Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν-Γκούζεν ...
****************************
Ιάκωβου Καμπανέλη
ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ
ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ
Στο Ες‐Ες Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν έμεινα κρατούμενος απʹ το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το τέλος του πολέμου . Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε και μόνο τώρα νιώθω σε θέση να θίξω και να καταγράψω το μέρος αυτό της ζωής μου και της ζωής τόσων άλλων . Σήμερα , που βλέπω τη « συνάντηση » του « παρελθόντος » με το « παρόν », ξεκαθαρίζουν στη σκέψη μου γεγονότα που δεν είχα καταλάβει . Ίσως να τα κατάλαβα τώρα . Οι σελίδες αυτές αρχίζουν με την απελευθέρωση του Μαουτχάουζεν στις 5 Μαΐου 1945. Με γυρίσματα προς τα πίσω ξαναζωντανεύει η εποχή όπου το Μαουτχάουζεν ήταν Ες‐Ες Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως και Εξοντώσεως . SS Konzentrazion und Vernichtungs Lager.
Η αφήγηση παρακολουθεί τους απελευθερωμένους ως την ημέρα που πήραν το δρόμο για τη νέα τους ζωή , στη μεταπολεμική Ευρώπη . Το « Μαουτχάουζεν » είναι μια « αληθινή » ιστορία , όπως την ξανάζησα τις ώρες που ξανάβλεπα παλιές σημειώσεις και προσπαθούσα να τη « θυμηθώ ». 1963
Ιάκωβος Καμπανέλλης – Επίσημη Ιστοσελίδα
Διαβάστε Συνένετευξη του Ι.Κ.>- "Ιστορία και Μνήμη: Μαουτχάουζεν
Α. Τα σημάδια έρχονταν από γη και ουρανό
Ήταν Απρίλης . Κι ήταν χίλια εννιακόσα σαράντα πέντε . Είχαμε αρχίσει να το ξέρουμε πως ο πόλεμος πάει να τελειώσει ... Τα σημάδια ήταν πολλά . Τα μεγάφωνα που ήταν μέσα στις παράγκες για ν ' ακούμε τ ' ανακοινωθέντα της Βέρμαχτ και τους λόγους του Χίτλερ είχαν από καιρό βουβαθεί .
Κάθε μέρα ο ουρανός έτριζε από εκατοσταριές αμερικάνικα βομβαρδιστικά που έρχονταν απ ' τη μεριά της Γαλλίας . Ένα απόγεμα μετρήσαμε πάνω από χίλια . Οι Ες‐Ες έβγαιναν απ ' τις παράγκες τους και τα κυνηγούσαν με βλαστήμιες . Ύστερα ανάβανε τσιγάρα , αρχίζανε τα καλαμπούρια , ώσπου να τους πιάσει υστερία από τα γέλια .
Ο ούντερσαφ φύρερ Λέεμπ (Josef Leeb, εκτελέστηκε στις 27/5/1947) , γραμματέας στην Πολιτική Διεύθυνση , έκλεβε φαΐ απ ' την κουζίνα των αξιωματικών και μας το μοίραζε για να μας αποδείξει πόσο πονόψυχος είναι.
Οι Ες‐Ες έδεσαν έναν Πολωνό αγκαλιά με τέσσερις πεθαμένους και τον άφησαν έτσι τέσσερις μέρες στην απομόνωση . Όταν την πέμπτη μέρα βγήκε , γύριζε από παράγκα σε παράγκα κι έλεγε πως οι πεθαμένοι του είπαν ότι « ο Στάλιν θα ' ρθει το Μάη ».
Τις νύχτες βλέπαμε λάμψεις χαμηλά στον ορίζοντα . Νύχτα με τη νύχτα οι λάμψεις έρχονταν πιο κοντά στο στρατόπεδο . Ένας Ες‐Ες με φώναξε να του ξελασπώσω με το σκούφο μου τις μπότες που φορούσε . Ύστερα με διάταξε να τις παστρέψω με τη γλώσσα μου . Ένας φίλος του τον πλησίασε και πιάσανε ψιλή ψιθυριστή κουβέντα . Τον άκουσα να λέει πως οι δικοί τους « έρχονται για μέσα ».
Στο δάσος που κύκλωνε το στρατόπεδο οι μελλοθάνατοι πριν εκτελεστούν ανοίγανε τους λάκκους τους . Σ ' ένα λάκκο , το χώμα που σωριάζανε στο πλάι ξανακύλησε τρεις φορές μέσα , έτσι σαν ένα θεόρατο αόρατο φτυάρι να το ' σπρωχνε .
Ο Ες‐Ες που επόπτευε , χλώμιασε , πήγε και το ανάφερε στο διοικητή . Τον σκοτώσανε στο διάδρομο του Διοικητηρίου με την κατηγορία « ηττοπαθής ».
Την τελευταία βδομάδα του Απρίλη είδαμε σωρούς χαρτιά να καίγονται κοντά στη μεριά που ήταν τα εργαστήρια . Καίγανε τα αρχεία . Εξαφανίζανε τους κατάλογους των ντουφεκισμένων , των κρεμασμένων , των σκασμένων με γκάζι , των πνιγμένων στο Γαλάζιο Δούναβη , των φαγωμένων από σκυλιά , των ξεπνοϊσμένων από βασανιστήρια . Ο Ρώσος ταγματάρχης Πιρόγκωφ σαν είδε τις φωτιές είπε : « Τους καίνε για δεύτερη φορά ».
Στο γήπεδο , εκεί που άλλοτε οι ομάδες των Ες‐Ες παίζανε ποδόσφαιρο με ομάδες που έρχονταν απ ' τα γύρω χωριά και τα εργοστάσια , εκπαιδεύανε τώρα εθελοντές που φεύγανε γραμμή για το μέτωπο . Οι εθελοντές ήταν όλοι τους γέροι βαρυποινίτες , φερμένοι από μια κοντινή φυλακή . Τους πεθαίνανε στα γυμνάσια και στις φωνές ... « Χίτλερ Ζιγκ‐Ζιγκ‐Ζιγκ !». Το απόγεμα γυρίζανε στις παράγκες τραγουδώντας βραχνά , παράφωνα , ξεθυμασμένα ...
« Στην πατρίδα ανθεί ένα λουλουδάκι
και το λεν ... άιν‐τσβο‐ντράι ...
Έρρικα !».
Ο βαρόνος φον Λιντενχάους που δούλευε σκουπιδιάρης στη μεγάλη πλατεία , κάθε που τους έβλεπε να περνούν , τραγουδούσε κι αυτός ...
« Το παλιό μας το γραμμόφωνο ξεκούρδισε ...
άιν‐τσβο‐ντράι ...
και το λεν ... Τρίτο Ράιχ !».
Ένα πρωί , στα ξαφνικά , ένα αμερικάνικο καταδιωχτικό σβούριξε πάνω απ ' τις παράγκες και τα γραφεία . Κατέβαινε τόσο χαμηλά λες κι ήθελε να προσγειωθεί στην πλατεία . Ύστερα άρχισε τα παιχνίδια . Βάλθηκε να πολυβολεί στα παράθυρα του Διοικητηρίου . Οι Ες‐Ες φοβισμένοι μην πέσουν και βόμβες , βγήκαν στο δρόμο . Το καταδιωχτικό τους κυνηγούσε μια πάνω μια κάτω , κόβοντας επικίνδυνες βόλτες . Ξαφνιασμένοι κι αλαφιασμένοι σκουντούσαν ο ένας πάνω στον άλλο . Μαζώνονταν , σκόρπιζαν , σκόνταφταν , γλιστρούσαν , πέφτανε .
Εμείς τρέμαμε μην πάει αυτός ο « κάου μπόυ » και τρακάρει πάνω σε κάνα πύργο . Ιδρωμένοι , βρώμικοι , λαχανιασμένοι οι Ες‐Ες ήρθανε και χωθήκανε ανάμεσά μας . Τα αμπέχονά τους ανεβοκατεβαίνανε απ ' τις κοφτές ανάσες , οι ζώνες τους τρίζανε , ο αγέρας μύριζε σωματίλα και φόβο .
Ο « κάου μπόυ » με το καταδιωχτικό έκανε έναν άγριο κύκλο , έτσι σα να τον χάραζε πάνω σε τζάμι , κι έφυγε .
Οι Ες‐Ες μείνανε άφωνοι , ασάλευτοι και μας κοιτάζανε στα μάτια . Τους κοιτάζαμε και μεις κατάματα , άφωνοι , ασάλευτοι , σε στάση προσοχής , ακολουθώντας την πειθαρχία που θέλανε . Πήραν πρώτοι τα μάτια τους , κοίταξαν αλλού . Καθώς γυρίζανε στα γραφεία τους άρχισαν να ψάχνουν στο δρόμο και τις πρασιές και να μαζεύουν τα πράγματα που τους είχανε πέσει .
Κι όμως , όσο πλήθαιναν τα καλά σημάδια , τόσο πιο κοντινός γινόταν ο κίνδυνος για μας . Το ομαδικό ξεπάστρεμα είχε αρχίσει από βδομάδες . Ο θάλαμος του γκαζιού και οι φούρνοι δουλεύανε μέρα και νύχτα . Κάμανε αρχή με τους άρρωστους και συνεχίσανε με κείνους που είχαν έρθει από άλλα στρατόπεδα . Οι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά τη σειρά τους .
Ο διοικητής έκανε απανωτές επιθεωρήσεις , σκύλιαζε που τόσοι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά . Φώναζε ότι έπρεπε να βρεθεί τρόπος ν ' αυξηθεί η « απόδοση ». Ο υποδιοικητής έλεγε ότι δεν υπάρχει πια αρκετό γκάζι για να κάμει κι άλλους θαλάμους . Και το πετρέλαιο όπου να ' ναι θα τελειώσει . Ο διοικητής σκύλιαζε χειρότερα . « Να βρείτε άλλου είδους αέριο » φώναζε « κι όσο για καύσιμα υπάρχουν βουνά από ξύλα . Εγώ δε θέλω να στερήσω ούτε τα καύσιμα απ ' τη γερμανίδα νοικοκυρά ούτε το πετρέλαιο απ ' την πολεμική μας βιομηχανία . Αλλά δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι είμαστε ανίκανοι να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας ».
Ο υποδιοικητής επέμενε ν ' αποφασιστεί η εκκαθάριση με τα πολυβόλα και οι νεκροί να θάβονται σε λάκκους που θα σκάβουν οι ίδιοι . « Γκάζι και πετρέλαιο » διαμαρτυρόταν « δεν έχω , ούτε τα μεταφορικά μέσα για να φέρω . Ενώ σφαίρες διαθέτω άφθονες ».
Ο διοικητής έλεγε κοφτά πως αυτό αποκλείεται .
« Δεν έχω καμιά τέτοια εντολή απ ' το Βερολίνο ».
Η κουβέντα γινόταν πλάι στους μελλοθάνατους που καραδοκούσαν ν ' αρπάξουν τ ' αποτσίγαρα που έριχναν οι συνομιλητές . Ύστερα ο διοικητής σεργιάνιζε κατά μήκος του σωρού των νεκρών που ήταν αραδιασμένοι σε απανωτές στρώσεις όπως τα ξύλα στις ξυλαποθήκες . Κουνούσε στεναχωρημένοςτο κεφάλι του και φώναζε : « Θα είμαστε τυχεροί αν δε φανεί κανένας Χίμμλερ από δω να δει το χάλι μας ».
Διοικητής και υποδιοικητής φανερώνανε γι΄άλλη μία φορά φωναχτά πόσο αντιπαθούσαν και περιφρονούσαν ο ένας τον άλλο.
Στα μέσα του Απρίλη ήρθε , ως φαίνεται , η εντολή απ ' το Βερολίνο . Στο δάσος , που με την άνοιξη οι βαλανιδιές , οι οξιές , οι καστανιές είχαν φουντώσει κι οι φτέρες ανέβηκαν ως τα γόνατα , οι μελλοθάνατοι ανοίγανε τους λάκκους τους , κατέβαιναν μέσα κι ένα πολυβόλο τους έριχνε όσο το δυνατόν λιγότερες σφαίρες . Μια άλλη εντολή απ ' το Βερολίνο είχε συστήσει « αιματηρές οικονομίες στα πυρομαχικά ».
Ωστόσο η εκκαθάριση ούτε και τώρα είχε « απόδοση ». Οι Ες‐Ες φεύγανε για το μέτωπο . Η φρουρά λιγόστεψε . Μόλις που έφτανε να μας φυλάει . Τα εξωτερικά συνεργεία που δουλεύανε στο σιδηροδρομικό σταθμό , στο λιμάνι του ποταμού , στα χωράφια , πάψανε να βγαίνουνε .
Έτσι τέλειωσε ο Απρίλης . Κι ήρθε ο Μάης . Ο διοικητής είχε μέρες να φανεί . Ένας κρατούμενος τον είδε στο όνειρό του . « Ο διοικητής είχε γίνει ψάρι και κολυμπούσε στο παρακλάδι του Δούναβη που κυλούσε πίσω απ ' το λατομείο ».
Την πρώτη του Μάη τρεις νεαροί αξιωματικοί οπλισμένοι με αυτόματα φύγανε σα σίφουνας μ ' ένα φολκς‐βάγκεν , για να ξετρυπώσουν και να εκτελέσουν επιτόπου τον προϊστάμενο της Πολιτικής Διευθύνσεως . Ο στουρμ φύρερ Σουλτς είχε φορέσει την τυρολέζικη κυνηγετική του φορεσιά και ώρα χαράματα καβάλησε μια μοτοσικλέτα και χάθηκε . Οι τρεις , που φύγανε για να τον βρούνε , χάθηκαν κι αυτοί .
Αυτές τις τελευταίες νύχτες οι λάμψεις είχαν έρθει πολύ κοντά μας . Σαν αστραπές από βροχή που έρχεται . Αρχίσαμε ν ' ακούμε και τους βρόντους των κανονιών και να μετράμε την απόσταση .
Στις 2 του Μάη οι μάγειροι που πήγαιναν ξημερώματα στην κουζίνα είδαν στο δυτικό πύργο έναν αλλιώτικο φρουρό . Αλλιώτικος ήταν κι ο φρουρός στη σκοπιά του κλίβανου που ήταν η πιο κοντινή . Και διακρίναμε καθαρά το ντουφέκι να τρέμει στα χέρια του . Η σκοπιά ήταν πίσω απ ' το πυκνό ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα . Ωστόσο αυτός έτρεμε και τσίριζε να κάνουμε πέρα . Ήταν ηλικιωμένος , ντυμένος με καφετιά στολή και χωρίς μπότες . Μας είπε πως είναι της Πολιτοφυλακής . Πως οι Ες‐Ες φύγανε τη νύχτα . Όλοι . Πήρε θάρρος , άφησε χάμω το ντουφέκι του , άνοιξε το σακίδιό του , πήρε δυο μήλα και μας τα πέταξε . Μπλέξανε στο συρματόπλεγμα και μείνανε εκεί . Έκανε να μας πετάξει άλλα . Ποιος νοιαζότανε τώρα για μήλα .
Σύσσωμο το στρατόπεδο άρχισε να βουίζει και να σαλεύει . Οι παράγκες αδειάσανε , η πλατεία έπηξε . Αρχίσανε κι άλλοι φρουροί να ρίχνουν μήλα και φέτες κουραμάνα . Οι ανώτεροί τους ζήτησαν να μιλήσουν με μια δική μας επιτροπή . Και τα μεγάφωνα , που τόσο καιρό είχαν βουβαθεί , ξανακούστηκαν . Η φωνή του ομιλητή ήταν γλυκερή και τρεμουλιάρικη . Σαν τα γράμματα παλιού καλλιγράφου που τώρα το χέρι του τρέμει . Είπε πως αν δεν τους πειράξουμε ούτε κι εκείνοι θα μας πειράξουν . Εξήγησε πως αυτοί δεν είναι Ες‐Ες ούτε Βέρμαχτ , είναι Πολιτοφύλακες . Όλοι τους απλοί άνθρωποι , επιστρατευμένοι , οικογενειάρχες . Η διαταγή που έχουν είναι να μη μας αφήσουν να ξεχυθούμε στη χώρα . Αυτό θα είναι επικίνδυνο και για μας . Πρέπει να κάνουμε υπομονή ώσπου να ' ρθουν οι συμμαχικές δυνάμεις .[.......]
Συνεχίζεται...
"Ο διοικητής Τσιράις (κέντρο) έκανε απανωτές επιθεωρήσεις , σκύλιαζε που τόσοι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά . Φώναζε ότι έπρεπε να βρεθεί τρόπος ν΄ αυξηθεί η « απόδοση »" (Ι.Κ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου