Η διάρκεια του ελληνικού αλυτρωτισμού
Εθνοκεντρισμός και εξωτερική πολιτική
IOANNIS D. STEFANIDIS
Stirring the Greek Nation: Political Culture, Irredentism and Anti-Americanism in Post-War Greece, 1945-1967
«ALDERSHOT: ASHGATE», 2007
Μία από τις ευρέως διαδεδομένες απόψεις στην Ελλάδα, ακόμη και στον επιστημονικό χώρο, είναι ότι η περίφημη Μεγάλη Ιδέα (ο ελληνικός ιρεντεντισμός που αποτέλεσε τη σημαία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από το 1850) απεβίωσε, ξαφνικά και τραγικά, με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εκτοτε δεν ξαναεμφανίζεται παρά μόνο στις σκέψεις ορισμένων εθνικιστών νοσταλγών της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922).Stirring the Greek Nation: Political Culture, Irredentism and Anti-Americanism in Post-War Greece, 1945-1967
«ALDERSHOT: ASHGATE», 2007
Πράγματι από το 1922 μέχρι τη γερμανική κατάκτηση της Ελλάδας το 1941, η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των δυνάμεων του εδαφικού status quo, αν μη τι άλλο επειδή έχει να αντιμετωπίσει τεράστια εσωτερικά προβλήματα (συν την ενσωμάτωση 1,5 εκατ. προσφύγων).
Επίσης ήταν εξαντλημένη και στρατιωτικά αδύναμη, ύστερα από σχεδόν δέκα χρόνια συνεχούς πολέμου, και άλλωστε οι «αλύτρωτοι αδελφοί» πλησίον των ελληνικών συνόρων δεν ήταν πολλοί ή συμπαγείς (με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα) ώστε να μπορεί πιο πειστικά να τους διεκδικήσει.
Τι γίνεται όμως μετά το 1945; Εχουμε όχι μόνο την -επιτυχή άλλωστε- διεκδίκηση των 14 νησιών των Δωδεκανήσων, αλλά και τρεις ακόμη διεκδικήσεις: (1) τη νότια Αλβανία (γνωστή στην Ελλάδα ως «Βόρεια Ηπειρος»), (2) τη νότια Βουλγαρία (ανατολική Ρωμυλία) και (3) την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ειδικά η τελευταία περίπτωση αποτέλεσε τον κύριο άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από το 1953 μέχρι το 1974. Αν όλα αυτά δεν συνιστούν αλυτρωτισμό, τότε τι είναι; Η μη αναγνώριση του αλυτρωτισμού-επεκτατισμού της περιόδου 1945-1974 μάλλον οφείλεται σε δύο λόγους. Κατ' αρχήν στο γνωστό εθνοκεντρισμό των Ελλήνων (που βλέπουν τα πράγματα μόνο από τη δική τους στενή εθνική οπτική και κατά πώς τους βολεύει).
Ετσι η Β. Ηπειρος ή ολόκληρη η Κύπρος εκλαμβάνονται ως «ελληνικές από αρχαιοτάτων χρόνων», δηλαδή όσο βρίσκονται εκτός Ελλάδας, βρίσκονται «υπό ξένη κατοχή».
Δεύτερον, η μη αναγνώριση επεκτατικής-ιρεντεντιστικής τάσης αποτελεί αντίδραση στην τουρκική κατηγορία ότι στην Ελλάδα έχει αναβιώσει για τα καλά η Μεγάλη Ιδέα μετά το 1945 (Κύπρος, Αιγαίο-«ελληνική λίμνη», δικέφαλος αετός ως έμβλημα της Εκκλησίας της Ελλάδας κ.λπ.).
Τουναντίον, λέει η ελληνική πλευρά, η Ελλάδα είναι το κράτος του εδαφικού status quo στην περιοχή, ενώ η Τουρκία είναι επιθετική και επεκτατική (προπολεμικά ενσωμάτωση Αλεξανδρέττας, μεταπολεμικά «εισβολή-κατοχή» στην Κύπρο, βλέψεις στο Αιγαίο ή και στη δυτική Θράκη). Μόλις κατά την τελευταία δεκαετία ορισμένοι άρχισαν να αμφισβητούν πειστικά το μύθο ότι η Ελλάδα, μεταξύ 1945 και 1974, σεβόταν τα υπάρχοντα σύνορα· αντιθέτως ότι η Μεγάλη Ιδέα, ή ακριβέστερα μια ««μικρή Μεγάλη Ιδέα» (βλ. Α. Ηρακλείδης, Το Κυπριακό πρόβλημα, 1947-2004, σελ. 167-72) αναβίωσε το 1945, επικράτησε για 30 χρόνια και τερμάτισε τη ζωή της πάλι με μια καταστροφή, αυτή τη φορά στην Κύπρο το 1974.
Ωστόσο, αυτό που έλειπε για να εδραιωθεί η θέση αυτή ήταν μία εμπεριστατωμένη μελέτη γι' αυτή την αναβίωση, που να καλύπτει την κοινή γνώμη, τον πολιτικό, δημόσιο και επιστημονικό Λόγο και βέβαια την εξωτερική πολιτική της εποχής εκείνης.
Το κενό αυτό ήρθε να καλύψει, με το παραπάνω, το βιβλίο του ιστορικού Ιωάννη Στεφανίδη, Stirring the Greek Nation, με σωρεία υλικού που αποδεικνύει, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι οι Ελληνες και η Ελλάδα βρίσκονταν στον αστερισμό του αλυτρωτισμού και του μη σεβασμού των διεθνών συνόρων.
Η τάση αυτή, σημειωτέον, ήταν κόντρα στο μεταπολεμικό πνεύμα (Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών) και τοποθετούσε την Ελλάδα στην πολύ μικρή μειονότητα επεκτατικών-αλυτρωτικών χωρών, δηλαδή λίγο-πολύ των «ταραξιών» της εποχής εκείνης (όπως το Πακιστάν-αλυτρωτισμός στο Κασμίρ, η Σομαλία-αλυτρωτισμός στο Ογκαντέν της Αιθιοπίας, η Ινδονησία-διεκδίκηση ανατολικής Νέας Γουινέας και Αν. Τιμόρ ). Το 1945-1946 το ελάχιστο που διεκδικούσε η ελληνική κυβέρνηση -ένεκα και των θυσιών της στον πόλεμο και του «έπους του '40»- ήταν η Β. Ηπειρος, τμήμα της ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία, τα Δωδεκάνησα και βέβαια η Κύπρος, αν και μόνο τα τρία πρώτα ετέθησαν επίσημα από την ελληνική αντιπροσωπεία, υπό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη και τον Στέφανο Δραγούμη, στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (1946), και αυτό για να μη διαταραχθούν οι σχέσεις με τη φίλη και σύμμαχο Βρετανία (το θέμα θα ετίθετο διμερώς με τους Βρετανούς σε μία πλέον εύθετη περίσταση).
Αλλοι, όμως, από τον πολιτικό κόσμο, την Εκκλησία και αλλού, απαιτούσαν πολύ περισσότερα, όχι μόνο και την Κύπρο, αλλά και την ανατολική Θράκη (Τουρκία), τμήμα της βόρειας Μακεδονίας (στη νότια Γιουγκοσλαβία) και ορισμένοι ακόμη και την Κυρηναϊκή στη Λιβύη (!).
Με το πνεύμα που επικρατούσε τότε, η ενσωμάτωση μόνο των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, αποτέλεσε μεγάλο σοκ και θεωρήθηκε τεράστια αδικία, με φταίχτες τις μεγάλες δυνάμεις που δεν δέχτηκαν τα «δίκαιά μας». Κατά το συγγραφέα, εκεί βρίσκονται και οι ρίζες του αντιαμερικανισμού, που τώρα πλέον δεν περιορίζεται μόνο στην Αριστερά. Το 1950-1952, καθώς η ελληνική κυβέρνηση ακόμη αντιστεκόταν στη διεθνοποίηση του Κυπριακού παρά τις προσπάθειες του Μακαρίου (το περίφημο «θα σας καταγγείλω στον ελληνικόν λαόν» και τα τοιαύτα), ξεπήδησε ένα εντυπωσιακό δίκτυο οργανώσεων, με πρωτοστάτες κληρικούς, πολιτικούς, διανοούμενους, πρώην στρατιωτικούς και νέους (φοιτητές και μαθητές), καλύπτοντας μάλιστα όλο το πολιτικό φάσμα.
Οπως σημειώνει ο Στεφανίδης, το Κυπριακό έδωσε την ευκαιρία στην Αριστερά να ξαναμπεί στα πολιτικά δρώμενα της χώρας, επιχειρώντας ταυτόχρονα να απαλείψει τη βαριά κατηγορία περί προδοσίας που της προσήπταν «οι εθνικόφρονες» (λόγω της στάσης στο Μακεδονικό και Βορειοηπειρωτικό τις προηγούμενες δεκαετίες).
Από το 1953, επί Παπάγου, η ελληνική κυβέρνηση πρωτοστάτησε και εκείνη στον αγώνα για την Ενωση, βοηθώντας μάλιστα έμπρακτα τη δράση της ΕΟΚΑ του Γρίβα (όπλα, χρήματα κ.λπ.).
Με το ρεύμα υπέρ της Ενωσης να έχει γίνει ασυγκράτητος χείμαρρος, μόνο τρεις φωνές με επιρροή (κατά τον Στεφανίδη), τόλμησαν να κατακρίνουν τη σπουδή αυτή και την όλη στρατηγική που ακολουθήθηκε (αν και όχι την ιδέα της Ενωσης καθεαυτή), ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Παναγιώτης Πιπινέλης και ο Στέφανος Δραγούμης, αν και στο τέλος οι δύο πρώτοι σίγησαν λόγω δημόσιας κατακραυγής. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο κεφάλαιο «Η ρητορεία της καμπάνιας για την Ενωση» (σελ. 110-123).
Οπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, δεν πρόκειται τόσο για ρητορεία, αλλά για τις κύριες θέσεις που καθιστούσαν, κατά την ελληνική άποψη, την Ενωση τόσο «δίκαιη υπόθεση» ώστε αυτό να καθίσταται ολοφάνερο παγκοσμίως.
Η λογική της Ενωσης κατά βάση βασίζεται «στη συνέχεια της ελληνικής ιστορίας» επί τρεις χιλιάδες χρόνια (που αποτελεί καίριο σημείο της όλης ελληνικής εθνικής συνείδησης), που βέβαια θεωρεί την Κύπρο αναπόσπαστο τμήμα της ιστορίας αυτής και του «απαράμιλλου πολιτισμού» της (σελ. 110-111).
Στη λογική αυτή ο συγγραφέας καταγράφει πάνω από δέκα λόγους που καθιστούσαν, κατά την ελληνική οπτική των πραγμάτων, την Ενωση «δίκαιη υπόθεση»: από το χρέος της ανθρωπότητας και ειδικά της Δύσης στην Ελλάδα, λόγω «ελληνικού πολιτισμού», έως τα ποτάμια αίματος που έχυσαν οι Ελληνες ανά τους αιώνες ως υπερασπιστές της Ευρώπης από τις ορδές των βαρβάρων εξ ανατολών.
Οπως αντιλαμβάνεται κανείς, με τέτοια επιχειρήματα στα όρια της ομαδικής εθνικής παράκρουσης, η ελληνική υπόθεση της Κύπρου δύσκολα έπειθε διεθνώς. Το βιβλίο αυτό δεν περιορίζεται στον ελληνικό ιρεντεντισμό, αλλά εξετάζει και ένα άλλο θέμα, με ιδιαίτερη σημασία στις μέρες μας, τον αντιαμερικανισμό και πώς προέκυψε.
Γεγονότα που έθρεψαν τον ελληνικό αντιαμερικανισμό και πέρα από το χώρο της Αριστεράς είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής: αρνητική στάση των ΗΠΑ στις ελληνικές διεκδικήσεις του 1946, έντονη παρεμβατικότητα στα ελληνικά πολιτικά δρώμενα στη δεκαετία του 1950, ανάλγητη στάση στα «Σεπτεμβριανά» της Κωνσταντινούπολης του 1955, μη υποστήριξη της Ενωσης στον ΟΗΕ, αρνητική στάση στην κυπριακή κρίση στις αρχές του 1964, παρέμβαση στην ανατροπή της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου (Ιούλιος 1965).
Γενικά, κατά τον Στεφανίδη, ο αντιαμερικανισμός είναι πάνω απ' όλα αποκύημα του ελληνικού εθνικισμού και της ελληνικής εθνικής κουλτούρας (εξού και η συγγραφή ενός βιβλίου για τα δύο διακριτά αυτά θέματα).
Καταλήγοντας, καλό θα ήταν η αξιόλογη αυτή μελέτη να μεταφραστεί και στα ελληνικά, για να διαβαστεί ευρύτερα και να συμβάλει στην αυτογνωσία.
ΑΛΕΞΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ
Ελευθεροτυπία. Βιβλιοθήκη, 29/2/08.
Ελευθεροτυπία. Βιβλιοθήκη, 29/2/08.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου