Le Hareng Saur
Il était un grand mur blanc – nu, nu, nu,
Contre le mur une échelle – haute, haute, haute,
Et, par terre, un hareng saur – sec, sec, sec.
Il vient, tenant dans ses mains – sales, sales, sales,
Un marteau lourd, un grand clou – pointu, pointu, pointu,
Un peloton de ficelle – gros, gros, gros.
Alors il monte à l’échelle – haute, haute, haute,
Et plante le clou pointu – toc, toc, toc,
Tout en haut du grand mur blanc – nu, nu, nu.
Il laisse aller le marteau – qui tombe, qui tombe, qui tombe,
Attache au clou la ficelle – longue, longue, longue,
Et, au bout, le hareng saur – sec, sec, sec.
Il redescend de l’échelle – haute, haute, haute,
L’emporte avec le marteau – lourd, lourd, lourd,
Et puis, il s’en va ailleurs – loin, loin, loin.
Et, depuis, le hareng saur – sec, sec, sec,
Au bout de cette ficelle – longue, longue, longue,
Très lentement se balance – toujours, toujours, toujours.
J’ai composé cette histoire – simple, simple, simple,
Pour mettre en fureur les gens – graves, graves, graves,
Et amuser les enfants – petits, petits, petits.
C h a r l e s C r o s ( 1842 – 1888)
.
Η παστή ρέγγα
Ήταν ένας άσπρος τοίχος — γυμνός, γυμνός, γυμνός.
Μια ανεμόσκαλα στον τοίχο — αψηλή, ψηλή, ψηλή.
Καταγής μια παστή ρέγγα — ξερή, ξερή, ξερή.
Έρχεται∙ Κρατά στα χέρια —τα λερά, λερά, λερά
Βαρύ σφυρί, μέγα καρφί —μυτερό, τερό, τερό
Και μια κουβαρίστρα σπάγκο —χοντρή, χοντρή, χοντρή.
Ανεβαίνει ευτύς τη σκάλα — την ψηλή, ψηλή, ψηλή
Και καρφώνει το καρφί — ντουκ, ντουκ, ντουκ
Αψηλά στον άσπρο τοίχο — το γυμνό, γυμνό, γυμνό.
Τότε αφήνει το σφυρί — που πέφτει, πέφτει, πέφτει,
Δένει στο καρφί το σπάγκο — τον μακρύ, μακρύ, μακρύ
Και στην άκρη του τη ρέγγα — την ξερή, ξερή, ξερή.
Κατεβαίνει από τη σκάλα —την ψηλή, ψηλή, ψηλή,
παίρνει αυτή και το σφυρί — το βαρύ, βαρύ, βαρύ
και πάει γυρεύοντας αλλού — πέρα, πέρα, πέρα.
Κι παστή ρέγγα από τότε — ξερή, ξερή, ξερή
Απ’ του σπάγκου αυτού το τέλος — του μακρού, μακρού, μακρού
Πάντα πολύ αργά κουνιέται — πάντα, πάντα, πάντα.
Σύνθεσα ένα τέτοιο μύθο — απλόν, απλόν, απλόν
Για να οργίζονται οι ανθρώποι — οι σπουδαίοι, σπουδαίοι, σπουδαίοι,
Να γελάνε τα παιδιά — τα μικρά, μικρά, μικρά.
Μετάφραση : Γ ι ώ ρ γ ο ς Σ ε φ έ ρ η ς
Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, Αθήνα, Ίκαρος, 2η έκδοση, 1978, σελ. 177-178.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου