Ο ΑΧΩΝΕΥΤΟΣ
Διήγημα
Στον Τριαντάφυλλο
Στριφνοί άνθρωποι και αγέλαστοι. Κανένας δεν ήξερε από πού κρατάει η σκούφια τους , ποιο το επάγγελμα του γέρου όταν εργαζόταν, δεν είχαν πάρε δώσε με κανένα ούτε καλημέρες καλησπέρες. Το σπίτι τους όλη μέρα μες στη σιωπή βουτηγμένο, στα παράθυρα του ισογείου βαριές κουρτίνες, αδιαπέραστες , λες κι είχανε πένθος βαρύ.
Δυο φορές τη μέρα ο γέρος έβγαινε στο δρόμο με μια σκούπα, το πρωί , για να σαρώσει ό,τι σκουπίδι βρισκόταν πεταμένο σε ακτίνα δέκα μέτρων απ’ το σπίτι και τ’ απόγευμα για να κυνηγήσει τα παιδιά που ψευτοπαίζαν μπάσκετ.
Ήταν προφανές ότι ο άνθρωπος ήταν ψυχωτικός. Έπλενε με τη μάνικα καθημερινά το δρόμο, κυνηγούσε με το μπαστούνι του τα σκυλιά και τις γάτες, γύριζε την πλάτη στους ανθρώπους που τον συναντούσαν. Τρωγόταν με τα ρούχα του, μάνιαζε όταν έβλεπε ακαθαρσίες σκύλων έξω από την πόρτα του, έβριζε θεούς και δαίμονες « Να πάρετε τα βρομόζωά σας να χέζουν έξω από την πόρτα σας!» και «Θα σας δείξω εγώ!». Μερικές φορές μάλιστα κολλούσε χαρτιά ανορθόγραφα στο στύλο της ΔΕΗ, όπου απειλούσε με μηνύσεις όσους φιλόζωους δε θα έβαζαν στο εξής πάνα στο σκυλί τους.
Όποιος ξαναφέρει το σκύλο του
να κοπρήση μπροστα στη πόρτα μου
είναι απολήτηστος και θα του κάνω μίνυσι
Μια μέρα τσακώθηκε και με την Κούλα:να κοπρήση μπροστα στη πόρτα μου
είναι απολήτηστος και θα του κάνω μίνυσι
«Να μην ξαναπεράσεις από δω με το σκυλί σου!»
«Και ποιος είστε εσείς που θα ορίσετε από πού θα περνάω;»
«Αυτό που σου λέω! Μακριά από το σπίτι μου! Μας έχετε πήξει με τις ακαθαρσίες σας, θα πάθουμε aids…»
« Είναι παράλογα αυτά που λέτε, κύριε! Το σκυλί είναι εμβολιασμένο και επιπλέον βλέπετε τη σακούλα που κρατάω στα χέρια μου; Την έχω για να μαζεύω τα κόπρανά του.»
« Τι να σου πω, δασκάλα να σου πετύχει! Ωραία γράμματα μαθαίνεις στα παιδιά σου , να ρυπαίνουν το χώρο…»
«Είμαι περήφανη γι’ αυτά που μαθαίνω στους μαθητές μου, εσείς όμως με ποιο δικαίωμα ανακατεύετε την επαγγελματική μου ιδιότητα στη συζήτησή μας;»
«Τα πρότυπα, κυρία μου! Όταν τα πρότυπα είναι χαλασμένα , χαλάει και η κοινωνία. Διότι αν εσείς , που είστε το ζωντανό παράδειγμα στα παιδιά μας , συμπεριφέρεστε έτσι, τότε αυτά μαθαίνουν να θεωρούν την παρανομία φυσική.»
« Αφήστε τα μαθήματα κοινωνικής αγωγής και κοιτάξτε τη δουλειά σας, παρακαλώ! Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα , δε σας ενοχλεί όλη αυτή η ασχήμια και η βρομιά
γύ ρω σας, το άθλιο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε, τα καημένα τα ζώα σας πειράζουν;».
Παρακολουθούσα απ’ το μπαλκόνι τη σκηνή. Σε μια στιγμή δεν κρατήθηκα.
«Κούλα, ανέβα σε παρακαλώ επάνω, χάνεις τα λόγια σου με τον κύριο.»
Γύρισε το κεφάλι του προς τα πάνω.
«Μάζεψε τη γυναίκα σου, γιατί θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα!»
« Η Φλώρα έκανε τα τσισάκια της ;» ρώτησα τη γυναίκα μου αγνοώντας τον προκλητικά.
«Ναι!»
«Μπράβο! Τα κακάκια της;»
«Ναι!»
« Λαμπρά ! Έλα τώρα επάνω, καλή μου, γιατί θ’ αργήσουμε στο ραντεβού μας.»
Τον ακούγαμε που μάνιαζε επί ώρα έξω από την πόρτα του: " Θα σας δείξω εγώ, που το παίζετε ανώτεροι και μορφωμένοι, ένα τίποτα είστε" και τον λυπόμασταν. Ψυχή μαραγκιασμένη που γράφει ο ποιητής, κακά γεράματα λέει ο λαός , ο θεός να δώσει να μη καταλήξουμε σαν κι αυτόν, τον αχώνευτο.
Είχε μπει ο Απρίλης με τις ομορφιές του, λουλούδιασαν οι γλάστρες μας , μύριζε Άνοιξη του χωριού και πίναμε το καφεδάκι μας στο μπαλκόνι, έλυνα τα σταυρολεξάκια μου εγώ, η Κούλα δίπλα μου να ξεφυσά με το νέο έρωτά της, τα Sudoku, όταν έσκασε η πρώτη βόμβα: δηλητηριάστηκε η Κανέλα , μία πανέμορφη μπαστάρδω που τη συντηρούσε η γειτονιά με τα αποφάγια της και μας έφτιαχνε τη διάθεση με τις μαλαγανιές της.
«Methomyl, είπε ο κτηνίατρος που την πήγαμε άρον άρον , δε γίνεται τίποτα! Το φυτοφάρμακο είναι τόσο ισχυρό , που μια σταγόνα του μπορεί να σκοτώσει και ελέφαντα.». Οι υποψίες μας πέσανε αμέσως στον αχώνευτο αλλά πώς να αποδείξεις ένα φόνο , όταν στηρίζεσαι μόνο σε υποψίες;
Τρεις μέρες μετά εξερράγη και η δεύτερη βόμβα, ακόμη ένας μπάσταρδος βρέθηκε τέζα σε μια πιλοτή της οδού Αλαμάνας, μας έζωσαν τα φίδια, πάλι οι υποψίες μας ίσον μηδέν εις το πηλίκον, ώσπου το κακό , που πόρτες δεν κοιτά αλλά του αρέσει να τις βροντά, χτύπησε και τη δική μας.
Μια τσίχλα του θεού ήταν , απ’ αυτές τις ροζ που γεμίζουνε το στόμα και κάνουν φούσκες σαν τα μπαλόνια , στραγγίζει ο πιτσιρικάς ηδονικά την ασπαρτάμη του κι ύστερα κάνει ένα φτου και την πετά στο δρόμο γελώντας νοερά με τα καντήλια που θα κατεβάσει ο κάτοχος της επερχόμενης σόλας.
Η τσίχλα όμως του δικού μας του κακού, πριν την προλάβει το παπούτσι του διαβάτη, τράβηξε την προσοχή της σκυλίτσας μας μας , που ως γνωστό, αν δεν τη λέγαμε Φλώρα θα την είχαμε βαφτίσει Λαιμάργω. Αυτό ήταν! Κάνει ένα χλαπ η δύσμοιρη και την καταπίνει ως που να πεις κύμινο κι εγώ έμεινα αρχικά να την κοιτώ και ύστερα να την ψευτομαλώνω, μια και είμαι της ήπιας παιδαγωγικής στα νήπια , δεν την αντέχω τη βαριά. Πού να φανταστώ πως μία τσιχλίτσα μπορούσε να βγάλει τον αδόξαστο σε μια ψυχούλα, που οι μόνοι της εχθροί ήταν οι μύγες και τα μυρμηγκάκια;
Στην ώρα απάνω η Φλωρίτσα μας ήρθε και γονάτισε μπροστά μας , το στόμα μέσα στους αφρούς και τα ματάκια να μας κοιτούν, λίγη βοήθεια σας παρακαλώ, καλοί μου άνθρωποι! Αλλόφρονες τη μεταφέραμε στο κτηνιατρείο, εκεί δόθηκε η κρίσιμη μάχη, απ’ τη μια ορμούσε να την πάρει το κακό κι από την άλλη ο γιατρός να την ταράζει στα εμετικά και στις καρδιοτονωτικές ενέσεις και δώστου εγώ κρατήσου Φλώρα! κι η Κούλα να κλαίει το κορίτσι της και να καταριέται το φονιά.
Πάνω που κατάφερε ο γιατρός να την τραβήξει από του χάρου τα δόντια, να σου και καταφθάνει ασθμαίνων στο ιατρείο ο Νικολάου ο σιδηροδρομικός με τον Κίτσο του, ένα σετεράκι μούρλια, που ψυχομαχούσε στην αγκαλιά του.
«Τι έγινε, κυρ Νίκο;»
« Δεν ξέρω , κύριε Μανόλη. Τον είχα βγάλει βόλτα , κάτι πρέπει να έφαγε μες στο σκοτάδι, δε βλέπω εξάλλου καλά, σαν τσίχλα μου φάνηκε, σε μια ώρα σωριάστηκε χάμω μ’ αφρούς στο στόμα του.»
« Πολύ φαρμάκι στάζει η γειτονιά σας!» απεφάνθη ο γιατρός «…Δεν πάει άλλο, θα ειδοποιήσω την Αστυνομία!» και βάλθηκε να γλιτώσει και το χαϊβάνι του κυρ Νίκου, τα πράματα όμως με τον Κίτσο του ήταν πιο σκούρα από της Φλώρας μας, το ζώο τα κακάρωσε στο πιτς φιτίλι, πήραμε το ζωντανό σκυλί μας για το σπίτι μας και ο Νίκος τράβηξε για το δάσος να θάψει το πεθαμένο του.
Ξημέρωσε στη γειτονιά η άλλη μέρα και μας βρήκε όλους επί ποδός πολέμου. Συζητήσεις και μυστικοσυμβούλια αλλεπάλληλα κατέληξαν στο τετράγωνο συμπέρασμα ότι ένας ήταν η αιτία του θανατικού, αλλά πώς να τα βάλεις με έναν κυανοπώγωνα- άσο στην προκάλυψη και την παραλλαγή; Πώς να του πεις εσύ είσαι, ρε κάθαρμα, ο δολοφόνος με τις τσίχλες!, θα σου τραβούσε διά του δικηγόρου του μια αεροπλανική κλωτσιά και θα προσγειωνόσουν στην ταράτσα του δικαστικού μεγάρου. Πέραν λοιπόν της κλασικής μήνυσης κατ’ αγνώστων και της διαμαρτυρίας με τις αφισέτες στους στύλους της ΔΕΗ, Αυτός που δολοφονεί τα σκυλιά μας θα συλληφθεί και θα τιμωρηθεί αυστηρά, άλλο ουδέν. Τη φάγαμε κανονικά και καθίσαμε και πού σκυλί από δω και μπρος να κυκλοφορήσει στο δρόμο, κάθε πρωί οι μάνικες έπιαναν δουλειά στα μπαλκονάκια μας και να οι χλωρίνες και τα Vim , μας έβλεπε ασφαλώς ο γέρος πίσω από τις κουρτίνες και ασφαλώς θα γέλαγε με γέλιο σατανικό, χε, χε, χε!, ο ανώμαλος…
Οι μέρες διαδέχονταν η μία την άλλη και φτάσαμε στην αποφράδα μέρα. 21 του Απρίλη! Ποιος τη θυμόταν πια; Μόνο εμείς και κάποιοι φίλοι που ανέβηκαν για επίσκεψη από την Αθήνα, να δούνε το Επταπύργιο , να καμαρώσουν τις όμορφες σουίτες του , όπου είχανε φιλοξενηθεί τσαμπέ στα νιάτα τους και δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα μαγευτικά μερόνυχτα που είχαν περάσει εκεί , το υπέροχο εκπαιδευτικό ξύλο που έφαγαν, τις μεταλλικές αμπάρες των θαλάμων, για να τους προστατεύουν από τους ευπόληπτους νοικοκυραίους του έξω κόσμου, προπαντός εκείνο το ολόγλυκο παράγγελμα φύλακες γρηγορείτε! ανά δίωρο τη νύχτα , που τους νανούριζε στον ύπνο και τους έφερνε τα ωραία όνειρα.
Λένε ότι ο δολοφόνος έχει το ψώνιο να γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος, πρέπει όμως να προσθέσουμε και τον πρώην πολιτικό κρατούμενο. Γυρνάει λοιπόν το θύμα στον τόπο που του έφαγαν τα νιάτα . Είναι η μνήμη που κυλάει στις φλέβες και δε λέει να ησυχάσει, έρχεται και τον σέρνει από το χέρι, του δείχνει θυμάσαι αυτό; θυμάσαι εκείνο; Αυτός βέβαια αντιστέκεται , αλλά δεν μπορεί να της ξεφύγει, γιατί πώς να ξεφύγεις απ’ τα νιάτα σου , στραβά κουτσά δικά σου νιάτα ήταν, γίνεται;
Πήραμε ν’ ανηφορίζουμε την Ιπάτρου σιωπηλοί. Τα πολλά τα λόγια είναι φτώχεια σε τούτες τις στιγμές , μπροστά ο Λεωνίδας και οι έτεροι Γεντήδες, πίσω οι κοιλίτσες και τα προγούλια των μη φυλακισθέντων . Φτάνοντας στο ξέφωτο κοντοσταθήκαμε απορημένοι. Πλήθος ανθρώπων συνωστίζονταν μπροστά στην είσοδο του φρουρίου , κάτι σαν σύναξη από ΚΑΠΗ, όλο φαλάκρες και άσπρα μαλλιά, αλλά τα βλέμματα είχαν κάτι τ’ αλλιώτικο, μια αγριάδα που σε πάγωνε, πρόσωπα συσπασμένα από αλλόκοτα τικ νευροπαθών ατόμων.
« Συγκέντρωση διαμαρτυρίας των παλαιών φυλάκων των δικαστικών φυλακών…», είπε ο υπάλληλος της αρχαιολογικής υπηρεσίας που μας υποδέχτηκε στην πόρτα.
« Τι τα θέλετε κύριοι, δίκιο έχουν! Τόσα χρόνια στην υπηρεσία της πατρίδας , με τόσα σκουλήκια που είχαν να κάνουν, δολοφόνους , πολιτικούς κρατούμενους, βιαστές, και τώρα στα γεράματα να παίρνουν τρεις κι εξήντα! Χώρια η δυσφήμιση ως το θάνατο, κάθαρμα! να σ’ ανεβάζουν , καθίκι! να σε κατεβάζουν . Αλλά τι να πεις, με τέτοιο αχάριστο κράτος που έχουμε , όλα να τα περιμένεις…».
Γυρίσαμε και τους κοιτάξαμε. Μπροστά μας ένας γέροντας σκάλιζε το μικρόφωνο, ετοιμαζόταν να εκφωνήσει λόγο, ποιος ξέρει τι θα έλεγε στους θρασύτατους, κάποια παραλλαγή ασφαλώς του εθνικόφρονος παραληρήματος εμείς που δώσαμε το αίμα μας για την πατρίδα, εμείς που.…
«Δεν το πιστεύω!», ακούστηκε η φωνή του Αντώνη. «Σύντροφοι, αν δε μ’ απατούν τα μάτια μου, αυτός εκεί μπροστά είναι ο Σφυρίχτρας!»
« Βεβαίως, ο Σφυρίχτρας είναι!», είπαν με μια φωνή οι άλλοι.
«Ποιος Σφυρίχτρας, βρε παιδιά;», απόρησα εγώ.
«Δεν ξέρεις το Σφυρίχτρα; Ε, τότε δεν ξέρεις, φίλε μου, τίποτα…», απάντησε ο Γιώργος Πυρπασίδης. «…Ο πιο σαδιστής δεσμοφύλακας που πέρασε ποτέ από το Γεντί Κουλέ! Ο φόβος και ο τρόμος! Γυρνούσε με μια σφυρίχτρα μέρα νύχτα και μας έπαιρνε το κεφάλι. Πρώτα σφύριζε με το παραμικρό, φρρρ! ,γιατί , ρε σκύλε, δεν περπατάς ευθυτενώς στη γραμμή;, φρρρ! ,γιατί δεν μπαίνεις αμέσως στο κελί σου;, φρρρ! ,γιατί διαβάζεις στο κρεβάτι μετά το σιωπητήριο;, και μετά σε πλάκωνε με το καμουτσίκι, κατέβαζε το παντελόνι σου και έκανε τον πισινό και τα ποδάρια σου σαν της ζέβρας…».
" Και για επιδόρπιο", συμπλήρωσε ο Κώστας, "έβγαινε τα βράδια απ΄ το Γεντί και καθάριζε σκυλιά με το υπηρεσιακό του, στις ερημιές του Σέιχ Σου..."
Μου τον έδειξαν και κοκάλωσα. Ο αχώνευτος! Ο δολοφόνος με τις τσίχλες, η μαραγκιασμένη ψυχή! Ετοιμαζόταν να εκφωνήσει λόγο για τα.... δικαιώματά του! Ποιο; Το βρομερότερο των διπόδων επί της γης , το πιο διεστραμμένο πλάσμα της οικουμένης. Μου χάλασε το κέφι, δε χάρηκα τη συντροφιά των φίλων στην παρακείμενη ταβέρνα, στόμα είχα αλλά δεν έβγαινε η μιλιά μου.
Γύρισα σπίτι με μια σακούλα γεμάτη κόκαλα από τα κρεατικά που φάγανε. Περίμενα να σκοτεινιάσει και φώναξα τη Φλώρα. Την έβλεπα που λιάνιζε τα κόκαλα σαν μπιφτεκάκια και σπαρταρούσε η καρδιά μου. «Όχι κόκαλα! », είχε προειδοποιήσει ο κτηνίατρος « Το γαστρεντερικό της είναι αδύνατο ακόμα. Μόνο κροκέτες, τίποτε άλλο!».
Μεσάνυχτα την έπιασε το κόψιμο, μόλις που πρόλαβα να την κατεβάσω στο δρόμο. Την έσυρα με το ζόρι μπροστά στην πόρτα του αχώνευτου , την άφησα να αδειάσει την ψυχή της. Δύο ολόκληρες ώρες τανυζόταν η Φλωρίτσα μας, ώσπου να ησυχάσει, κατάχεσε τον τόπο, το κατώφλι του πέρα ως πέρα και κάτω απ’ το παράθυρο, δεν άφησε σπιθαμή που να μην τη λερώσει.
Ύστερα έβγαλα ένα χαρτί από την τσέπη μου, το έτριψα πάνω στα σκατά και το κόλλησα στην πόρτα του . Το είχα ετοιμάσει στον υπολογιστή με γράμματα Verdana μπολταριστά, των 72 :
ΣΦΥΡΙΧΤΡΑ, ΕΙΣΑΙ ΧΕΣΤΗΣ!
ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ
ΣΟΥ ΕΥΧΟΝΤΑΙ ΑΙΩΝΙΟ ΒΡΑΣΙΜΟ
ΣΤΟ ΒΟΘΡΟ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ!
ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ
ΣΟΥ ΕΥΧΟΝΤΑΙ ΑΙΩΝΙΟ ΒΡΑΣΙΜΟ
ΣΤΟ ΒΟΘΡΟ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ!
Gerontakos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου