Τετάρτη, Αυγούστου 26, 2015

Η ΔΙΑΣΗΜΟΤΕΡΗ ΤΑΙΝΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ!

THE COMPLETE METROPOLIS



του Φριτς Λανγκ
με τους Άλφρεντ Άμπελ, Γκουστάβ Φρόλιχ, Ρούντολφ Κλάιν - Ρότζε, Μπριγκίτε Χελμ

Υπόθεση:
Στο μέλλον, η τρανή πόλη «Μητρόπολη» είναι το καμάρι του σύγχρονου κόσμου: παράδειγμα υψηλής τεχνολογίας, στολίδι της πιο μοντέρνας αρχιτεκτονικής, με εντυπωσιακά πανύψηλα κτήρια, εναέρια κυκλοφορία, πλούτο, διασκέδαση -ένας εξελιγμένος παράδεισος που απολαμβάνουν οι λίγοι, οι αστοί. Κυβερνήτης όλου αυτού είναι ο Τζο Φρέντερσεν, που διοικεί την πόλη από το τεράστιο γραφείο του στην κορυφή ενός ουρανοξύστη. Αυτή η πανέμορφη ουτοπία όμως δεν κινείται μόνη της. Είναι ένας καλο-λαδωμένος μηχανισμός, που λειτουργεί νύχτα-μέρα από τον εξαντλητικό κόπο και μόχθο των εργατών. Στα έγκατα της γης, κάτω από την πόλη με την έντονη ζωή, βρίσκονται στρατιές εργατών που ζουν και χειρίζονται τις μηχανές, ώστε όλα να λειτουργούν ρολόι στην επιφάνεια της γης. Κάθε μέρα, οι εργάτες εξουθενωμένοι από την σκληρή δουλειά επιστρέφουν στα ταπεινά σπίτια τους και στις οικογένειές τους, μόνο και μόνο για να ξεκινήσει η επόμενη βάρδια με άλλους εργάτες… Όμως, αυτή η κατάσταση, με τους αστούς να χαίρονται τη ζωή που τους προσφέρει ο μόχθος των εργατών, σύντομα θα αλλάξει, όταν ο γιος του Φρέντερσεν, ο Φρέντερ, που ζει μια ξένοιαστη ζωή γεμάτη γλέντια, γνωρίζει κατά τύχη την όμορφη Μαρία, κόρη ενός εργάτη. Ο Φρέντερ ερωτεύεται κεραυνοβόλα την αγνή Μαρία, την ακολουθεί στην πόλη των εργατών και συγκλονίζεται όταν ανακαλύπτει ότι η δική του ευτυχία στηρίζεται στον κόπο ενός ολόκληρου κόσμου, που δεν γνώριζε καν ότι υπάρχει. Όταν ο πατέρας του, όμως, βλέπει την επιρροή της Μαρίας στους εργάτες και ότι ο Φρέντερ θέλει να φέρει δικαιοσύνη, αποφασίζει να δώσει ένα μάθημα στους εργάτες, για να μην τολμήσουν να σηκώσουν κεφάλι. Συναντά λοιπόν τον μισότρελο επιστήμονα Ρότβανγκ, και του δίνει εντολή να δώσει της μορφή της Μαρίας σε ένα ρομπότ που έχει φτιάξει. Το ρομπότ θα παρασύρει τους εργάτες σε απερίσκεπτες πράξεις, που θα πληρώσουν με το αίμα τους. Ο Ρότβαγκ αιχμαλωτίζει τη Μαρία και φτιάχνει το μοχθηρό ρομπότ, το οποίο αρχίζει το διαβολικό έργο του. Ο Φρέντερ στην αρχή δεν καταλαβαίνει την αλλαγή της αγαπημένης του Μαρίας… Θα παλέψει όμως για την αγάπη του και για την ανακάλυψη της αλήθειας. Και, μόλις οι συνέπειες των καταστρεπτικών πράξεων της ψεύτικης Μαρίας αρχίσουν να φαίνονται, η Μητρόπολη, πάνω και κάτω από τη γη, δεν θα είναι ποτέ η ίδια...
************************************
Jim Papamichos
του Δημήτρη Παπαμίχου
ww.myfilm.gr/


Η ΔΙΑΣΗΜΟΤΕΡΗ ΤΑΙΝΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ!
«Ένα κορυφαίο κινηματογραφικό επίτευγμα»
Film Journal International
«Ένα αριστούργημα καλλιτεχνικής διεύθυνσης, που έχει επηρεάσει ριζικά την εικόνα μας για το μέλλον από τότε»
San Francisco Chronicle
ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΜΟΡΦΗ ΜΕ 25 ΛΕΠΤΑ ΧΑΜΕΝΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΨΗΦΙΑΚΑ ΑΠΟΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΗ

Η ΤΑΙΝΙΑ

Μια μυθική δημιουργία, που ο θρύλος της προηγείται! Μια από τις σπουδαιότερες ταινίες όλων των εποχών, πανάκριβη υπερπαραγωγή, ορόσημο του παγκόσμιου κινηματογράφου, τόσο του βωβού όσο και για τις επόμενες γενεές, κυριότερη επιρροή σε όλες τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας που γυρίστηκαν από τότε: Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Ρίντλεϊ Σκοτ, Στίβεν Σπίλμπεργκ, Τζορτζ Λούκας, δεν υπάρχει σκηνοθέτης του φανταστικού, που να μην χρωστάει πολλά στην περίφημη ταινία του πρωτοπόρου Φριτς Λανγκ. Και, ταυτόχρονα, ένα μήνυμα από την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που ακόμα ακούγεται επίκαιρο: δικαιοσύνη, ισότητα, αδελφοσύνη, όχι εκμετάλλευση του ενός από τον άλλο, όχι ο παράδεισος του ενός να είναι η κόλαση του άλλου, που, μέσα στην ταινία, παίρνει ταξική μορφή: οι αστοί και οι εργάτες. Ένα διαχρονικό μήνυμα, σε μια ταινία «στεφανωμένη», με τα πιο πρωτοποριακά ειδικά εφέ της εποχής, που αποτέλεσαν παράδειγμα και κανόνα για τα ειδικά εφέ από τότε. Μέσα σε όλα αυτά, και μια πανέμορφη ιστορία αγάπης για τον αληθινό έρωτα, πέρα από κάθε δυσκολία. Γνωρίστε τη Μητρόπολη…
Το 1924, το διάσημο κινηματογραφικό δίδυμο των περίφημων γερμανικών στούντιο UFA, ο σκηνοθέτης FRITZ LANG και ο σπουδαίος παραγωγός ERICH POMMER, πήγαν ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη για να παραστούν στην αμερικανική πρεμιέρα της νέας τους ταινίας, «Οι ιππότες της ομίχλης». Εκεί, όπως εκμυστηρεύτηκε και σε μια συνέντευξη ο Lang, δεν θα ξεχνούσε για την υπόλοιπη ζωή του, την πρώτη του εικόνα όταν πλησίαζαν στο λιμάνι της Νέας Υόρκης και είδε τους ουρανοξύστες: «Κοίταζα τους δρόμους, τα αναμμένα φώτα και τα πανύψηλα κτήρια και εκεί μου ήρθε η ιδέα για το Metropolis». Πριν ακόμα όμως συμβεί αυτό, ο Lang μαζί με την συν-σεναριογράφο του και σύζυγό του, Thea von Harbou, είχαν ξεκινήσει ήδη να δουλεύουν πάνω σε ένα σενάριο για μια μεγάλη πόλη του μέλλοντος, για ένα χρόνο περίπου πριν την άφιξή του στη Νέα Υόρκη. Όμως, στην Αμερική ήταν που προφανώς βρήκε την οπτικοποίηση του οράματος που είχε στο μυαλό του, μια και η Νέα Υόρκη είχε την εικόνα μιας πόλης του μέλλοντος. Ο Lang επίσης επισκέφτηκε διάφορα χολιγουντιανά στούντιο και εντυπωσιάστηκε από την τεχνική υπεροχή και την αποτελεσματική οργάνωσή τους, και αποφάσισε ότι η επόμενή του ταινία θα έπρεπε να είναι τέτοια σε μέγεθος και όραμα, που να μπορούσε να ανταγωνιστεί σε τεχνική και θέαμα, τομείς που είχαν γίνει συνώνυμοι με την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία.
Εκείνη την εποχή, όμως, στη Γερμανία, το στούντιο της UFA, που θα γύριζε την ταινία, βίωνε τις συνέπειες της τεράστιας οικονομικής κρίσης, με τον απίστευτο πληθωρισμό και την έλλειψη μετρητού. Η εταιρεία είχε μεγάλο χρέος, αλλά ο Lang παρ’ όλα αυτά ανακοίνωσε την πρόθεσή του να κάνει το «Metropolis», την πιο ακριβή και φιλόδοξη γερμανική ταινία που έγινε ποτέ. Το στούντιο πίστεψε σε αυτόν, γιατί θεωρούσε ότι ένα γερμανικό μπλόκμπαστερ χολιγουντιανών διαστάσεων θα μπορούσε να βρει πλατιά αγορά στην Αμερική και να κάνει μεγάλη επιτυχία. Έτσι, το «Metropolis» ήταν η πιο ακριβή βωβή ταινία που έγινε ποτέ, και η παραγωγή της κόστισε 5 εκατομμύρια μάρκα.
Το «Metropolis» έχει ειδικά εφέ και σκηνικά που εντυπωσιάζουν ακόμα και σήμερα. Η ταινία έχει δυνατές εξπρεσιονιστικές εικόνες αλλά και εικόνες μοντέρνας αισθητικής και του καλλιτεχνικού στυλ Αρ Ντεκό. Μάλιστα το Αρ Ντεκό ήταν εκείνη την εποχή ένα ολοκαίνουργιο, πρωτοποριακό στυλ στην Ευρώπη, που ακόμα δεν είχε τόση μαζική εξάπλωση, και θεωρούταν το κατεξοχήν σύμβολο της αστικής τάξης. Και έτσι χρησιμοποιείται και μέσα στην ταινία: ο μοντέρνος κόσμος της Μητρόπολης των αστών είναι όλος σε στυλ Αρ Ντεκό.
Ο εκκεντρικός επιστήμονας Ρότβανγκ, με το περίεργο εργαστήρι του, γεμάτο φιάλες με κοχλάζοντα υγρά, περίπλοκες μηχανές και εφευρέσεις, έχει επηρεάσει πολλές μετέπειτα ταινίες τρόμου, όπως το «Φρανκενστάιν», και δημιούργησε το κινηματογραφικό μοτίβο του «τρελού επιστήμονα», που βλέπουμε σε πολλές ταινίες.
Τα ειδικά εφέ της ταινίας ήταν επίσης ιδιαίτερα ιδιοφυή, καθώς για τα πελώρια τοπία της Μητρόπολης, χρησιμοποιήθηκαν μινιατούρες της πόλης, καθώς και η «διαδικασία Schüfftan», που δημιουργήθηκε για αυτήν ειδικά την ταινία, με την οποία χρησιμοποιήθηκαν καθρέφτες για να «τοποθετήσουν» τους ηθοποιούς μέσα στα μικροσκοπικά σκηνικά. Το διάσημο ρομπότ που είναι τόσο χαρακτηριστικό, και το οποίο τα υποδυόταν με ειδική στολή η ηθοποιός Brigitte Helm, δημιουργήθηκε από τον Walter Schulze-Mittendorff. Με μια τυχαία ανακάλυψη ενός εύπλαστου υλικού σαν «πλαστικό ξύλο», ο Schulze μπόρεσε να σμιλέψει τη στολή σαν πανοπλία, πάνω στο σώμα της ηθοποιού. Το αποτέλεσμα, με την στολή βαμμένη σε μια μείξη ασημένιου και μπρονζέ, ήταν κάτι παραπάνω εντυπωσιακό!
Πρόκειται για μια γιγάντια παραγωγή, που πήρε 2 χρόνια για να γυριστεί και είχε αστρονομικό μπάτζετ για τα δεδομένα της εποχής ενώ χρησιμοποιήθηκαν πάνω από 30.000 κομπάρσοι για να ενσαρκώσουν την τάξη των εργατών, σε θεαματικές σκηνές που μας έχουν χαραχτεί στη μνήμη.
Η ταινία δημιουργήθηκε σε μια εποχή καλλιτεχνικού αναβρασμού και γι’ αυτό έχει και ιδιαίτερη αξία, καθώς αγκαλιάζει πολλές από τις ιδέες και την αισθητική των ρευμάτων της εποχής: από Νταντά, μέχρι εξπρεσιονισμό, μοντερνισμό, Bauhaus, δημιουργώντας ένα εξαίσιο και εκκεντρικό αισθητικό αποτέλεσμα. Εξάλλου, ήταν γνωστή η πρόθεση του Lang να κάνει μια ταινία, που παρά το μέγεθος της παραγωγής της να αποτελεί γνήσια τέχνη. Σε ένα άρθρο του, που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 1926, όταν το μοντάζ «Metropolis» βρισκόταν στο τελικό του στάδιο, έγραφε:
«Ίσως δεν έχει υπάρξει άλλη εποχή τόσο αποφασισμένη να βρει νέους τρόπους έκφρασης από την δική μας. Θεμελιώδεις επαναστάσεις στη ζωγραφική, τη γλυπτική, την αρχιτεκτονική και τη μουσική περιγράφουν εύγλωττα το γεγονός ότι οι άνθρωποι σήμερα αναζητούν και βρίσκουν τους δικούς τους τρόπους να δίνουν καλλιτεχνική φόρμα στα συναισθήματά τους. Ο κινηματογράφος έχει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες εκφραστικές φόρμες: έχει την ελευθερία χώρου, χρόνου και τόπου. Αυτό που τον κάνει πιο πλούσιο από τις άλλες μορφές είναι η φυσική του εκφραστικότητα, που είναι έμφυτη στα μορφικά του μέσα. Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος μόλις τώρα έχει ανέβει ένα σκαλοπάτι στην σκάλα της εξέλιξής του και ότι θα γίνει ο πιο προσωπικός, δυνατότερος και καλλιτεχνικότερος τρόπος έκφρασης, όσο πιο γρήγορα αποτινάξει από πάνω του όλες τις μεταφερμένες και δανεισμένες εκφραστικές φόρμες από άλλες τέχνες και ριχτεί στις απεριόριστες δυνατότητες του καθαρά φιλμικού….»
Η ταινία, με την προβολή της, αναγνωρίστηκε αμέσως ως ορόσημο του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Και εκτός από τα απίστευτα ειδικά εφέ και την πλούσια παραγωγή, αυτό που επίσης προκάλεσε αίσθηση στο κοινό ήταν και το ευφυές θέμα του, με τα πλήθη των εργατών να επαναστατούν ενάντια σε μια κοινωνία απόλυτης εκμετάλλευσης, όπου κυριαρχούν οι άψυχες μηχανές και οι νέες τεχνολογίες. Η πρεμιέρα της ταινίας στην πλήρη μορφή της, 153 λεπτά, έγινε στις 10 Ιανουαρίου 1927. Όμως, οι παραγωγοί σκέφτηκαν ότι μια μικρότερη σε διάρκεια εκδοχή της ταινίας θα ήταν ίσως πιο ελκυστική και εμπορική για την αγορά. Γι’ αυτό, μετά από μερικές εβδομάδες προβολής στους κινηματογράφους, η ταινία ξαναμπήκε στο μοντάζ και κόπηκαν διάφορες σκηνές της. Έτσι, ξεκινά ένας μύθος, και ο θρύλος της αναζήτησης της ολοκληρωμένης μορφής της ταινίας. Έξω από το Βερολίνο, ελάχιστοι θεατές είδαν ποτέ την πλήρη μορφή της ταινίας και οι κόπιες που παίχτηκαν στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική είχαν αρκετά ασύνδετα κομμάτια νοηματικά και τεχνικά. Σε αυτή τη μορφή την έβλεπαν οι θεατές όλα αυτά τα χρόνια, με διάφορα κομμάτια να ανακαλύπτονται κατά διαστήματα, ενώ και το 2001 μια αποκατάσταση της ταινίας με συγκεντρωμένο όσο υλικό είχε βρεθεί, με αποτέλεσμα μια ταινία 124 λεπτών, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Την ίδια χρονιά, το «Metropolis» έγινε η πρώτη ταινία που μπήκε, ως παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, στον κατάλογο με τα έργα Παγκόσμιας Μνήμης της UNESCO.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΣ

Έτσι, πολλές  κινηματογραφικές κόπιες και εκδοχές του αριστουργήματος του Lang έχουν βρεθεί κατά καιρούς και έχουν συντηρηθεί, με τις προσπάθειες ανθρώπων σε ταινιοθήκες και κινηματογραφικά αρχεία σε όλο τον κόσμο. Καμιά όμως δεν αντιπροσώπευε το όραμα του Lang, όπως το έδειξε στον κόσμο στην πρεμιέρα της ταινίας, και για λίγες εβδομάδες μετά.
Όμως, το 2008 όλα άλλαξαν: μια κόπια της ταινίας 30 λεπτά μεγαλύτερη σε διάρκεια από όλες όσες είχαμε δει μέχρι τώρα, ανακαλύφθηκε σε ένα αρχείο στην Αργεντινή…
Πρόκειται για μια γοητευτική ιστορία, σαν αναζήτηση χαμένου θησαυρού, που προκάλεσε αίσθηση στον κινηματογραφικό κόσμο… Ας το πάρουμε από την αρχή: την εποχή της κινηματογραφικής πρεμιέρας της ταινίας το 1927, ένας αργεντινός διανομέας εξασφάλισε μια κόπια 35mm από την αυθεντική ταινία του Lang, ώστε να παίξει την ταινία στη Νότια Αμερική. Η ταινία, μεταφερμένη σε αρνητικό 16mm μπήκε στο ράφι σε ένα ιδιωτικό αρχείο ταινιών και κατέληξε στο Museo del Cine της Αργεντινής, όταν πέθανε ο ιδιοκτήτης του αρχείου. Υπήρχαν λοιπόν φήμες στα κυκλώματα των αρχειοθετών της Αργεντινής ότι μια ολοκληρωμένη μορφή του «Metropolis» είναι πιθανή! Μέχρι που οι φήμες έγιναν πραγματικότητα. Ο αρχειοθέτης Φερνάντο Πένα και η νέα διευθύντρια του ιδρύματος, Πόλα Φελίξ-Ντιντιέ, ξεπεράσανε τη γραφειοκρατία που εμπόδιζε την αποτελεσματική αναζήτηση και εντοπίσανε το καλοκαίρι του 2008 ένα στοκ με κόπιες που περιείχαν το αντίγραφο των 16mm! Αυτό το αντίγραφο είχε σχεδόν όλη την ταινία στη μορφή που ο Λανγκ την έφτιαξε, και στη μορφή που προβλήθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα το 1927, περιλαμβάνοντας 25 λεπτά υλικού που δεν είχε ειδωθεί ποτέ πριν από την εποχή της βερολινέζικης πρεμιέρας, σε σύνολο περίπου 1/5 του φιλμ.
Μια ομάδα ειδικών από το Friedrich-Wilhelm-Murnau-Stiftung, τη γερμανική ταινιοθήκη του Βερολίνου δηλαδή, και ειδικοί από το μουσείο του Μπουένος Άιρες συνδύασαν το ψηφιακά αποκατεστημένο υλικό του 2001 με το νεοανακαλυφθέν υλικό από την Αργεντινή. Το γεγονός ότι το νέο υλικό ήταν σωσμένο σε 16mm ήταν μια πρόκληση για τους τεχνικούς, καθώς η εικόνα είχε πολλές γρατζουνιές και ξεθωριάσματα. Ευτυχώς, όμως, η πρόοδος στην ψηφιακή τεχνολογία ήταν τέτοια, που επέτρεψε στην ομάδα να μειώσει δραματικά τη φθορά, κάτι που δεν θα το είχαν πετύχει λίγα χρόνια νωρίτερα, με την τότε τεχνολογία.
Όπως και με την προηγούμενη αποκατάσταση, η απόκτηση της αυθεντικής μουσικής του Gottfried Huppertz, που είχε γράψει το 1927 και είχε παιχθεί στην πρεμιέρα, έδωσε σημαντική βοήθεια στο να εντοπίσουν σε ποια σημεία της υπόθεσης θα τοποθετηθούν τα νέα κομμάτια. Μαζί με το αυθεντικό σενάριο και ό,τι σημειώσεις και οδηγίες είχαν από το γύρισμα της ταινίας, η μουσική του Huppertz παραμένει ο μόνος ικανός οδηγός ως προς το πού έπρεπε να μπουν οι σκηνές. Οι χειρόγραφες σημειώσεις του ίδιου του Huppertz πάνω στις παρτιτούρες του έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στο να επιβεβαιώσουν οι τεχνικοί ότι αυτή η κόπια που βρέθηκε στην Αργεντινή ήταν η πλήρης μορφή της ταινίας εκτός από μερικά μόνο καρέ, 5 περίπου λεπτών σε σύνολο!
Αντίθετα με την ανακάλυψη χαμένων σκηνών και διάτιτλων των προηγούμενων φορών, η πλήρης κόπια της Αργεντινής πρόσφερε έναν καθοριστικό οδηγό για το αυθεντικό σκηνή-προς-σκηνή μοντάζ της ταινίας για πρώτη φορά μετά το κόψιμο της ταινίας που είχε γίνει το 1927. Ως αποτέλεσμα, η σειρά των σκηνών και των μεμονωμένων σκηνών της καινούργιας βερσιόν άλλαξε, ενώ και στα σημεία που δεν έλειπε η αυθεντική μουσική, προστέθηκε μουσική από τον Marco Jovic. Η επιστροφή της ταινίας στο αρχικό της μοντάζ και στην αυθεντική αντιστοιχία σκηνών της, δείχνουν ότι το «Metropolis» ήταν ένα ακόμα μεγαλύτερο κινηματογραφικό επίτευγμα απ’ ότι πιστευόταν μέχρι τώρα!
Τη χιονισμένη νύχτα της 12ης Φεβρουαρίου 2010, σε ένα εντυπωσιακό γκαλά, έγινε η πρεμιέρα της νέας, ολοκληρωμένης μορφής της ταινίας, τέλειας και αποκατεστημένης, σε ένα θέατρο 1600 θέσεων, το Friedrichstadt-Palast στο Βερολίνο, ενώ περισσότερο από 2000 άνθρωποι αψήφησαν το κρύο και μαζεύτηκαν έξω, κάτω από μια τεράστια οθόνη, που στήθηκε μπροστά στην πύλη του Βρανδεμβούργου. Με συνοδεία της Ραδιοφωνικής Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου, απαρτιζόμενη από 65 όργανα, που έπαιζαν το αυθεντικό μουσικό θέμα του Huppertz στην πλήρη μορφή του, η ολοκληρωμένη μορφή του «Metropolis» είχε ζωντανό ακροατήριο για πρώτη φορά μετά το 1927. Το ευρωπαϊκό τηλεοπτικό δίκτυο Arte μετέδιδε ζωντανά το γκαλά στην πύλη του Βρανδεμβούργου και επίσης, γινόταν ταυτόχρονη προβολή της ταινίας στην Alter Oper στην Φρανκφούρτη. Η έναρξη και η λήξη του μουσικού θέματος της ταινίας έφερε καταιγισμό από ενθουσιώδη χειροκροτήματα μέσα και έξω από τις αίθουσες. Η ίδια αντίδραση υπήρξε και στην αμερικανική πρεμιέρα της πλήρους ταινίας, στις 25 Απριλίου, στο φεστιβάλ Κλασικών Ταινιών TMC, που όλα επιβεβαίωσαν την ίδια απίστευτη αλήθεια: επιτέλους, μετά από περισσότερο από 80 χρόνια, το φουτουριστικό όραμα του Fritz Lang έχει αποκατασταθεί στον βαθμό της αριστουργηματικής τελειότητας που είχε φέρει στις κινηματογραφικές αίθουσες ο Lang έστω και για τόσο λίγο, πριν μια ολόκληρη ζωή…

Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ

O FRITZ LANG γεννήθηκε στη Βιέννη, το 1890. Αρχικά σπούδασε πολιτικός μηχανικός αλλά σύντομα άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική. Στο διάστημα αυτό ταξίδεψε σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι μεταξύ 1913-14. Με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατατάγηκε στον στρατό και τραυματίστηκε σοβαρά το 1916. Στην ανάρρωση ήταν που ξεκίνησε να γράφει και κάποια σενάρια. Το 1918 έγινε σεναριογράφος στην εταιρεία παραγωγής του Erich Pommer, Decla, στο  Βερολίνο. Εκεί ο Lang δούλεψε για λίγο ως σεναριογράφο και ύστερα ως σκηνοθέτης στην Ufa και στη Nero-Film. Στις αρχές του ‘20 ξεκίνησε σχέση με την συγγραφέα και ηθοποιό Thea von Harbou, την οποία παντρεύτηκε. Μαζί, έγραψαν τα σενάρια για τις πιο διάσημες ταινίες του: Dr. Mabuse, der Spieler  (1922), Nibelungen (1924), Οι ιππότες της ομίχλης (1924), Μητρόπολις (1927) και Μ, ο δολοφόνος (1931). Κάθε μια από τις ταινίες του αυτές είχαν και ειδικό βάρος για τον παγκόσμιο κινηματογράφο. Ο «Δρ. Μαμπούζε» αποτέλεσε έναν συμβολισμό για τον απόλυτο τυραννικό ηγέτη, που υπνωτίζει τα πλήθη και τα παρασύρει σε αξιόποινες πράξεις, περιγράφοντας έτσι το κλίμα της Γερμανίας, που έμπαινε στην επιρροή του Χίτλερ. Το «Metropolis» αποτέλεσε ορόσημο στην κινηματογραφική ιστορία, ως η πιο σημαντική ταινία επιστημονικής φαντασίας που έγινε ποτέ, θέτοντας τα στάνταρ για κάθε τέτοιου είδους ταινία με τα πρωτοποριακά της εφέ, ενώ μετέφερε και ένα δυνατό κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα. Οι «Ιππότες της ομίχλης» είναι ένα αριστούργημα του εξπρεσιονισμού, με το οποίο ο Lang εξερευνά τους πιο γνήσιους γερμανικούς μύθους και θρύλους. Ενώ και το «Μ, ο δολοφόνος» είναι μια ταινία που περιγράφει και πάλι το ζοφερό κλίμα της Γερμανίας εκείνης της εποχής, με μια κοινωνική επαναστατικότητα, που αμφισβητεί την εξουσία, καθώς η δύναμη για δράση περνάει στους λούμπεν. Το 1933 οι ναζί ανέλαβαν την εξουσία και ο  Lang χώρισε από την Harbou, η οποία είχε γίνει στο μεταξύ οπαδός των ναζί. Ο υπουργός προπαγάνδας των ναζί, Josef Goebbels, εντυπωσιασμένος από τη δύναμη του κινηματογράφου του Lang, του πρόσφερε τη θέση του διευθυντή του Γερμανικού Κινηματογραφικού Ινστιτούτου. Όμως, ο Lang, που ήταν αντίθετος με τους ναζί, αρνήθηκε και το έσκασε από τη Γερμανία και πήγε στο Παρίσι. Το 1936 μετακόμισε στην Αμερική, κλείνοντας συμβόλαιο με την MGM, και απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα. Μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, σκηνοθέτησε πολλές αμερικανικές ταινίες. Ανάμεσά τους κλασικά, αριστουργηματικά φιλμ νουάρ, όπως, «Τα ίχνη ήταν ψεύτικα» (1956), «Ενώ η πόλη κοιμάται» (1956), «Το ανθρώπινο κτήνος» (1954), «Η μεγάλη κάψα» (1953), «Η γαλάζια γαρδένια» (1953) και συναρπαστικά σκοτεινά ερωτικά δράματα όπως «Το μυστικό του 7ου δωματίου» (1947), «Η σκύλα» (1945), «Η γυναίκα της βιτρίνας» (1944), αλλά και κατασκοπικά αντι-ναζιστικά φιλμ την εποχή του πολέμου, όπως «Αγάπη στη σκιά του φόβου» (1944) και «Και οι δήμιοι πεθαίνουν» (1943). Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, έχοντας πια γυρίσει μια πληθώρα διάσημων ταινιών, ταξίδεψε πίσω στη Γερμανία για να γυρίσει τις 3 τελευταίες του ταινίες, που ήταν εξωτικές περιπέτειες στην Ινδία. Το 1964, τον φεστιβάλ των Καννών τον επέλεξε για πρόεδρο της κριτικής επιτροπής. Η τελευταία του ταινία, «Ο δολοφόνος με τα 1000 μάτια» (1960) ήταν μια συνέχεια και ένας φόρος τιμής στις 2 ταινίες του, με τον χαρακτήρα Dr. Mabuse, που είχε γυρίσει τις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Τρία χρόνια αργότερα, εμφανίστηκε στην ταινία του Jean-Luc Godard «Περιφρόνηση», παίζοντας τον εαυτό του, σε ένα μικρό ρόλο, που δήλωνε τη λατρεία του νεαρού τότε Godard για έναν μυθικό σκηνοθέτη. Πέθανε το 1976. Το Βρετανικό Κινηματογραφικό Ινστιτούτο έχει αποκαλέσει τον Lang «Μάστορα του Σκότους», για τα σκοτεινά εξπρεσιονιστικά του αριστουργήματα και τα εντυπωσιακά του φιλμ νουάρ ενώ λατρεύτηκε και από τους κριτικούς του Cahiers du cinema, τους δημιουργούς της Nouvelle Vague.
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Ο δολοφόνος με τα 1000 μάτια (Die 1000 Augen des Dr. Mabuse), 1960
Ο τάφος του Ινδού (Das indische Grabmal), 1959
Η βασίλισσα της Βαγδάτης (Der Tiger von Eschnapur), 1959
Τα ίχνη ήταν ψεύτικα (Beyond a Reasonable Doubt),  1956
Ενώ η πόλη κοιμάται (While the City Sleeps),  1956
Το ανθρώπινο κτήνος (Human Desire), 1954
Η μεγάλη κάψα (The Big Heat), 1953
Η γαλάζια γαρδένια (The Blue Gardenia), 1953
Σύγκρουση εραστών (Clash by Night), 1952
Το μυστικό του 7ου δωματίου (Secret Beyond the Door), 1947
Η σκύλα (Scarlet Street), 1945
Η γυναίκα της βιτρίνας (The Woman in the Window), 1944
Αγάπη στη σκιά του φόβου (Ministry of Fear), 1944
Και οι δήμιοι πεθαίνουν (Hangmen Also Die!), 1943
Η επιστροφή του εκδικητή (The Return of Frank James) 1940
Έχω δικαίωμα να ζήσω (You Only Live Once), 1937
Νέμεσις (Fury), 1936
Liliom, 1934
Η διαθήκη του Δρος Μαμπούζε (Das Testament des Dr. Mabuse ), 1933
Μ, ο δολοφόνος (M), 1931
Οι κατάσκοποι (Spione), 1928
Μητρόπολις (Metropolis), 1927
Nibelungen (Die Nibelungen: Kriemhilds Rache), 1924
Οι ιππότες της ομίχλης (Die Nibelungen: Siegfried), 1924
Dr. Mabuse, der Spieler - Ein Bild der Zeit, 1922
Destiny (Der müde Tod), 1921
Das wandernde Bild 1920 
Die Spinnen, 2. Teil - Das Brillantenschiff 1920
Die Spinnen, 1. Teil - Der Goldene See 1919
Ο GOTTFRIED HUPPERTZ ΚΑΙ ΤΟ «METROPOLIS»
Ο συνθέτης του αυθεντικού μουσικού θέματος της ταινίας «Metropolis», Gottfried Huppertz, γεννήθηκε στην Κολωνία της Γερμανίας το 1887. Μετά από σπουδές μουσικής, έγραψε το 1905 την πρώτη του σύνθεση, το τραγούδι «Rankende Rosen», αφιερωμένο στον παιδικό του φίλο, Rudolf Klein-Rogge, που έμελλε να είναι ένας από τους πρωταγωνιστές του «Metropolis». Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Huppertz εργάστηκε ως τραγουδιστής όπερας, ηθοποιός και συνθέτης θεατρικής μουσικής. Το 1920 μετακόμισε στο Βερολίνο και άρχισε καριέρα τραγουδιστή ενώ γνώρισε και τον Fritz Lang, με τον οποίο γίνανε φίλοι για μια ζωή. Έτσι ξεκίνησε και η επαγγελματική τους συνεργασία. Ο Huppertz αρχικά έπαιξε μικρούς ρόλους ως ηθοποιός σε δύο ταινίες του Lang, το «Vier um die Frau» και το «Dr. Mabuse Der Spieler». Ο Lang, όμως, αναγνωρίζοντας το μουσικό ταλέντο του Huppertz σκόπευε να τον χρησιμοποιήσει ως συνθέτη για την επόμενη ταινία του, το φιλόδοξο και επικό «Οι ιππότες της ομίχλης», την ιστορία των Νιμπελούγνκεν. Το 1924 έγινε η πρεμιέρα του πρώτου μέρους της ταινίας, η οποία όμως δεν πήγε όπως ήταν αναμενόμενο, γιατί το μοντάζ δουλευόταν μέχρι τελευταία στιγμή. Με αποτέλεσμα η μουσική, που ήταν ήδη έτοιμη, να μην είναι απόλυτα εναρμονισμένη με τα κομμάτια της ταινίας, όπως προέκυψαν. Κάτι, το οποίο επαναλήφθηκε και στο Β’ μέρος της ταινίας. Αυτό οδήγησε άλλες χώρες στην απόφαση να μην χρησιμοποιήσουν το -ειδικά για τις δύο ταινίες- γραμμένο μουσικό θέμα αλλά μουσική του Βάγκνερ, την οποία έτσι κι αλλιώς ο Lang απεχθανόταν. Ο Lang, πίστευε βαθιά στην αξία του φίλου του, και αναγνωρίζοντας την ευθύνη του ως προς τις προθεσμίες για την ολοκλήρωση των ταινιών του, έκανε γραπτή δήλωση που έλεγε: «Εκούσια επέλεξα έναν συνθέτη που γνωρίζει από σινεμά, που έχει ενδιαφέρον γι’ αυτό και έχει παίξει σε αυτό. Ζήτησα να γράψει ένα πρωτότυπο θέμα για την ταινία, αυτός ο καλλιτέχνης, που λέγεται Gottfried Huppertz. Είναι νεαρός αλλά πολλά από τα μουσικά του θέματα τού έχουν δώσει επάξια μεγάλη φήμη». Ωστόσο, οι ταινίες συνέχισαν να παίζονται με ηχογραφημένα βαγκνερικά θέματα. Στην συνέχεια, ο Huppertz έγραψε τη μουσική για την ταινία «Zur Chronik von Grieshuus», για το οποίο είχε γράψει το σενάριο η Τhea von Harbou, ενώ άρχισε να συμμετέχει στις συσκέψεις για την προετοιμασία της επόμενης ταινίας του Lang, «Metropolis». Στα γυρίσματα της ταινίας, ο Huppertz βρισκόταν συνεχώς στα πλατό για να παρακολουθεί λεπτό προς λεπτό, να συνοδεύει με πιάνο και να εμπνέεται, κάτι το οποίο δεν ήταν συνηθιζόταν εκείνη την εποχή! Ταυτόχρονα, η μουσική του χρησιμοποιήθηκε για να οργανώνει την ταινία στο τέμπο που επιθυμούσε ο Lang! Γι’ αυτό και ο σκηνοθέτης χρονομετρούσε τη δράση των ηθοποιών χρησιμοποιώντας νούμερα, βασισμένος πάνω στη δράση της μουσικής! Ο Huppertz ολοκλήρωσε το -συγχρονισμένο με την ταινία- μουσικό του θέμα και η ταινία προβλήθηκε με αυτή τη μουσική στην πρεμιέρα της το 1927. Τη μουσική είχε ερμηνεύσει μια ορχήστρα 66 ατόμων και τα χειροκροτήματα στο τέλος ήταν καταιγιστικά: οι συντελεστές και ο Huppertz κλήθηκαν στη σκηνή ξανά και ξανά, καθώς το χειροκρότημα δεν σταματούσε. Έπειτα, ο Τύπος δημοσίευσε άρθρα για ένα ολόκληρο χρόνο για τη μουσικό θέμα του Huppertz, το οποίο είχε τόση επιτυχία, που κυκλοφόρησε και σε διπλό δίσκο, κάνοντάς το, το πρώτο εμπορικό σάουντρακ που έγινε ποτέ στη Γερμανία. Ο Huppertz δούλεψε και πάνω στη νέα, ξαναμονταρισμένη εκδοχή του «Metropolis», που περιλάμβανε και κάποια έτοιμα θέματα κλασικής μουσικής. Η μουσική συνεργασία του με τον Lang στο «Metropolis» ήταν η τελευταία τους, καθώς ο Huppertz απέκτησε τεράστια φήμη και υψηλό κασέ, στο οποίο δεν μπορούσε να ανταποκριθεί ο Lang, με τις μετέπειτα, μικρότερου μπάτζετ παραγωγές του. Ωστόσο, οι δυο τους παρέμειναν φίλοι όλα αυτά τα χρόνια. Η μόνη άλλη συνεργασία τους ήταν στην ταινία «Οι κατάσκοποι», όπου ο Huppertz είχε ένα μικρό ρόλο ως βιολονίστας. Ο Huppertz στη συνέχεια αφοσιώθηκε για λίγο σε μουσική σύνθεση πέρα από τον κινηματογράφο, γράφοντας μουσική δωματίου και παραλλαγές σε άλλους συνθέτες. Το 1932, ο Huppertz προσλήφθηκε για να ηχογραφήσει την αυθεντική μουσική που είχε γράψει για τους «Ιππότες» σε μια πιο μικρή ηχητική διασκευή της. Όταν ο Lang αποφάσισε να φύγει εσπευσμένα από τη ναζιστική Γερμανία, προσπάθησε να πείσει τον Huppertz να τον ακολουθήσει αλλά εκείνος ένιωθε ότι δεν μπορούσε να αφήσει το Βερολίνο. Έτσι, παρέμεινε εκεί, γράφοντας κινηματογραφική μουσική, σε ταινίες όπως «Der Judas von Tirol», «Elisabeth und der Narr», «Hanneles Himmelfahrt», «Der grüne Domino», «Durch die Wüste», οι οποίες όμως δεν είχαν εμπορική επιτυχία. Το 1937, ο Gottfried Huppertz πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ξεχασμένος για πάνω από 40 χρόνια, άρχισε σιγά σιγά να βρίσκει τη θέση του στο πάνθεον των σύγχρονων συνθετών, χάρη στη μουσική που έγραψε για τους «Ιππότες» και το «Metropolis», που έχουν γίνει πλέον κλασικά και λατρεμένα…

ΕΠΙΣΗΜΟ SITE :

Official Site


Δεν υπάρχουν σχόλια: