ΤΙΤΛΟΣ: Φιορίλε (Fiorile)
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάολο και Bιτόριο Ταβιάνι
ΧΩΡΑ: Ιταλία 1993 ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118΄έγχρωμο
ΣΕΝΑΡΙΟ: Sandro Petraglia, Paolo Taviani, Vittorio Taviani
ΜΟΥΣΙΚΗ: Νικόλα Πιοβάνι (Nicola Piovani) ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Giuseppe Lanci
ΠΑΙΖΟΥΝ: Claudio Bigagli, Galatea Ranzi, Michael Vartan, Lino Capolicchio, Constanze Engelbrecht, Athina
Cenci, iovanni Guidelli, Norma Martelli, Pier Paolo Capponi, Chiara
Caselli, Renato Carpentieri, Carlo Luca De Ruggieri, Laurent Schilling,
Fritz Müller-Scherz, Laura Scarimbolo κ.α.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
Φιορίλε
στα ιταλικά ονομάζεται ο όγδοος μήνας του ημερολογίου της Γαλλικής
Επανάστασης, χρονολογικά συμπίπτει με το Μάη και θα μπορούσε ελεύθερα να
μεταφραστεί σαν «ο μήνας των λουλουδιών». Οι ήρωες του Φιορίλε συχνά αναπολούν την αγαπημένης τους, την ερωτική τους σύντροφο, με το όνομα αυτό. Έτσι, το Φιορίλε αφορά τρεις αξίες που για τους Ταβιάνι παραμένουν άφθαρτες: τον έρωτα, την άνοιξη και την επανάσταση.
Φιορίλε
όμως σημαίνει επίσης την επιστροφή των δύο ιταλών σκηνοθετών στην
φρεσκάδα και την αμεσότητα, μετά από μια μικρή περίοδο συμβολικού
στόμφου και αλληγορικής στασιμότητας (αναφερόμαστε στα Καλημέρα Βαβυλωνία και Ο ήλιος ακόμη και τη νύχτα).
Το φιλμ αυτό, ένα από τα δροσερά που έχουν γυρίσει οι Ταβιάνι,
χαρακτηρίζεται από την αρμονική συνύπαρξη της ποίησης και του
ανατρεπτικού πολιτικού προβληματισμού, την τέχνη της οποίας γνωρίζουν
τόσο καλά οι δτο Ιταλοί σκηνοθέτες.
Το
Φιορίλε είναι ι ιστορία της οικογένειας «Μπενεντέτι» (που στα ελληνικά
σημαίνει «ευλογημένοι») από γενεά σε γενεά και των αιτιών που κάνουν
τους ντόπιους να τους αποκαλούν «Μαλεντέτι», δηλαδή «καταραμένους».
Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού από τη Γαλλία στη Φλωρεντία, οι
τελευταίοι απόγονοι των Μπενεντέτι, σύγχρονοί μας διηγούνται στα παιδιά
τους τρεις ιστορίες, οι οποίες αντιστοιχούν σε τρεις διαφορετικές
διαδοχικές γενεές της οικογένειας αυτής. Κάθε ιστορία είναι αυτόνομη και
αναφέρεται σε τρεις ξεχωριστές ιστορικές στιγμές: α) την εποχή κατά την
οποία ο δημοκρατικός στρατός του Ναπολέοντα πολέμησε με τους
αντιδραστικούς ευγενείς της Τοσκάνης
β) τις αρχές του εικοστού αιώνα
γ) την εποχή της αντίστασης κατά του φασισμού προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το Φιορίλε
είναι η ιστορία μιας ευλογίας και μις κατάρας. Όταν, εδώ και δυο αιώνες
περίπου τα στρατεύματα του Ναπολέοντα μπαίνουν στην Τοσκανη, μεταφέρουν
μαζί τους ένα κιβώτιο με χρυσά νομίσματα, τα οποία είναι υποχρεωμένος
να φυλά ο ονειροπόλος στρατιώτης Ζαν. Ο Ζαν είναι απρόσεκτος, έχει
συνέχεια το μυαλό του στις επαναστατικές ιδέες και στον έρωτά του για
την τοσκανή χωριατοπούλα Ελιζαμπέτα. Ενώ οι νέοι κάνουν έρωτα στα
χωράφια, ο Κοράντο, ο αδελφός της Ελιζαμπέτα, κλέβει το θησαυρό. Η
οικογένεια των φτωχών χωρικών γίνεται πάμπλουτη, «ευλογημένη» αλλά
εξαιτίας της ο Ζαν δικάζεται για αμέλεια σύμφωνα με τον στρατιωτικό νόμο
και εκτελείται. Οι Μπενεντέτι είχαν την ευκαιρία να σώσουν τον Ζαν
επιστρέφοντας το χρυσάφι, αλλά δεν το έκαναν. Έτσι, ο θησαυρός του Ζαν
γίνεται ταυτόχρονα η ευλογία και η κατάρα της οικογένειας.
Ευλογία
και κατάρα. Κανένα είδος προπατορικού αμαρτήματος, κακού οιωνού ή
τραγικής θεόσταλτης μοίρας δεν κυνηγά του Μπενεντέτι, αλλά ένα κοινωνικό
στίγμα, το στίγμα της ταξικής προδοσίας. Ο Ζαν είναι ο φορέας των
ιδανικών της κοινωνικής εξέγερσης και, παρόλα αυτά, οι Μπενεντέτι του
γυρίζουν την πλάτη, προτιμούν τα αργύρια της προδοσίας από το θησαυρό
των ιδεών του. Αντίστροφα από τον Φούλβιο του Αλονζανφάν, ο
οποίος έχει αποστατήσει από την τάξη των ευγενών για να ενστερνιστεί τα
επαναστατικά ιδεώδη (και στη συνέχεια να λιγοψυχήσει), οι Μπενεντέτι
αποσκιρτούν από την τάξη των χωρικών προκειμένου να γίνουν οι ίδιοι
μεγαλοκτηματίες. Κατά τον προσφιλή τους τρόπο, οι Ταβιάνι δεν
επιδοκιμάζουν ούτε αποδοκιμάζουν τις πράξεις των ηρώων τους, παρά
παρακολουθούν με συμπάθεια το τρομερό δίλημμα στο οποίο βρίσκονται οι
πάμπτωχοι χωρικοί, τις αμφιταλαντεύσεις τους για το αν θα πρέπει ή όχι
να επιστρέψουν το κιβώτιο με το χρυσάφι.
Στη
δεύτερη ιστορία, παρακολουθούμε τους, μεγαλοαστούς πλέον, Μπενεντέτι
των αρχών του εικοστού αιώνα. Πρόκειται για την Ελίζα, απόγονη της
πιστής στον έρωτά της για τον Ζαν Ελιζαμπέτα, και τα δυο της αδέλφια,
τον ισχυρό, πολιτικά φιλόδοξο Αλεσάντρο και τον διανοητικά καθυστερημένο
Ρέντζο. Η Ελίζα, που βρίσκεται από τη μεριά των πάμπλουτων και ισχυρών,
ερωτεύεται ένα φτωχό χωρικό (τα κεντρικά πρόσωπα κάθε γενιάς των
Μπενεντέτι ενσαρκώνονται περίπου από τους ίδιους ηθοποιούς, προκειμένου
να δοθεί μια ισχυρή εντύπωση συνέχειας, σχεδόν μετεμψύχωσης). Όταν ο
αδελφός της επεμβαίνει δραστικά για να διακόψει την ερωτική αυτή σχέση, η
Ελίζα παίρνει την εκδίκησή της: δολοφονεί τα αδέλφια της
δηλητηριάζοντάς τα.
Γνώριμα μοτίβα του ταβιανικού σινεμά διαπερνούν την ιστορία της Ελίζας και του απαγορευμένου της έρωτα:
Α)
το σχήμα άντρας-γυναίκα (η Ελίζα και τα δυο της αδέλφια), η αισθητική
αρμονία και οι λεπτές ισορροπίες που παράγει (το έχουμε ήδη συναντήσει
στο Λιβάδι). Ο διανοητικά καθυστερημένος αδελφός είναι το πιο
ενδιαφέρον πρόσωπο του τριγώνου, ένας πραγματικός «τρίτος», το αβοήθητο,
εγκαταλειμμένο στις φοβίες και ενοχές του, θύμα του κληρονομικού κακού,
ένας ανίκανος γόνος, συνθλιμμένος από την ίδια την κοινωνική θέση στην
οποία βρίσκεται παρά τη θέλησή του.
β)
το μοτίβο της μεταμφίεσης. Ο εραστής της Ελίζας εισέρχεται στη δεξίωση
του μεγάλου αρχοντικού των Μπενεντέτι σαν μέλος μιας ομάδας ηθοποιών,
μεταμφιεσμένος σε γυναίκα. Η μεταμφίεση για τους Ταβιάνι (αρκεί να
θυμηθούμε τη μεγαλειώδη ενορχήστρωση των μεταμφιέσεων στο Αλονσανφάν)
είναι κάτι σαν μαγική μεταμόρφωση, σαν τελετουργική πραγματοποίηση του
ανέφικτου, σαν καταστρατήγηση των ορίων ανάμεσα στο όνειρο και την
πραγματικότητα. Η μεταμφίεση του χωρικού σε γυναίκα αποτελεί το
διαβατήριό του για την έπαυλη, το μαγικό κλειδί για τον απαγορευμένο
χώρο, εκείνον που οι αφέντες κρατούν προνομιακά για τον εαυτό τους. Η
αρχοντιά της δεξίωσης, η γλυκειά εμφάνιση της Ελίζας (θυμίζει πολύ την
Αντονέλη στον Αθώο), είναι ένας ακόμη φόρος τιμής των Ταβιάνι στον αγαπημένο τους Βισκόντι.
Γ)
η χρήση δηλητηριωδών μανιταριών σαν τρόπος εκδίκησης θα ταίριαζε
περισσότερο στις κακές μάγισσες των παραμυθιών παρά στην ηρωίδα μιας
αληθινής ιστορίας. Άλλωστε, ολόκληρη η ιστορία του χρυσαφιού των
Μπενεντέτι παρουσιάζεται σαν θρύλος, αντλεί στοιχεία τόσο από την
ιστορία (η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέοντας, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
και η Αντίσταση, οι κοινωνικές ανισότητες των αντίστοιχων εποχών, είναι
πραγματικά, ιστορικά, σημεία αναφοράς) όσο και η λαϊκή φαντασία που
υποτίθεται πως έχει εμπλουτίσει το θρύλο αυτό. Και φυσικά, ολόκληρη η
ταινία, όπως συμβαίνει τόσο συχνά με τους Ταβιάνι, έχει το ύφος ενός
όμορφου παραμυθιού ή πιο σωστά, μιας παραβολής. Τα παιδιά αποτελούν τους
προνομιακού παραλήπτες των παραμυθιών, για το λόγο αυτό, οι δύο μικροί,
σύγχρονοί μας, Μπενεντέτι. Το αγόρι και το κορίτσι, στους οποίους
απευθύνεται η αφήγηση των τριών ιστοριών, παίζουν το ρόλο του συνδετικού
κρίκου της ταινίας και του πρωταρχικού λόγου συγκρότησής της.
Η
τρίτη ιστορία, η περισσότερο συμβατική, κατά τη γνώμη μας (θυμίζει πολύ
τη Νύχτα του Σαν Λορέντζο) μιλά για τον καλλιεργημένο απόγονο των
Μπενεντέτι, φοιτητή της ιστορίας και βιολοντσελίστα, στα χρόνια της
αντίστασης. Ο Μπενεντέτι αυτός παίρνει μέρος στον αγώνα κατά του
φασισμού, συλλαμβάνεται, οδηγείται για εκτέλεση, αλλά είναι ο μόνος από
τους συντρόφους του που γλυτώνει. Ο φασισμός παραπαίει, ο Δεύτερος
Παγκόσμιος Πόλεμος βαδίζει προς το τέλος του, και οι μελανοχίτωνες,
τρομαγμένοι από την αναμενόμενη ήττα, χαρίζουν τη ζωή σε αντιστασιακούς
υ προέρχονται από φημισμένες ισχυρές οικογένειες. Ο Μπενεντέτι δεν
θέλει να φανερώσει την ταυτότητά του, είναι απρόθυμος να δεχτεί την χάρη
που του δίνεται, όμως οι φασίστες τον διακρίνουν από τους συντρόφους
του χωρικούς χάρη στα λευκά και αδούλευτα χέρια του. Μετά τον πόλεμο,
και αφού έχει χάσει τη γυναίκα που αγαπά, ο Μπενετέτι ζει μια ζωή
μοναχική, σχεδόν σε κατάσταση τρέλας,
Ο
προβληματισμός των Ταβιάνι, και σε αυτή την ιστορία, είναι αρκετά
γνωστός. Αφορά τη μεγάλη, συχνά αξεπέραστη, δυσκολία επικοινωνίας των
διανοούμενων επαναστατών, που πολλές φορές προέρχονται από τα ανώτερα
και ευκατάστατα αριστοκρατικά ή αστικά στρώματα, με τον απλό λαό, του
οποίου τα συμφέροντα υπερασπίζονται. Ο Μπενεντέτι έχει δοθεί ολόψυχα
στον αγώνα του όπως οι χωρικοί δεν τον αναγνωρίζουν σαν έναν από αυτούς
(ο γέροντας χτυπά τον Μπενεντέτι, αναρωτιέται γιατί εκείνος εξακολουθεί
να ζει ενώ οι αγρότες σύντροφοί του όχι), αλλά ούτε οι φασίστες μπορούν
να τον ταυτίσουν με το λαό. Ο πρόγονός του, ο Ζαν, γνωρίζει και αυτός
την ίδια δυσκολία επικοινωνίας και, στη συνέχεια την προδοσία. Ο Ζαν
ήταν Γάλλος, «ξένος», όπως «ξένοι» είναι όλοι οι εξεγερμένοι ήρωες των
Ταβιάνι, που υποφέρουν από το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και την
πράξη, στις επαναστατικές ιδέες και την εφαρμογή τους: οι ήρωες μέλη
του ΚΚΙ στους Ανατροπείς, ο Ρανιέρι του Σαν Μικέλε, ο Φλούβιο του Αλονζανφάν, οι τρεις νέοι του Λιβαδιού, οι δύο Ιταλοί στην Αμερική της Βαβυλωνίας.
Για τους Ταβιάνι, δεν υπάρχει πολιτική χωρίς λυρισμό. Και στις τρεις ιστορίες του Φιορίλε,
ο έρωτας νικά την προδοσία και την απογοήτευση, γίνεται τροφή για την
ποίηση, την αγάπη για τη ζωή, την πίστη για το μέλλον. Όπως είχε συμβεί
παλαιότερα με το Αλονζανφάν, τα χρώματα του Φιορίλε ζουν
μια αυτόνομη ζωή, μιλούν για τα συναισθήματα των ηρώων στη δική τους
γλώσσα: το πράσινο για τα λιβάδια της Τοσκάνης, το γαλάζιο ως το βαθύ
μπλε για τη λίμνη, τη θάλασσα, τα μάτια του Ζαν, τη ριχτή κάπα του, το
χαλί στο σαλόνι της έπαυλης, τη σκιά της νύχτας. Πρόκειται για εκείνο το
μπλε που πλημμυρίζει το δωμάτιο του μικρού βιολοντσελίστα όταν παίζει
μουσική και όταν αργότερα, μεγάλος πια, κάνει έρωτα με την αγαπημένη
του. Και είναι πάλι το μπλε που πλαισιώνει τα όνειρα της Ελίζας και του
διανοητικά καθυστερημένου αδερφού της όταν ποθούν το κολύμπι, τη
θάλασσα, τη φυγή. Και τέλος, το χρυσάφι, το χρώμα του χρήματος αλλά και
του κρυμμένου θησαυρού που τα δύο μικρά παιδιά αναζητούν και
ανακαλύπτουν, στη σοφίτα του παππού τους.
Πράγματι,
η σοφίτα του παππού, του Μπενεντέτι της Αντίστασης, κρύβει ένα θησαυρό
ξεχασμένο και παραπεταμένο. Είναι το ανδρείκελο του Ζαν, ό,τι έχει
απομείνει από εκείνον, τη Γαλλική Επανάσταση και όλες τις επαναστάσεις
που δεν κατόρθωσαν να αλλάξουν τον κόσμο.
Ελένη Μαρά, περιοδικό, ΑντιΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ, τεύχος 11, Μάιος-Ιούλιος, 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου