Ο Στιβ Μακ Κουίν στα πρώτα του βήματα
Του Δημητρη Μπουρα
Η Καθημερινή
«Η μεγάλη ληστεία» («St Louis bank
robbery» - αναφέρεται και με τον τίτλο «The great St. Louis bank
robbery») γυρίστηκε το 1959 από τον Τσαρλς Γκούγκενχαϊμ και τον Τζον
Στιξ. Είναι ένα ασπρόμαυρο φιλμ χαμηλού κόστους από τη γραμμή παραγωγής
του Χόλιγουντ εκείνης της εποχής, που έγινε εφαλτήριο για ένα σπουδαίο
ηθοποιό, ο οποίος ξεκινούσε με ορμή την καριέρα του στο σινεμά. «Η
μεγάλη ληστεία» και η καλτ «Εισβολή από άγνωστο πλανήτη» («Τhe Blod»),
που προηγήθηκε το 1958, αποτέλεσαν τη γέφυρα από την οποία πέρασε στον
κινηματογράφο ο ήδη γνωστός στο τηλεοπτικό κοινό της εποχής Στιβ Μακ
Κουίν.
«Η μεγάλη ληστεία», αν και προβλήθηκε κάποτε στην Ελλάδα με τον τίτλο «Το ριφιφί του Σεντ Λούις», είναι σχεδόν άγνωστη ακόμη και σε σινεφίλ που έχουν το «μικρόβιο» του συλλέκτη. Πρόκειται για ένα αστυνομικό δράμα, βασισμένο σε μια απόπειρα ληστείας στην τράπεζα του Σεντ Λούις, που είχε τραγική κατάληξη για τους επίδοξους ληστές και η οποία έχει καταγραφεί στα αστυνομικά χρονικά της εποχής. Οι παραγωγοί της ταινίας, για να δώσουν έμφαση στην πιστότητα της αναπαράστασης του εγκλήματος, χρησιμοποίησαν ως κομπάρσους αληθινούς αστυνομικούς που είχαν εμπλακεί στο περιστατικό.
Το σχέδιο της ληστείας
Η κινηματογραφική «μεγάλη ληστεία» σχεδιάστηκε από δύο σκηνοθέτες, οι οποίοι δούλευαν κυρίως στην τηλεόραση. Ο Γκούγκενχαϊμ και ο Στιξ, που δεν ευτύχησαν να κάνουν καριέρα στο σινεμά, φαίνεται πως λάτρευαν τις ταινίες του Ζυλ Ντασσέν. Επιμένουν στην ανάδειξη του φυσικού χώρου ως ενός σημαντικού στοιχείου της ταινίας και χρησιμοποιούν το ρεαλισμό για να προσδώσουν ύφος ντοκιμαντέρ στην ταινία. Παράλληλα, φιλοδοξούν να καταγράψουν την ψυχολογία του κεντρικού ήρωά τους - ενός νεαρού που ακροβατεί μεταξύ νομιμότητας και υποκόσμου. Η σκηνοθεσία τους, όμως, δεν υποστηρίζεται όσο θα έπρεπε από το σενάριο (του Ρίτσαρντ Εφρον - άνθρωπος της τηλεόρασης κι αυτός).
Η ιστορία αρχίζει με τη συνάντηση της συμμορίας σε ένα πάρκο. Ο Τζον, ένας σκληροτράχηλος μεσήλικας του υποκόσμου που είναι ο εγκέφαλος της ληστείας, καλεί δυο παλιούς συνεργάτες του, που βρίσκονται σε απόγνωση: Τον Ιταλό Τζίνο που, απ' ό,τι καταλαβαίνουμε, βρίσκεται έξω από τη φυλακή με εγγύηση και πρέπει άμεσα να βρει τα χρήματα για να πληρώσει τον δικηγόρο του εν όψει της κρίσιμης δίκης που πλησιάζει. Και τον Γουίλι, τον παλιό οδηγό της συμμορίας, που ο αρχηγός τον υποβιβάζει σε τσιλιαδόρο. Στην ομάδα προστίθεται και ο βενιαμίν της ιστορίας, στο πρόσωπο του οποίου ο αρχηγός βλέπει το νέο αίμα και αποφασίζει να «επενδύσει» πάνω του εκπαιδεύοντάς τον. Ο νεαρός Τζόρτζι, που το σοβαρότερο έγκλημά του ήταν ένα ασήμαντο παράπτωμα για το οποίο αποβλήθηκε από το κολέγιο, αναλαμβάνει να οδηγήσει το αυτοκίνητο με το οποίο θα διαφύγουν μετά τη ληστεία.
Η συμμορία αρχίζει να παρακολουθεί στενά την τράπεζα και να καταγράφει κάθε λεπτομέρεια που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη, οργανώνοντας με ακρίβεια τις κινήσεις της για να αποκλειστούν όσο το δυνατόν οι αστάθμητοι παράγοντες τη στιγμή του χτυπήματος. Οι «πρόβες» προχωρούν και όλα δείχνουν να πηγαίνουν καλά, με εξαίρεση τη συνοχή της ομάδας. Η παρουσία του Τζόρτζι αφενός έχει προκαλέσει το μίσος του Γουίλι, αφετέρου έχει βάλει σε κίνδυνο το σχέδιο. Ο νεαρός αγνοεί τη διαταγή του αρχηγού και συναντάει κρυφά, έπειτα από πιέσεις του Τζίνο που είναι αδέκαρος, την Αν, την αδελφή του Τζίνο και πρώην κοπέλα του, που αποβλήθηκε μαζί του από το κολέγιο και τυχαίνει να ζει στο Σεντ Λούις. και το δράμα των ληστών
Η αστυνομική ιστορία αποτελεί το κέλυφος της ταινίας. Ο πυρήνας της, που απασχολεί περισσότερο τον σεναριογράφο και τους δύο σκηνοθέτες, είναι το μελόδραμα και αφορά την ασφυξία των νέων εκείνης της εποχής. Ο βασικός άξονας είναι μετατοπισμένος στη σχέση του Τζόρτζι με τον σκληρό και αυταρχικό αρχηγό της συμμορίας, ο οποίος συμπεριφέρεται σαν πατέρας απέναντι στα μέλη της. Ο Τζόρτζι, που μόλις άφησε πίσω του τα χρόνια της εφηβείας, είναι ένα καλό παιδί που για έναν αστείο λόγο (δεν τον μαθαίνουμε ποτέ) βρέθηκε μακριά από το κολέγιο και την οικογένεια.
Είναι ένας κινηματογραφικός ήρωας της «εφηβικής κουλτούρας» που είχε ήδη εμφανιστεί στον ορίζοντα της Αμερικής από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Επί της ουσίας, είναι μια άλλη, πιο μελοδραματική και πεζή εκδοχή του «Επαναστάτη χωρίς αιτία». Η επαφή του Τζόρτζι με τη συμμορία περιγράφεται με ρεαλισμό, ενώ η σύγκρουση με τον «πατέρα», η οποία παίρνει διαστάσεις αλληγορίας, έχει ως αντικείμενο τον αθώο νεανικό έρωτα του Τζόρτζι και της Αν, που για μια ακόμη φορά καταδιώκεται.
Ο Στιβ Μακ Κουίν
Η «Μεγάλη ληστεία» είναι ένα σπάνιο b-movie εκείνης της εποχής χάριν του πρωταγωνιστή της Στιβ Μακ Κουίν. Το παίξιμό του πιστοποιούσε το χάρισμα ενός εκκολαπτόμενου σταρ, που η παρουσία του ήταν αρκετή για να γεμίσει η οθόνη και επιβαλλόταν στον θεατή με τρόπο που θύμιζε τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τον Τζέιμς Κάγκνεϊ. Πιο ντροπαλός και συνεσταλμένος από αυτούς, κατάφερε να δημιουργήσει ένα δικό του στυλ βασισμένο στη λιτότητα και «ανέκφραστου» προσώπου του. Ηταν απόμακρος, σκληρός και ταυτοχρόνως τρυφερός κι εύθραυστος και θα μπορούσε να παίζει ακόμη και με την πλάτη γυρισμένη στον φακό, όπως χαρακτηριστικά είχε ειπωθεί γι' αυτόν. Το cool ύφος του, που ήταν ενστικτώδες και δίχως ίχνος προσποίησης, σύστηνε στον θεατή έναν κινηματογραφικό ήρωα βυθισμένο στις σκέψεις του.
Στη «Μεγάλη ληστεία» συμπρωταγωνιστούν οι καρατερίστες Γκράχαν Ντέντον (ο αρχηγός), Μόλι Μακ Κάρθι (Αν), Ντέιβιντ Κλαρκ (Τζίνο), Τζέιμς Δούκας (Γουίλι).
«Η μεγάλη ληστεία», αν και προβλήθηκε κάποτε στην Ελλάδα με τον τίτλο «Το ριφιφί του Σεντ Λούις», είναι σχεδόν άγνωστη ακόμη και σε σινεφίλ που έχουν το «μικρόβιο» του συλλέκτη. Πρόκειται για ένα αστυνομικό δράμα, βασισμένο σε μια απόπειρα ληστείας στην τράπεζα του Σεντ Λούις, που είχε τραγική κατάληξη για τους επίδοξους ληστές και η οποία έχει καταγραφεί στα αστυνομικά χρονικά της εποχής. Οι παραγωγοί της ταινίας, για να δώσουν έμφαση στην πιστότητα της αναπαράστασης του εγκλήματος, χρησιμοποίησαν ως κομπάρσους αληθινούς αστυνομικούς που είχαν εμπλακεί στο περιστατικό.
Το σχέδιο της ληστείας
Η κινηματογραφική «μεγάλη ληστεία» σχεδιάστηκε από δύο σκηνοθέτες, οι οποίοι δούλευαν κυρίως στην τηλεόραση. Ο Γκούγκενχαϊμ και ο Στιξ, που δεν ευτύχησαν να κάνουν καριέρα στο σινεμά, φαίνεται πως λάτρευαν τις ταινίες του Ζυλ Ντασσέν. Επιμένουν στην ανάδειξη του φυσικού χώρου ως ενός σημαντικού στοιχείου της ταινίας και χρησιμοποιούν το ρεαλισμό για να προσδώσουν ύφος ντοκιμαντέρ στην ταινία. Παράλληλα, φιλοδοξούν να καταγράψουν την ψυχολογία του κεντρικού ήρωά τους - ενός νεαρού που ακροβατεί μεταξύ νομιμότητας και υποκόσμου. Η σκηνοθεσία τους, όμως, δεν υποστηρίζεται όσο θα έπρεπε από το σενάριο (του Ρίτσαρντ Εφρον - άνθρωπος της τηλεόρασης κι αυτός).
Η ιστορία αρχίζει με τη συνάντηση της συμμορίας σε ένα πάρκο. Ο Τζον, ένας σκληροτράχηλος μεσήλικας του υποκόσμου που είναι ο εγκέφαλος της ληστείας, καλεί δυο παλιούς συνεργάτες του, που βρίσκονται σε απόγνωση: Τον Ιταλό Τζίνο που, απ' ό,τι καταλαβαίνουμε, βρίσκεται έξω από τη φυλακή με εγγύηση και πρέπει άμεσα να βρει τα χρήματα για να πληρώσει τον δικηγόρο του εν όψει της κρίσιμης δίκης που πλησιάζει. Και τον Γουίλι, τον παλιό οδηγό της συμμορίας, που ο αρχηγός τον υποβιβάζει σε τσιλιαδόρο. Στην ομάδα προστίθεται και ο βενιαμίν της ιστορίας, στο πρόσωπο του οποίου ο αρχηγός βλέπει το νέο αίμα και αποφασίζει να «επενδύσει» πάνω του εκπαιδεύοντάς τον. Ο νεαρός Τζόρτζι, που το σοβαρότερο έγκλημά του ήταν ένα ασήμαντο παράπτωμα για το οποίο αποβλήθηκε από το κολέγιο, αναλαμβάνει να οδηγήσει το αυτοκίνητο με το οποίο θα διαφύγουν μετά τη ληστεία.
Η συμμορία αρχίζει να παρακολουθεί στενά την τράπεζα και να καταγράφει κάθε λεπτομέρεια που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη, οργανώνοντας με ακρίβεια τις κινήσεις της για να αποκλειστούν όσο το δυνατόν οι αστάθμητοι παράγοντες τη στιγμή του χτυπήματος. Οι «πρόβες» προχωρούν και όλα δείχνουν να πηγαίνουν καλά, με εξαίρεση τη συνοχή της ομάδας. Η παρουσία του Τζόρτζι αφενός έχει προκαλέσει το μίσος του Γουίλι, αφετέρου έχει βάλει σε κίνδυνο το σχέδιο. Ο νεαρός αγνοεί τη διαταγή του αρχηγού και συναντάει κρυφά, έπειτα από πιέσεις του Τζίνο που είναι αδέκαρος, την Αν, την αδελφή του Τζίνο και πρώην κοπέλα του, που αποβλήθηκε μαζί του από το κολέγιο και τυχαίνει να ζει στο Σεντ Λούις. και το δράμα των ληστών
Η αστυνομική ιστορία αποτελεί το κέλυφος της ταινίας. Ο πυρήνας της, που απασχολεί περισσότερο τον σεναριογράφο και τους δύο σκηνοθέτες, είναι το μελόδραμα και αφορά την ασφυξία των νέων εκείνης της εποχής. Ο βασικός άξονας είναι μετατοπισμένος στη σχέση του Τζόρτζι με τον σκληρό και αυταρχικό αρχηγό της συμμορίας, ο οποίος συμπεριφέρεται σαν πατέρας απέναντι στα μέλη της. Ο Τζόρτζι, που μόλις άφησε πίσω του τα χρόνια της εφηβείας, είναι ένα καλό παιδί που για έναν αστείο λόγο (δεν τον μαθαίνουμε ποτέ) βρέθηκε μακριά από το κολέγιο και την οικογένεια.
Είναι ένας κινηματογραφικός ήρωας της «εφηβικής κουλτούρας» που είχε ήδη εμφανιστεί στον ορίζοντα της Αμερικής από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Επί της ουσίας, είναι μια άλλη, πιο μελοδραματική και πεζή εκδοχή του «Επαναστάτη χωρίς αιτία». Η επαφή του Τζόρτζι με τη συμμορία περιγράφεται με ρεαλισμό, ενώ η σύγκρουση με τον «πατέρα», η οποία παίρνει διαστάσεις αλληγορίας, έχει ως αντικείμενο τον αθώο νεανικό έρωτα του Τζόρτζι και της Αν, που για μια ακόμη φορά καταδιώκεται.
Ο Στιβ Μακ Κουίν
Η «Μεγάλη ληστεία» είναι ένα σπάνιο b-movie εκείνης της εποχής χάριν του πρωταγωνιστή της Στιβ Μακ Κουίν. Το παίξιμό του πιστοποιούσε το χάρισμα ενός εκκολαπτόμενου σταρ, που η παρουσία του ήταν αρκετή για να γεμίσει η οθόνη και επιβαλλόταν στον θεατή με τρόπο που θύμιζε τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τον Τζέιμς Κάγκνεϊ. Πιο ντροπαλός και συνεσταλμένος από αυτούς, κατάφερε να δημιουργήσει ένα δικό του στυλ βασισμένο στη λιτότητα και «ανέκφραστου» προσώπου του. Ηταν απόμακρος, σκληρός και ταυτοχρόνως τρυφερός κι εύθραυστος και θα μπορούσε να παίζει ακόμη και με την πλάτη γυρισμένη στον φακό, όπως χαρακτηριστικά είχε ειπωθεί γι' αυτόν. Το cool ύφος του, που ήταν ενστικτώδες και δίχως ίχνος προσποίησης, σύστηνε στον θεατή έναν κινηματογραφικό ήρωα βυθισμένο στις σκέψεις του.
Στη «Μεγάλη ληστεία» συμπρωταγωνιστούν οι καρατερίστες Γκράχαν Ντέντον (ο αρχηγός), Μόλι Μακ Κάρθι (Αν), Ντέιβιντ Κλαρκ (Τζίνο), Τζέιμς Δούκας (Γουίλι).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου