Σκηνοθεσία -Σενάριο: ΨΑΡΡΑΣ ΤΑΣΟΣ
Είδος: ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ, ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ, ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ
Σενάριο Αρχική Πηγή:ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΛΑΖΑΡΟΣ "ΚΑΡΑΒΑΝ ΣΑΡΑΪ"
Δ/ντής Φωτογραφίας: ΧΑΣΑΠΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
Μοντάζ:ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΟΣ
Ηχολήπτης:ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ ΑΡΓΥΡΗΣ
Σκηνογράφος:ΧΑΛΚΙΑΣ ΑΝΤΩΝΗΣ
Ενδυματολόγος:ΠΑΡΘΕΝΙΑΔΟΥ ΜΑΙΡΗ, ΑΡΣΕΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ, ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ ΚΩΣΤΑΣ
Μουσική Σύνθεση:ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Παραγωγή: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΙΝHΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ (ΕΚΚ), Ε.Ρ.Τ.
Παραγωγός: ΨΑΡΡΑΣ ΤΑΣΟΣ
Διάρκεια: 111΄
Διάρκεια: 111΄
Σύνοψη της υπόθεσης[1]:
Λίγο
πριν το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, στα 1948, γίνεται εκκένωση των
παραμεθορίων χωριών, για να διευκολυνθούν οι κινήσεις του Εθνικού
Στρατού και των ανταρτών. Ένας σαραντάρης χωρικός, ο Μαργαρίτης (Θύμιος
Καρακατσάνης), αναγκάζεται όπως πολλοί άλλοι να εγκαταλείψει το σπίτι
του και να κατεβεί μαζί με τα δύο παιδιά του στη Θεσσαλονίκη.
Εγκαθίσταται σε ένα από τα επιταγμένα, για το σκοπό αυτό, κτίρια της
πόλης, το Καραβάν Σαράι. Στο μέρος αυτό, οι πρόσφυγες ζουν κάτω από
εξαιρετικά άθλιες συνθήκες και καταφεύγουν σε πάσης φύσεως ατιμίες και
μπαγαποντιές. Ο Μαργαρίτης προσπαθεί να παραμείνει αμέτοχος στα ανείπωτα
δράματα που εκτυλίσσονται γύρω του, με μεγάλο ψυχικό κόστος. Ο γιος
του γίνεται εργάτης και μένει στην πόλη, ενώ η κόρη του καταφεύγει στην
εύκολη λύση της πορνείας. Ο ίδιος θα επιστρέψει στο ερειπωμένο χωριό
του.
Βραβεία-Διακρίσεις:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1986, ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ, Β΄ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ, ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑΣ, ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΡΑΤΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΠΟ - ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 1987, ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ, Β΄ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ, ΗΧΟΛΗΨΙΑΣ
[1] http://www.tainiothiki.gr/v2/filmography
Το Καραβάν Σαράι του Τ.
Ψαρρά αποτελεί την αφήγηση του Εμφυλίου από την πλευρά των αμάχων. Η
ιστορία διαδραματίζεται σε ένα πολυώροφο κτίριο, της Θεσσαλονίκης, σε
ερειπιώδη κατάσταση, όπου βρίσκουν καταφύγιο χωρικοί που ο εθνικός
στρατός διώχνει από τα χωριά ώστε να μην στηρίζουν το ΔΣΕ, που έβρισκε
από εκεί τροφή, στρατιώτες, βοήθεια κάθε είδους. Οι «ανταρτόπληκτοι»,
όπως τους ονόμαζε το επίσημο κράτος παραποιώντας την αληθινή αιτία της
ιδιότυπης αυτής προσφυγιάς, έρχονται φορτώνοντας σε ένα κάρο τα ελάχιστα
υπάρχοντά τους και προσπαθούν να βρουν μια γωνιά να στήσουν ένα
πρόχειρο σπιτικό μέχρι να μπορέσουν να ξαναπάνε στον τόπο τους.
Ο φακός παρακολουθεί την οικογένεια ενός χήρου, του Μαργαρίτη και των
δυο νεαρών παιδιών του, Αντώνη και Ειρήνης. Μόλις φτάνουν στην πόλη,
πέφτουν θύματα μαυραγοριτών αετονύχηδων που για «ένα κοστούμι και μια
μερίδα κρέας στο μαγειρείο» αγοράζουν το κάρο και τα βόδια τους. Ο
διωγμένος αγρότης πουλάει τα ζώα του, τα «εργαλεία» της δουλειάς που
ξέρει για να μπορέσει, φορώντας κοστούμι, να βρει άλλη δουλειά στην
πόλη. Η βίαιη αστικοποίηση δε θα αποφέρει άμεσα οικονομικά έσοδα. Ο
Μαργαρίτης δε θα βρει ποτέ δουλειά, είναι εκτός κλίματος στην πόλη. Θα
προλεταροποιηθεί ο γιος του που θα παραμείνει και στην πόλη μετά το
τέλος του εμφυλίου, όταν ο πατέρας θα επιστρέψει στο ρημαγμένο χωριό. Εν
τω μεταξύ όμως, η κόρη έχει «ενισχύσει» τα κατώτερα στρώματα,
οδηγούμενη στην πορνεία υπό την αναγκαστική προστασία του νταβατζή του
Σαραγιού. Ο πατέρας, ανήμπορος να κρατήσει τα παιδιά του προσφέροντάς
τους τα προς το ζην, ομολογεί την αδυναμία του υποταγμένος στη μοίρα.
Παράλληλα, γύρω τους αναπτύσσονται άλλες ιστορίες: κρυμμένοι αριστεροί
που προσπαθούν να οργανώσουν κόσμο ή να διαφύγουν στο εξωτερικό γιατί
τους κυνηγούν και γεμίζουν με τους συντρόφους τους φυλακές και εξορίες.
Ορφανά που μεγαλώνουν από την ελεημοσύνη των γειτόνων, ανάπηροι πολέμου
εξαθλιωμένοι, σωματικά κι ηθικά από την πείνα και τις κακουχίες, μανάδες
που εκπορνεύονται και γιοί που γίνονται χωροφύλακες.
Το επίσημο κράτος εκβιάζει τους χωριάτες να αποκηρύξουν συγγενείς τους
και να τους καταγγείλουν -αν φλερτάρουν με τον κομμουνισμό- για να τους
δώσει ξεροκόμματα που σε λίγο τους τα κόβει, αφήνοντάς τους στο έλεος
του Θεού. Ο Θεός, πάλι, μέσω των ιερέων του και των φιλάνθρωπων κυριών,
ανταλλάσσει ομολογίες και αντικομμουνιστικές δηλώσεις με τραγούδια,
εράνους και ευλογίες, που ρίχνουν τους ανήμπορους σε ακόμη μεγαλύτερη
θλίψη. Οι εξορμήσεις της χωροφυλακής κι οι επισκέψεις φίλων αμερικανών
που έρχονται να δουν με τα μάτια τους την εξαθλίωση «στην οποία έφεραν
οι συμμορίτες τους χωρικούς» συμπληρώνουν ένα παράλογο σκηνικό, βγαλμένο
από την κόλαση. Η «αμερικάνικη βοήθεια», τα δυτικά κέντρα διασκέδασης, η
μουσική και τα ποτά τους συνδράμουν στην ηθική εξαθλίωση των
«ευεργετουμένων».
Η ταινία παρέχει πολλά στοιχεία για την κοινωνία της εποχής και τις
αλλαγές στις οποίες υπόκειται. Το φαινόμενο του διωγμού ή της εκούσιας
φυγής προς την πόλη για να αποφευχθούν οι εμπλοκές στις εχθροπραξίες
ήταν πολύ συχνό κι αποτέλεσε το δεύτερο μεγάλο κύμα αστυφιλίας για τον
20ο αιώνα στην Ελλάδα μετά τους μικρασιάτες πρόσφυγες. Η πόλη
το ’50 πρόσφερε καταφύγιο σε όποιον ήθελε να κρυφτεί, να χαθεί από τους
διώκτες του, να ξεκινήσει από την αρχή. Ταυτόχρονα, αποτέλεσε τη μηχανή
μεταβολής μιας παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας σε ένα άναρχο
οικιστικά, παρασιτικό οικονομικά και αλλοτριωμένο πολιτιστικά
τερατούργημα, που διογκωνόταν καταβροχθίζοντας τα μέλη του.
Ιστορικά έχει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς προχωρά πίσω από το
κορυφαίο γεγονός, τον Εμφύλιο, τις μάχες με τα όπλα και τις ιδέες, που
ως τώρα κυρίως απασχολούσαν τους σκηνοθέτες. Φωτίζει τη ζωή των απλών
ανθρώπων που βρίσκονται ανάμεσα, χωρίς να ξέρουν ή χωρίς να μπορούν να
διαλέξουν «με ποιον να παν και ποιον να αφήσουν»: τους ανώνυμους
αντιήρωες, αυτούς που σήμερα θα ονομάζονταν «παράπλευρες απώλειες», που
τα ονόματα κι οι πράξεις τους χάθηκαν στη ροή της Ιστορίας.
Πηγή: Αποτυπώσεις του εμφυλίου πολέμου στον ελληνικό κινηματογράφο http://cineguerracivil.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου