσεται λοιπόν μόνη η
Βακχίς.
Ως άδικον, ώ φίλαι Μοίραι. Έδει γάρ αυτή συγκατακείσθαι με και νύν ως
τότε. Αλλ’ εγώ μέν περίειμι και τροφής ψαύω και διαλέξομαι τοίς
εταίροις, ή δε ουκέτι με φαιδροίς τους όμμασιν όψεται μειδιώσα, ουδέ
ίλεως και ευμενής διανυκτερεύσει τοίς ήδίστοις εκείνοις κολάσμασιν.
Αρτίως μέν οίον εφθέγγετο, οίον έβλεπεν, όσαι ταίς ομιλίαις αυτής
σειρήνες ενίδρυντο, ως δε ηδύ τι και ακήρατον από των φιλημάτων νέκταρ
έσταζεν. Έπ’ άκροις μοι δοκεί τοίς χείλεσιν αυτής εκάθισεν ή Πειθώ.
Άπαντα εκήλει ή γε τον κεστόν υπέζωστο, όλαις ταίς Χάρισι την Αφροδίτην
δεξιωσαμένη.
Έρρει τα παρά τάς προπόσεις μινυρίσματα, και ή τοίς ελεφαντίνοις
δακτύλοις κρουομένη λύρα έρρει. Κείται δε η πάσαις μέλουσα Χάρισι κωφή
λίθος και σποδιά, και Μέγαρα μέν ή ιππόπορνος ζή, ούτω Θεαγένην συλήσασα
ανηλεώς ως έκ πάνυ λαμπράς ουσίας τον άθλιον χλαμύδιον αρπάσαντα και
πέλτην οίχεσθαι στρατευσόμενον. Βακχίς δε ή τον εραστήν φιλούσα απέθανε.
Ράων γέγονα προς σε αποδυράμενος, Ευθύκλεις φίλτατε. Ηδύ γάρ μοί τι
δοκεί περί εκείνης και λαλείν και γράφειν. Ουδέν γάρ ή το μεμνήσθαι
καταλέλειπται. Έρρωσο.
********************************
Ο Μενεκλείδης (γράφει) στον Ευθυκλή
"Έφυγε"
η ωραία Βακχίδα, αγαπημένε Ευθυκλή, "έφυγε", και μ΄άφησε πνιγμένο στα δάκρυα και
με την ανάμνηση ενός έρωτα τόσο γλυκού στο παρελθόν αλλά και τόσο πικρού, τώρα που τον σκέφτομαι.
Αξέχαστη θα ΄ναι μέσα μου η Βακχίδα , που τόσο με συμπαθούσε , όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Δε είναι απολογία για τη ζωή των εταίρων ο έπαινος που της πλέκω. Και αν μαζεύονταν από όλα τα μέρη του κόσμου και αφιέρωναν ένα άγαλμα στην Αφροδίτη ή στις Χάριτες, νομίζω πως θα έπρατταν άγια. Όλοι λένε πως είναι γυναίκες πονηρές, άπιστες και συμφεροντολόγες, ότι πάνε πάντα σ΄όποιον δίνει, αλλά αφού δεν κάνουν κακό σε όσους κάνουν παρέα, μια τέτοια αντίληψη είναι αυταπόδεικτα άδικη συκοφαντία. Έτσι απέναντι στην κοινή κακολογία αντιπροβάλλουν το ήθος τους.
Ξέρεις εκείνον τον Μήδειο από την Συρία που κατέφθασε εδώ με όλο το υπηρετικό του προσωπικό και τα συμπράγκαλά του και της υποσχόταν ευνούχους και δούλες και στολίδια βαρβαρικά. Και όμως, όταν αυτός εμφανίστηκε , η Βακχίδα δεν τον πλησίαζε, αλλά της άρεσε να κοιμάται κάτω απ’ το παλτουδάκι μου , το φτωχικό κι απλό.Της αρκούσαν τα λίγα που της έστελνα, αρνούμενη τις σατραπικές και πολύχρυσες δωρεές του.
Αμ εκείνο τον σατανά , τον έμπορο από την Αίγυπτο, δεν τον έστειλε στο διάβολο, παρόλο το χρυσάφι που της πρότεινε; Καμιά δεν είναι σήμερα καλύτερη απ’ αυτήν στο να την σπρώχνει κάποιος θεός να προτιμήσει έναν ευδαίμονα βίο.
Τώρα όμως μας άφησε κι έφυγε και κοιμάται μόνη στον τάφο η Βακχίδα. Τι αδικία, αγαπημένες Μοίρες, ενώ έπρεπε να κοιμάμαι ακόμα μαζί της, όπως στο παρελθόν! Αλλά εγώ περπατώ, τρώω το φαγητό μου και μιλώ με τους συντρόφους, ενώ εκείνη δεν θα με ξανακοιτάξει χαρούμενη και γελαστή ούτε , όντας πονόψυχη και καλή, θα περάσει μαζί μου τη νύχτα με τα ηδονικά χάδια της.
Μόλις χτες έβλεπε και μιλούσε και τα λόγια της έμοιαζαν με της σειρήνας , ενώ το νέκταρ από τα φιλιά της έσταζε ανόθευτο και γλυκό. Νόμιζα πως είχε καθίσει στα χείλη της η Πειθώ.Τεράστια η γοητεία της σαν να ΄ταν ζωσμένη τη ζώνη των Χαρίτων για να υποδεχτεί την Αφροδίτη.
Σιγοτραγουδούσε στις προπόσεις και η λύρα κελαηδούσε κάτω από τα φιλντισένια δάχτυλά της.
Τώρα αυτή που έμοιαζε με όλες τις Χάριτες κείτεται σαν πέτρα άψυχη και στάχτη, ενώ η Μεγάρα η αλόγα πουτάνα ζει, αυτή που ξετίναξε χωρίς οίκτο τον Θεαγένη από την τεράστια περιουσία του κι αυτός πήρε μια άθλια χλαμύδα και μία ασπιδούλα και έφυγε φαντάρος.
Η Βακχίδα, που αγαπούσε τον εραστή της, πέθανε.
Προτιμώ να κλαίγομαι σε σένα , αγαπημένε Ευθυκλή. Αλλά ευχαριστιέμαι να μιλώ και να γράφω για κείνη.Τίποτε άλλο δεν άφησε πίσω της , εκτός από την αγαθή μνήμη της.
Υγίαινε...
Αξέχαστη θα ΄ναι μέσα μου η Βακχίδα , που τόσο με συμπαθούσε , όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Δε είναι απολογία για τη ζωή των εταίρων ο έπαινος που της πλέκω. Και αν μαζεύονταν από όλα τα μέρη του κόσμου και αφιέρωναν ένα άγαλμα στην Αφροδίτη ή στις Χάριτες, νομίζω πως θα έπρατταν άγια. Όλοι λένε πως είναι γυναίκες πονηρές, άπιστες και συμφεροντολόγες, ότι πάνε πάντα σ΄όποιον δίνει, αλλά αφού δεν κάνουν κακό σε όσους κάνουν παρέα, μια τέτοια αντίληψη είναι αυταπόδεικτα άδικη συκοφαντία. Έτσι απέναντι στην κοινή κακολογία αντιπροβάλλουν το ήθος τους.
Ξέρεις εκείνον τον Μήδειο από την Συρία που κατέφθασε εδώ με όλο το υπηρετικό του προσωπικό και τα συμπράγκαλά του και της υποσχόταν ευνούχους και δούλες και στολίδια βαρβαρικά. Και όμως, όταν αυτός εμφανίστηκε , η Βακχίδα δεν τον πλησίαζε, αλλά της άρεσε να κοιμάται κάτω απ’ το παλτουδάκι μου , το φτωχικό κι απλό.Της αρκούσαν τα λίγα που της έστελνα, αρνούμενη τις σατραπικές και πολύχρυσες δωρεές του.
Αμ εκείνο τον σατανά , τον έμπορο από την Αίγυπτο, δεν τον έστειλε στο διάβολο, παρόλο το χρυσάφι που της πρότεινε; Καμιά δεν είναι σήμερα καλύτερη απ’ αυτήν στο να την σπρώχνει κάποιος θεός να προτιμήσει έναν ευδαίμονα βίο.
Τώρα όμως μας άφησε κι έφυγε και κοιμάται μόνη στον τάφο η Βακχίδα. Τι αδικία, αγαπημένες Μοίρες, ενώ έπρεπε να κοιμάμαι ακόμα μαζί της, όπως στο παρελθόν! Αλλά εγώ περπατώ, τρώω το φαγητό μου και μιλώ με τους συντρόφους, ενώ εκείνη δεν θα με ξανακοιτάξει χαρούμενη και γελαστή ούτε , όντας πονόψυχη και καλή, θα περάσει μαζί μου τη νύχτα με τα ηδονικά χάδια της.
Μόλις χτες έβλεπε και μιλούσε και τα λόγια της έμοιαζαν με της σειρήνας , ενώ το νέκταρ από τα φιλιά της έσταζε ανόθευτο και γλυκό. Νόμιζα πως είχε καθίσει στα χείλη της η Πειθώ.Τεράστια η γοητεία της σαν να ΄ταν ζωσμένη τη ζώνη των Χαρίτων για να υποδεχτεί την Αφροδίτη.
Σιγοτραγουδούσε στις προπόσεις και η λύρα κελαηδούσε κάτω από τα φιλντισένια δάχτυλά της.
Τώρα αυτή που έμοιαζε με όλες τις Χάριτες κείτεται σαν πέτρα άψυχη και στάχτη, ενώ η Μεγάρα η αλόγα πουτάνα ζει, αυτή που ξετίναξε χωρίς οίκτο τον Θεαγένη από την τεράστια περιουσία του κι αυτός πήρε μια άθλια χλαμύδα και μία ασπιδούλα και έφυγε φαντάρος.
Η Βακχίδα, που αγαπούσε τον εραστή της, πέθανε.
Προτιμώ να κλαίγομαι σε σένα , αγαπημένε Ευθυκλή. Αλλά ευχαριστιέμαι να μιλώ και να γράφω για κείνη.Τίποτε άλλο δεν άφησε πίσω της , εκτός από την αγαθή μνήμη της.
Υγίαινε...
Μετάφραση: Gerontakos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου