Έχοντας εδώ και τρία χρόνια κολλήσει κι εγώ (όψιμα μεν , αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ) το μικρόβιο της λαχανοκηπουρικής. μπορώ να κατανοήσω απόλυτα τα γεμάτα υπερηφάνεια αισθήματα του συντάκτη του παρακάτω κειμένου.Προκειμένου να μην υστερήσω στην επιδεικτική έκθεση των βιολογικών προϊόντων του μπαξέ μου, αναρτώ με καμάρι μερικά από αυτά, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι τεραστίων διαστάσεων ντομάτες από παραδοσιακούς σπόρους πελίτι.
Gerontakos
**********************
Γράμμα απ’ το βουνό: η σαλάτα
Ξημέρωμα στο βουνό και το θερμόμετρο αναμένεται να χτυπήσει κόκκινο. Μπαίνω μες στο περβόλι αναζητώντας το γεύμα μου, πριν βράσει ολόγυρα ο τόπος. Ακόμα τα περβολικά μου κρατάνε τη δροσούλα της αυγής.Μπερδεύουνε στα πόδια μου τ’ αγριόχορτα που ξεφυτρώνουνε ανάμεσα στα μποστανικά μου, σκαρφαλώνουν πάνω μου τ’ αγριομάμουνα και με φαγουρίζουν τα τσιμπήματά τους. Δεν μου πέρασε καν απ’ το μυαλό να ψεκάσω με ζιζανιοκτόνα και παρασιτοκτόνα. Νοθευμένα λαχανικά, δηλητηριασμένα από τα φυτοφάρμακα, έβρισκα πληθώρα και στην πόλη.
Σκύβω και κόβω τα ντοματάκια που κοκκίνισαν κι είναι έτοιμα να πέσουνε χάμω. Ανασηκώνω τα φύλλα της αγγουριάς ψάχνοντας για τους κρυμμένους θησαυρούς της. Τι κι αν σέρνεται κάτω στη γη, τα μεγάλα της φύλλα ξαμώνουνε περήφανα προς τον ήλιο και καλύπτουν μ’ επιμέλεια τον καρπό της από τους άρπαγες σαν και του λόγου μου.
Ξεπατώνω δυο φρέσκα κρεμμυδάκια απ’ την πρασά, ανόθευτα από βαρέα μέταλλα, και τρυγώ τις μυρωδάτες πιπεριές μου. Κόβω και κάμποσα κοτσάνια απ’ τη γλιστρίδα· ακάλεστη ξεφύτρωσε ετούτη και γέμισε τον τόπο, κανένας δεν την έσπειρε. Σαν επιβράβευση απ’ τη φύση, που κάποιος την τσάπισε, τη φύτεψε, την πότισε και τη σεβάστηκε κρατώντας την αγνή, μακριά από χημικά αναβολικά.
Τι κι αν το περβόλι μου φαντάζει άναρχο κι ακατάστατο, τι κι αν τα προϊόντα του δεν είναι γυαλιστερά κι ογκώδη και δεν γεμίζουνε το μάτι. Μάλλον ο καταναλωτής της πολυεθνικής αλυσίδας δεν θα καταδεχότανε ούτε να τα δοκιμάσει, κι αν τυχόν τα έβλεπε στα ράφια, θα τα κακολογούσε και θα τ’ αποστρεφότανε.
Ασύγκριτη η γεύση τους, μοναδική. Αληθινή κι ατόφια. Δεν θυμίζει σε τίποτα τη χάρτινη ψευδαίσθηση ντομάτας, την αμερικάνικου μεγέθους άγευστη πιπεριά και το αγγούρι-νερόπλυμα του σουπερμάρκετ.
Δεν βλέπω την ώρα να τα τεμαχίσω και να τ’ ανακατέψω όλα μαζί μέσα σε μια πήλινη γαβάθα. Να τα περιλούσω με λαδάκι σπιτικό, από τις λιγοστές μου τις ελιές. Να τα πασπαλίσω με χοντρό αλάτι, μαζεμένο από τους αρόλιθους της θάλασσας.
Να πετάξω μέσα μια χούφτα αλατσοελιές, μαζεμένες μία μία από τα αιωνόβια ελαιόδεντρα των ορέων. Και να βουτήξω στο νέκταρ της σαλάτας μου ζεστό ψωμάκι, προζυμένιο. Ψωμί παλιακό, όχι σαν κι αυτά που φτιάχνονται με προψημένο ζυμάρι από την Κίνα.
Και να καθίσω με το πάσο μου στην ντάλα του μεσημεριού να τη γευθώ και να την απολαύσω τη σαλάτα μου. Να τη συνοδεύσω με αθότυρο ξερό απ’ το βουνό κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, δώρο το τελευταίο από κάποιον φίλο παραγωγό που φύτεψε αμπέλι για το σπίτι του και μου ‘δωσε κι εμένα ένα μπουκάλι.
Και να συζητήσω με τους συνδαιτυμόνες μου, για το ότι αυτήν τη μεγαλειώδη παραγωγή που έχουμε μπροστά μας, προϊόν ατόφιας φύσης κι ανθρώπινης γνώσης αιώνων, δεν θα την καταγράψει κανένας λουθηρανικός δείκτης παραγωγικότητας.
Κι ότι η έκρηξη ανθρώπινης επαφής, συναισθημάτων, γευστικών εμπειριών, ιστορικής συνέχειας κι αρχέγονων καταβολών, αυτή η μοναδική κληρονομιά που κουβαλά η ταπεινή μας η σαλάτα, θα εξακολουθεί ν’ αγνοείται επιδεικτικά και να περιφρονείται από τους θιασώτες της σχολής του Σικάγο και τους αυτόκλητους αξιολογητές διεθνών οίκων.
Θα μας θεωρούνε παρακατιανούς που αποθεώνουμε τη σαλάτα μας. Τεμπέληδες, ράθυμους, ανάξιους κι απαίδευτους. Τους καημένους –δεν ξέρουνε τι χάνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου