Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Το Ιδιαίτερο Μάθημα
Αφήγημα
Ιδιαίτερα μαθήματα ελληνικών και αγγλικών παραδίδονται από φοιτητή
σε μαθητές δημοτικού και γυμνασίου. Τηλ: …
Κοίταξε ακόμη μια φορά την αγγελία πριν τη δώσει στην υπάλληλο για
δημοσίευση. Του άρεσε που χρησιμοποιούσε παθητική σύνταξη γιατί έτσι χτυπούσε
κατευθείαν στο μάτι του αναγνώστη το προσδοκώμενο του γράφοντος. Δε χρειάστηκε
να πληρώσει επειδή η συγκεκριμένη εφημερίδα διέθετε μια στήλη δωρεάν για
ποικίλες μικρές αγγελίες διάρκειας ενός διημέρου. Φεύγοντας από τα γραφεία της
εφημερίδας κατευθύνθηκε προς το διαμέρισμα του συντοπίτη του, επίσης φοιτητή,
που νοίκιαζε μια γκαρσονιέρα ρετιρέ στην Ιπποδρομίου, η οποία διέθετε κεντρική
θέρμανση, αλλά κυρίως τηλέφωνο. Είχε πάρει την άδεια του συντοπίτη του να
χρησιμοποιήσει το τηλέφωνό του για την αγγελία. Γι’ αυτό τώρα πήγαινε να τον
πληροφορήσει ότι έδωσε την αγγελία και να τον παρακαλέσει να βρίσκεται σε
εγρήγορση για τυχόν τηλεφώνημα. Χτύπησε το θυροτηλέφωνο και παίρνοντας το
ασανσέρ ανέβηκε στο διαμέρισμα του φίλου του.
-
Δεν πιστεύω να σου γίνομαι βάρος, ρε
Δημήτρη; Τον ρώτησε.
-
Μα τι λες, ρε Λάκη, μια κι έχω τηλέφωνο γιατί να μην εξυπηρετήσω
έναν φίλο; Απάντησε ο Δημήτρης. Στο κάτω-κάτω είμαστε και συγχωριανοί.
Ο Λάκης τον ευχαρίστησε και κατέβηκε για να προλάβει μια διάλεξη
στο αμφιθέατρο της φιλοσοφικής του Κριαρά, την οποία επ’ ουδενί ήθελε να χάσει.
Μετά από μια σχεδόν ωριαία διάλεξη, που παρακολούθησε με μεγάλο ενδιαφέρον,
βγαίνοντας από τη φιλοσοφική, πήρε το δρόμο για το σπίτι ενός φίλου του, φοιτητή
ιατρικής, και δεινού κιθαρίστα. Ο Μπίλι καταγόταν από την Άρτα και νοίκιαζε ένα
δωμάτιο σε μια μονοκατοικία στην Ευαγγελίστρια. Στο άλλο δωμάτιο έμεινε ο
Γρηγοράκης, φοιτητής των γερμανικών, ένας Αθηναίος με λεπτούς τρόπους και
σχολαστικός με την καθαριότητα, σε αντίθεση με τον συγκάτοικό του, του οποίου
το δωμάτιο ήταν σε πλήρη ακαταστασία. Ο Μπίλι είχε κι αυτός τις ιδιοτροπίες
του. Επειδή ήταν καλός μίμος και είχε μια σχετική γνώση της αγγλικής γλώσσας,
του άρεσε να μιλάει αγγλικά με αμερικανική προφορά και να δείχνει μπροστά σε
αγνώστους πως είναι Αμερικανός. Όπου και να πήγαινε, κουβαλούσε μαζί του σαν
φετίχ και την κιθάρα του. Μια φορά πάνω στο αστικό, παρέα με τον Λάκη, άρχισε
να μιλάει μεγαλοφώνως προσποιούμενος τον Αμερικάνο. Οι λιγοστοί επιβάτες
γύρισαν και τον κοίταξαν με περιέργεια. Ένας απ’ αυτούς μουρμούρισε: «Άντε, ρε
ζωντόβολο να πας στο Βιετνάμ να σκοτωθείς που ήρθες και μας κάθισες στο σβέρκο!
Για σένα εγώ έκανα εξορία». Αυτός γυρίζει και του λέει: «Βίβα ουίσκι!» για να
λάβει του αλλουνού την απάντηση: «Βίβα βότκα!» Όταν πλησίασε το λεωφορείο στη
στάση για να κατεβούν, αμολάει ο Μπίλι ένα «Αειντά!» ελληνικότατα. Το γέλιο που
έπεσε, δε λέγεται. Παραλίγο ο οδηγός να χάσει τον έλεγχο του οχήματος.
Φτάνοντας στο σπίτι του Μπίλι, ο Λάκης βρήκε την πόρτα της
μονοκατοικίας μισάνοιχτη και σπρώχνοντάς την μπήκε στο μικρό χολ. Δεξιά ήταν το
δωμάτιο του φίλου του και πριν ανοίξει χτύπησε την πόρτα. Ακούστηκε ένα
αμερικανοπρεπές «Come on in, fellah», και
ανοίγοντας την πόρτα μπήκε μέσα ο Λάκης.
-
Έι, βλάχο. Πρόσεξε πού πατάς. Θα
πατήσεις τον χαλβά, φώναξε ο Μπίλι, από το κρεβάτι όπου ήταν αραγμένος και
γρατσούνιζε την κιθάρα του.
Πάνω στο πάτωμα, και σε μικρή απόσταση από το κρεβάτι, ακουμπισμένα
σε μια λαδόκολλα, ήταν ένα κομμάτι χαλβάς και λίγο ψωμί. Εκτός από το κρεβάτι,
το δωμάτιο ήταν σχεδόν άδειο. Σε μια γωνιά στοιβαγμένα τα βιβλία του, μια
βαλίτσα γεμάτη ρούχα, λίγο πιο πέρα μια σπασμένη καρέκλα δίπλα σ’ ένα
ετοιμόρροπο πτυσσόμενο τραπέζι.
Ο Λάκης κάθισε
στην άκρη του κρεβατιού, μίλησαν για τούτο και για κείνο, χωρίς να ξεχάσει να
του πει για την αγγελία, και μετά του ζήτησε να παίξει κάτι. Όπως κάνουν όλοι
που θεωρούν τον εαυτό τους βεντέτα, ο Μπίλι στην αρχή τσίνησε τάχα πως
βαριέται, αλλά μετά συναίνεσε και για πολλή ώρα έπαιξε με μεγάλη μαεστρία από
ελαφρολαϊκά, φλαμέγκο μέχρι κλασική κιθάρα. Ο Μπίλι ήταν πράγματι δεξιοτέχνης.
Μια φορά μάλιστα, όταν είχαν έρθει οι Trio Los Paraguayos, αυτός έπαιξε μαζί τους μέχρι που του πρότειναν να τον πάρουν στο συγκρότημά
τους. Τόσο παθιασμένος ήταν με την κιθάρα ώστε μετά από χρόνια που επιτέλους
καταξιώθηκε να πάρει το πτυχίο της ιατρικής, εκτύπωσε επισκεπτήρια με τα εξής
γραφόμενα:
Βασίλειος Τ… «Μπίλι»
Ιατρός – Κιθαριστής Φλαμέγκο
Την επόμενη μέρα ο Λάκης πέρασε από το Μαθηματικό, όπου βρέθηκε με
τον Δημήτρη. Ο τελευταίος του ανακοίνωσε μ’ ενθουσιασμό πως δέχτηκε το πρώτο
τηλεφώνημα σχετικά με την αγγελία. Είχε τηλεφωνήσει ένας κύριος, ονόματι
Ιωάννης Ρέππας, ο οποίος ήθελε κάποιον να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στην κόρη
του. Ο Δημήτρης του έδωσε ένα κομμάτι χαρτί με μόνο το όνομα του ενδιαφερομένου
και τη διεύθυνση: Αγαθουπόλεως 49. Του είπε πως ο κύριος αυτός δεν είχε
τηλέφωνο.
Γεμάτος χαρά ο Λάκης ανηφόρισε το δρόμο για τις Σαράντα Εκκλησιές
και έστριψε ανηφορικότερα στην Αγαθουπόλεως ψάχνοντας να βρει το νούμερο 49.
Αφού εξάντλησε όλα τα μονά νούμερα, έφτασε στο τέλος της οδού, στο νούμερο 43.
Πέραν τούτου κανένα σπίτι. Κοιτάζει απέναντι, όπου φυσικά διάβασε το νούμερο
42. Απογοητευμένος παίρνει το δρόμο της επιστροφής με την απορία μήπως ο
Δημήτρης του έδωσε λάθος αριθμό. Κατεβαίνοντας το δρόμο, να’ σου και συναντάει
τον Μπίλι με την αιώνια κιθάρα του.
-
Hi, my friend, what’s up? του λέει.
Βέβαια δεν εννοούσε να μην πει τις αμερικανικούρες του.
-
Γεια σου, ρε Μπίλι. Είχα μια απάντηση
στην αγγελία μου και ψάχνω να βρω τη διεύθυνση που μου είπε ο συντοπίτης μου. Η
οδός είναι ετούτη δω, αλλά ο αριθμός δεν υπάρχει. Δεν ξέρω τι λάθος έγινε,
απάντησε ο Λάκης.
-
Γιατί δεν πας να ρωτήσεις καλύτερα;
Θα έρθω κι εγώ μαζί σου για παρέα. Πρότεινε ο Μπίλι.
Προχώρησαν λοιπόν κι οι δυο τους ανηφορίζοντας πάλι την
Αγαθουπόλεως κι έφτασαν στο τέλος της. Εκεί στην αυλή μιας μονοκατοικίας είδαν
μια ηλικιωμένη κυρία που περιποιούταν τις γλάστρες της.
-
Συγγνώμη, κυρία, μήπως ξέρετε αν
κάπου εδώ μένει κάποιος κύριος Ρέππας; Ιωάννης Ρέππας; Ρώτησε ο Λάκης.
-
Όχι, παιδάκι μου, εδώ τριγύρω δεν
υπάρχει κανείς με τέτοιο όνομα, απάντησε η ηλικιωμένη.
-
Καλύτερα να πάμε να ρωτήσουμε και
στο 39, πρότεινε ο Μπίλι και συγχρόνως ένα ειρωνικό μειδίαμα άρχισε να διαγράφεται
στα χείλη του.
-
Άντε να χαθείς! Δεν ντρέπεσαι να
κάνεις πλάκα με τον πόνο μου; Του απάντησε οργισμένος ο Λάκης.
-
Πώς τσιμπάς έτσι, ρε Λάκη; Αλλά και
πολύ πλάκα είχε ο δικός σου, τέλος πάντων, συμπλήρωσε ξεκαρδισμένος ο Μπίλι,
και του διηγήθηκε τι ακριβώς έγινε:
Μετά τη συζήτηση της προηγούμενης μέρας, ο Μπίλι αγόρασε την
εφημερίδα και τηλεφώνησε στον Δημήτρη. Ακούστηκε παρακαλώ, και ο Μπίλι με το ζόρι συγκρατώντας τα γέλια
είπε: «Εσύ είσαι ο φοιτητής για τα ιδιαίτερα;» «Όχι, δεν είμαι εγώ, αλλά μπορώ
να τον ειδοποιήσω. Ο ίδιος δεν έχει τηλέφωνο», απάντησε. «Τέλος πάντων,
ονομάζομαι Ιωάννης Ρέππας και μένω Αγαθουπόλεως 49. Έχω μια κόρη που πηγαίνει
γυμνάσιο και χρειάζεται προγύμναση. Ούτε κι εγώ έχω τηλέφωνο», είπε ο άγνωστος,
και συμπληρώνοντας ρώτησε. «Και κάτι άλλο: τι παιδί είναι αυτός ο φοιτητής;
Μπορώ να του εμπιστευτώ την κόρη μου;» «Α, πολύ καλό παιδί, τίμιο και ηθικό»,
απάντησε ο Δημήτρης, «Είναι κι από χωριό». Εδώ ο Μπίλι έσκασε στα γέλια. «Άκου,
από χωριό!» Σταδιακά ξεθύμανε και ο Λάκης και γέλασε κι αυτός με τη φάρσα που του
έκανε ο φίλος του.
-
Άντε, για να εξιλεωθώ για την πλάκα
που σου έκανα, πάμε στην Εγνατία να σε κεράσω πατσά στον Τρούλο, πρότεινε
ο Μπίλι, ο οποίος, συν τοις άλλοις, είχε και το ελάττωμα της βουλιμίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου