ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ
Από τη γη του παραδείσου
Από το βιβλίο "Πεπρωμένο και παράδοση"
Στον παράδεισο όλα έχουν διπλή ομορφιά. Λίγα δέντρα κρατούν ακόμα τον ανθό τους, γιατί τα πιο πολλά έχουν δώσει τον θρεπτικό τους καρπό. Όλα είναι μαγικά, ήρεμα κι αληθινά...
Κάτω απ’ το βλέμα του Θεού, στρατιές αγγέλων ψάλλουν θεία άσματα και υμνούν το μεγαλείο του. Άπειρα πουλιά, πανέμορφα και χιλιόχρωμα, πετούν και παίζουν τιτιβίζοντας μαζί με το μουρμούρισμα της φυλλωσιάς των δέντρων, με το αργοκύλισμα απ’ τα λαμπερά νερά των ποταμών, ανασαίνοντας τη δροσοκάθαρη πνοή τ' αγέρα...
Η φύση βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, μαζί με τους μυριόχρωμους μοσχανθούς και του ήλιου τις χρυσές ακτίνες...
Πολλά πουλιά είναι γαντζωμένα πάνω στα τζάμια του παράδεισου, που μοιάζει, έτσι, μ' ατέλειωτο θερμοκήπιο...
Μια όμορφη μικρή γαλιάντρα, άμυαλη κι ατίθαση, είναι κολλημένη σ' ένα τζάμι και κοιτάζει έξω με λαχτάρα. Σε κάποια στιγμή που ανοίγει η πόρτα, εκείνη βγαίνει και χάνεται στο άπειρο! Πετά με χίλιες αμφιβολίες στο φτωχό της μυαλό και κάνει απεγνωσμένες στροφές στο άγνωστο κενό, μη ξέροντας που θα φτάσει. Είχε νυχτώσει, όταν σκάλωσε λαχανιασμένη σε κάποια σκάλα τ' απείρου που βρήκε μπροστά της. Περίμενε εκεί, ώσπου να ξημερώσει...
Σε λίγες ώρες, είδε να προχωράει δειλά κι αθόρυβα προς το μέρος της, η ρόδινη αυγούλα και να την καλημερίζει.
— Τι ζητάς εκεί στο σκοτάδι, γαλιάντρα; τη ρωτάει.
H γαλιάντρα γυρίζοντας προς τα πίσω το κεφάλι της, της λέει˙
— Γιατί πίσω μου είναι τόσο βαθύ σκοτάδι κι αξεπέραστο, αυγούλα;
— Γιατί εκεί αρχίζει η κόλαση, μικρή μου, κι η σκάλα που κούρνιασες δεν στερεώνεται πουθενά! Ο Θεός, όμως, σε φύλαξε απ’ το κακό. Γι' αυτό γύρισε πίσω στον παράδεισο, να τον ευχαριστήσεις.
— Όχι! της απάντησε η γαλιάντρα, θέλω να πάω στη γη των ανθρώπων να τη γνωρίσω κι από κει θα ευχαριστήσω το θεό μου.
— Είσαι αχάριστη, της λέει τότε η αυγούλα. Περιφρο-νείς τον παράδεισο κι από αθάνατη, θέλεις να γίνεις θνητή!
Μα η γαλιάντρα δεν έδωσε σημασία στις κουβέντες της σοφής αυγούλας κι ανοίγοντας τα φτερά της, πέταξε ολοταχώς προς το μέρος του ήλιου, αφήνοντας πίσω της τα βαθιά σκοτάδια.
Έτσι, έφτασε στη γη. Λαχανιασμένη και διψασμένη, στάθηκε στην κορφή ενός πλάτανου που κάτω, στις ρίζες του, είδε με χαρά να περνάει ένα όμορφο ποταμάκι με καθάρια νερά. Πέταξε χαμηλά και βούτηξε τα ποδαράκια της μ' ευχαρίστηση. Ύστερα άρχισε να παίρνει το μπάνιο της με χίλια σκέρτσα και παιχνίδια. Όταν τελείωσε, ήπιε αρκετό νερό και κοιτούσε τον ουρανό, ευχαριστώντας τον καλό Θεό που την φύλαξε, για την ώρα, από κάθε κακό. Ξανανιωμένη, πέταξε πάλι και στάθηκε στο ψηλότερο κλαρί μιας γέρικης βελανιδιάς. Από κει πάνω, κοίταζε ολόγυρα και θαύμαζε τη φύση, τη γη των ανθρώπων που ήταν δημιούργημα του σοφού Θεού. Άκουγε κι άλλα πουλάκια να τιτιβίζουν και να πετούν χαρούμενα, κρατώντας στο στόμα τους φαγάκι για τα μικρά τους.
Όμως, δεν είχε καιρό για χάσιμο, ήθελε να γνωρίσει περισσότερα μέρη.
Συνέχισε, λοιπόν, το πέταγμα της. Από μακρυά, είδε την απέραντη θάλασσα και σταμάτησε σ' ένα πεύκο χαμηλό και κυρτωμένο απ’ το δυνατό αγέρα. Καθώς θαύμασε αυτό το ατέλειωτο υγρό στοιχείο της γης των ανθρώπων, άκουσε δίπλα της ένα απαλό φτερούγισμα. Ήταν μια μικρούλα καρδερίνα, που κλείνοντας τα χρωματιστά φτερά της, ήρθε και κάθησε δίπλα της και τη ρώτησε˙
— Από πού έρχεσαι, γαλιάντρα κι είσαι τόσο τσακισμένη απ’ την κούραοη;
— Έχω έρθει απ’ τη γη του παραδείσου, μα θέλω να ξαναγυρίσω πάλι, γιατί πιο όμορφα από κει, δεν βρήκα εδώ πουθενά!
— Μάθε, γαλιάντρα μου, πως για να πας ξανά εκεί, είναι πολύ δύσκολο.
— Γιατί, καρδερίνα;
— Γιατί πρέπει πρώτα να πεθάνεις!
— Χίλιες φορές να πεθάνω, αν είναι να ξαναβρεθώ στη γη του παραδείσου!
— Κάνε όπως νομίζεις, είπε η καρδερίνα κι ανοίγοντας τα φτερά της, πέταξε μακρυά.
Η γαλιάντρα δοκίμασε κι εκείνη να ξαναπετάξει, έστω κι αν ήταν πολύ κουρασμένη. Κάπου - κάπου, σταματούσε για να ξεκουραστεί, ώσπου έφτασε στην άκρη μιας ταρά-τσας και σχεδόν κρεμάστηκε εκεί.
Ρίχνοντας τη ματιά της ολόγυρα, σα να στενοχωρέθηκε λιγάκι, για την κατάντια των ανθρώπων της γης.
«Αυτό» σκέφτηκε, «δεν μπορεί να είναι έργο του Θεού! »
Ο δαιμονισμένος θόρυβος των αυτοκινήτων της τρυπούσε τ' αυτιά κι η κάπνα πού ανέβαινε, της δυσκόλευε την αποπνοή. Τα σπίτια ήταν κολλημένα το ένα με το άλλο και μια βαρεία μυρωδιά της λιγόστευε τον αέρα που νόμιζε πώς χανόταν. Τραβήχτηκε πιο μέσα φοβισμένη. Μετανιωμένη που γνώρισε τη γη των ανθρώπων, θέλησε να ξαναγυρίσει πίσω. Προσπάθησε ν' ανοίξει τα φτερά της και να πετάξει, μα δεν τα κατάφερε. Ένας σπουργίτης ήρθε δίπλα της και τη βρήκε μισολυποθυμισμένη. Στο στόμα του κρατούσε λίγο νεράκι για τα μικρά του και το άδειασε με το ράμφος του στο στόμα της γαλιάντρας.
Εκείνη συνήλθε και κοίταζε μ' ευγνωμοσύνη τον σπουργίτη. Εκείνος την ρώτησε από που ήρθε.
— Από τη γη του παραδείσου! τ' απάντησε με μισοσβυσμένη φωνή η γαλιάντρα. Μα θέλω να ξαναγυρίσω πίσω, γιατί η γη των ανθρώπων είναι πολύ βρώμικη. Οι άνθρωποι τρέχουν δεξιά κι αριστερά σαν τρελλοί και πνίγεσαι κάθε τόσο απ’ τους καπνούς και τις μυρωδιές! Θα ήταν πιο όμορφα και πιο ξεκούραστα, αν ζούσαν σε μικρά κουκλίστικα σπιτάκια κάτω απ’ τα δέντρα! Να είχαν αμάξια με άλογα για τις δουλειές τους, να ήταν ευχαριστημένοι με τα λίγα και να μη σκοτώνονταν για τα πολλά, ούτε να έκαναν συνέχεια πολέμους! Εμάς τ' αθώα πουλιά, δεν έπρεπε να μας φυλακίζουν, παρά μόνο να μας δείχνουν την αγάπη τους. Τότε, εμείς θα πετούσαμε κοντά τους άφοβα και θα τους τραγουδούσαμε γλυκά και ξένιαστα...
Η γαλιάντρα, λέγοντας όλα αυτά με παράπονο, προσπάθησε να σταθεί στα λεπτά της ποδαράκια, μα ένιωθε πολύ εξαντλημένη. Κατάλαβε ότι δεν θα ζούσε ακόμα για πολύ.
Ο σπουργίτης, ένιωσε τα όσα είπε και κατάλαβε πώς είχε δίκιο. Έτρεξε να της φέρει λίγα ψίχουλα, γιατί τη λυπήθηκε. Όμως η γαλιάντρα τον σταμάτησε, γιατί πλησίαζε το τέλος της κι είχε να του μιλήσει˙
— Σπουργίτη μου, τώρα που θα πεθάνω και θα πάω στη γη του παραδείσου, τι θέλεις να κάνω για σένα;
Κι ο σπουργίτης είπε˙
— Παρακάλεσε τον καλό Θεό, να φροντίζει για τ' αθώα πουλιά της γης των ανθρώπων. Να έχουν δυνατά φτερά για να μπορούν να πετάνε τόσο ψηλά, ώστε οι αχόρταγοι άνθρωποι να μην τα φτάνουν και να τα σκοτώνουν!
— Θα τον παρακαλέοω γι' αυτό, μ' όλη μου την καρδιά, είπε η γαλιάντρα.
Όμως, κείνη τη στιγμή, είδε απ’ τ' άντικρυνό παράθυρο, δυο παιδικά χέρια να κρατάνε ένα δίκανο και να σημαδεύουν τον σπουργίτη.
Η γαλιάντρα κατάλαβε τον κίνδυνο˙ Χωρίς να χάσει καιρό, δίνει μια με το πόδι της στα φτερά του σπουργιτιού κι εκείνο τρομαγμένο πέταξε μακρυά. Ένας κρότος ακούστηκε μετά και τα σκάγια του ντουφεκιού αδειάσανε στην κοιλίτσα της γαλιάντρας. Το αθώο της αίμα έβαψε την άκρη της ταράτσας.
Εκείνη χλώμιασε. Κρέμασαν τα φτερά της, έγειρε το κεφάλι της και ξεψύχησε...
Από τη γη του παραδείσου
Από το βιβλίο "Πεπρωμένο και παράδοση"
Στον παράδεισο όλα έχουν διπλή ομορφιά. Λίγα δέντρα κρατούν ακόμα τον ανθό τους, γιατί τα πιο πολλά έχουν δώσει τον θρεπτικό τους καρπό. Όλα είναι μαγικά, ήρεμα κι αληθινά...
Κάτω απ’ το βλέμα του Θεού, στρατιές αγγέλων ψάλλουν θεία άσματα και υμνούν το μεγαλείο του. Άπειρα πουλιά, πανέμορφα και χιλιόχρωμα, πετούν και παίζουν τιτιβίζοντας μαζί με το μουρμούρισμα της φυλλωσιάς των δέντρων, με το αργοκύλισμα απ’ τα λαμπερά νερά των ποταμών, ανασαίνοντας τη δροσοκάθαρη πνοή τ' αγέρα...
Η φύση βρίσκεται στ’ αποκορύφωμα της λάμψης της, μαζί με τους μυριόχρωμους μοσχανθούς και του ήλιου τις χρυσές ακτίνες...
Πολλά πουλιά είναι γαντζωμένα πάνω στα τζάμια του παράδεισου, που μοιάζει, έτσι, μ' ατέλειωτο θερμοκήπιο...
Μια όμορφη μικρή γαλιάντρα, άμυαλη κι ατίθαση, είναι κολλημένη σ' ένα τζάμι και κοιτάζει έξω με λαχτάρα. Σε κάποια στιγμή που ανοίγει η πόρτα, εκείνη βγαίνει και χάνεται στο άπειρο! Πετά με χίλιες αμφιβολίες στο φτωχό της μυαλό και κάνει απεγνωσμένες στροφές στο άγνωστο κενό, μη ξέροντας που θα φτάσει. Είχε νυχτώσει, όταν σκάλωσε λαχανιασμένη σε κάποια σκάλα τ' απείρου που βρήκε μπροστά της. Περίμενε εκεί, ώσπου να ξημερώσει...
Σε λίγες ώρες, είδε να προχωράει δειλά κι αθόρυβα προς το μέρος της, η ρόδινη αυγούλα και να την καλημερίζει.
— Τι ζητάς εκεί στο σκοτάδι, γαλιάντρα; τη ρωτάει.
H γαλιάντρα γυρίζοντας προς τα πίσω το κεφάλι της, της λέει˙
— Γιατί πίσω μου είναι τόσο βαθύ σκοτάδι κι αξεπέραστο, αυγούλα;
— Γιατί εκεί αρχίζει η κόλαση, μικρή μου, κι η σκάλα που κούρνιασες δεν στερεώνεται πουθενά! Ο Θεός, όμως, σε φύλαξε απ’ το κακό. Γι' αυτό γύρισε πίσω στον παράδεισο, να τον ευχαριστήσεις.
— Όχι! της απάντησε η γαλιάντρα, θέλω να πάω στη γη των ανθρώπων να τη γνωρίσω κι από κει θα ευχαριστήσω το θεό μου.
— Είσαι αχάριστη, της λέει τότε η αυγούλα. Περιφρο-νείς τον παράδεισο κι από αθάνατη, θέλεις να γίνεις θνητή!
Μα η γαλιάντρα δεν έδωσε σημασία στις κουβέντες της σοφής αυγούλας κι ανοίγοντας τα φτερά της, πέταξε ολοταχώς προς το μέρος του ήλιου, αφήνοντας πίσω της τα βαθιά σκοτάδια.
Έτσι, έφτασε στη γη. Λαχανιασμένη και διψασμένη, στάθηκε στην κορφή ενός πλάτανου που κάτω, στις ρίζες του, είδε με χαρά να περνάει ένα όμορφο ποταμάκι με καθάρια νερά. Πέταξε χαμηλά και βούτηξε τα ποδαράκια της μ' ευχαρίστηση. Ύστερα άρχισε να παίρνει το μπάνιο της με χίλια σκέρτσα και παιχνίδια. Όταν τελείωσε, ήπιε αρκετό νερό και κοιτούσε τον ουρανό, ευχαριστώντας τον καλό Θεό που την φύλαξε, για την ώρα, από κάθε κακό. Ξανανιωμένη, πέταξε πάλι και στάθηκε στο ψηλότερο κλαρί μιας γέρικης βελανιδιάς. Από κει πάνω, κοίταζε ολόγυρα και θαύμαζε τη φύση, τη γη των ανθρώπων που ήταν δημιούργημα του σοφού Θεού. Άκουγε κι άλλα πουλάκια να τιτιβίζουν και να πετούν χαρούμενα, κρατώντας στο στόμα τους φαγάκι για τα μικρά τους.
Όμως, δεν είχε καιρό για χάσιμο, ήθελε να γνωρίσει περισσότερα μέρη.
Συνέχισε, λοιπόν, το πέταγμα της. Από μακρυά, είδε την απέραντη θάλασσα και σταμάτησε σ' ένα πεύκο χαμηλό και κυρτωμένο απ’ το δυνατό αγέρα. Καθώς θαύμασε αυτό το ατέλειωτο υγρό στοιχείο της γης των ανθρώπων, άκουσε δίπλα της ένα απαλό φτερούγισμα. Ήταν μια μικρούλα καρδερίνα, που κλείνοντας τα χρωματιστά φτερά της, ήρθε και κάθησε δίπλα της και τη ρώτησε˙
— Από πού έρχεσαι, γαλιάντρα κι είσαι τόσο τσακισμένη απ’ την κούραοη;
— Έχω έρθει απ’ τη γη του παραδείσου, μα θέλω να ξαναγυρίσω πάλι, γιατί πιο όμορφα από κει, δεν βρήκα εδώ πουθενά!
— Μάθε, γαλιάντρα μου, πως για να πας ξανά εκεί, είναι πολύ δύσκολο.
— Γιατί, καρδερίνα;
— Γιατί πρέπει πρώτα να πεθάνεις!
— Χίλιες φορές να πεθάνω, αν είναι να ξαναβρεθώ στη γη του παραδείσου!
— Κάνε όπως νομίζεις, είπε η καρδερίνα κι ανοίγοντας τα φτερά της, πέταξε μακρυά.
Η γαλιάντρα δοκίμασε κι εκείνη να ξαναπετάξει, έστω κι αν ήταν πολύ κουρασμένη. Κάπου - κάπου, σταματούσε για να ξεκουραστεί, ώσπου έφτασε στην άκρη μιας ταρά-τσας και σχεδόν κρεμάστηκε εκεί.
Ρίχνοντας τη ματιά της ολόγυρα, σα να στενοχωρέθηκε λιγάκι, για την κατάντια των ανθρώπων της γης.
«Αυτό» σκέφτηκε, «δεν μπορεί να είναι έργο του Θεού! »
Ο δαιμονισμένος θόρυβος των αυτοκινήτων της τρυπούσε τ' αυτιά κι η κάπνα πού ανέβαινε, της δυσκόλευε την αποπνοή. Τα σπίτια ήταν κολλημένα το ένα με το άλλο και μια βαρεία μυρωδιά της λιγόστευε τον αέρα που νόμιζε πώς χανόταν. Τραβήχτηκε πιο μέσα φοβισμένη. Μετανιωμένη που γνώρισε τη γη των ανθρώπων, θέλησε να ξαναγυρίσει πίσω. Προσπάθησε ν' ανοίξει τα φτερά της και να πετάξει, μα δεν τα κατάφερε. Ένας σπουργίτης ήρθε δίπλα της και τη βρήκε μισολυποθυμισμένη. Στο στόμα του κρατούσε λίγο νεράκι για τα μικρά του και το άδειασε με το ράμφος του στο στόμα της γαλιάντρας.
Εκείνη συνήλθε και κοίταζε μ' ευγνωμοσύνη τον σπουργίτη. Εκείνος την ρώτησε από που ήρθε.
— Από τη γη του παραδείσου! τ' απάντησε με μισοσβυσμένη φωνή η γαλιάντρα. Μα θέλω να ξαναγυρίσω πίσω, γιατί η γη των ανθρώπων είναι πολύ βρώμικη. Οι άνθρωποι τρέχουν δεξιά κι αριστερά σαν τρελλοί και πνίγεσαι κάθε τόσο απ’ τους καπνούς και τις μυρωδιές! Θα ήταν πιο όμορφα και πιο ξεκούραστα, αν ζούσαν σε μικρά κουκλίστικα σπιτάκια κάτω απ’ τα δέντρα! Να είχαν αμάξια με άλογα για τις δουλειές τους, να ήταν ευχαριστημένοι με τα λίγα και να μη σκοτώνονταν για τα πολλά, ούτε να έκαναν συνέχεια πολέμους! Εμάς τ' αθώα πουλιά, δεν έπρεπε να μας φυλακίζουν, παρά μόνο να μας δείχνουν την αγάπη τους. Τότε, εμείς θα πετούσαμε κοντά τους άφοβα και θα τους τραγουδούσαμε γλυκά και ξένιαστα...
Η γαλιάντρα, λέγοντας όλα αυτά με παράπονο, προσπάθησε να σταθεί στα λεπτά της ποδαράκια, μα ένιωθε πολύ εξαντλημένη. Κατάλαβε ότι δεν θα ζούσε ακόμα για πολύ.
Ο σπουργίτης, ένιωσε τα όσα είπε και κατάλαβε πώς είχε δίκιο. Έτρεξε να της φέρει λίγα ψίχουλα, γιατί τη λυπήθηκε. Όμως η γαλιάντρα τον σταμάτησε, γιατί πλησίαζε το τέλος της κι είχε να του μιλήσει˙
— Σπουργίτη μου, τώρα που θα πεθάνω και θα πάω στη γη του παραδείσου, τι θέλεις να κάνω για σένα;
Κι ο σπουργίτης είπε˙
— Παρακάλεσε τον καλό Θεό, να φροντίζει για τ' αθώα πουλιά της γης των ανθρώπων. Να έχουν δυνατά φτερά για να μπορούν να πετάνε τόσο ψηλά, ώστε οι αχόρταγοι άνθρωποι να μην τα φτάνουν και να τα σκοτώνουν!
— Θα τον παρακαλέοω γι' αυτό, μ' όλη μου την καρδιά, είπε η γαλιάντρα.
Όμως, κείνη τη στιγμή, είδε απ’ τ' άντικρυνό παράθυρο, δυο παιδικά χέρια να κρατάνε ένα δίκανο και να σημαδεύουν τον σπουργίτη.
Η γαλιάντρα κατάλαβε τον κίνδυνο˙ Χωρίς να χάσει καιρό, δίνει μια με το πόδι της στα φτερά του σπουργιτιού κι εκείνο τρομαγμένο πέταξε μακρυά. Ένας κρότος ακούστηκε μετά και τα σκάγια του ντουφεκιού αδειάσανε στην κοιλίτσα της γαλιάντρας. Το αθώο της αίμα έβαψε την άκρη της ταράτσας.
Εκείνη χλώμιασε. Κρέμασαν τα φτερά της, έγειρε το κεφάλι της και ξεψύχησε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου