ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΗ
(1853-1919)
(1853-1919)
Ο ρωμιός (του 1907)
Στον καφενέ απ' έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και των εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.
Σε μια καρέκλα το 'να ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγον παρεκεί
αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τπυς υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.
Ψυχή μου! τι λιακάδα! τι ουρανός! τι φύσις!
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, κι όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μ' αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω
τον ίδιο τον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω το νουν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο
κατενθουσιασμένος τα γένεια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.
Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
απάνω στο τραπέζι το γρόθο μου χτυπώ...
Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλασφήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.
Στον καφετζή ξεσπάνω...φωτιά κι εκείνος παίρνει,
αμέσως άνω κάτω τον κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος...δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και των εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.
Σε μια καρέκλα το 'να ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγον παρεκεί
αφήνω το καπέλο, και αρχινώ με τόνο
τπυς υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.
Ψυχή μου! τι λιακάδα! τι ουρανός! τι φύσις!
αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Βρίζω Εγγλέζους, Ρώσους, κι όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μ' αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω
τον ίδιο τον εαυτό μου, και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω το νουν στον Διάκο και εις τον Καραΐσκο
κατενθουσιασμένος τα γένεια μου μαδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.
Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
απάνω στο τραπέζι το γρόθο μου χτυπώ...
Εχύθη ο καφές μου, τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλασφήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.
Στον καφετζή ξεσπάνω...φωτιά κι εκείνος παίρνει,
αμέσως άνω κάτω τον κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος...δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.
***
Ο ρωμιός (του 2007)
( διασκευή Γεροντάκου κατόπιν αδείας υπό του πνεύματος του ποιητή)
Στον καφενέ απ' έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,
και στων αθλητικών τα νέα βυθισμένος,
κανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.
Σε μια καρέκλα το 'να ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μιαν άλλη, κι ολίγον παρεκεί
αφήνω το κινητό, και αρχινώ με τόνο
τους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική.
Ψυχή μου! τι λιακάδα! τι ουρανός! τι φύσις!
ιδρώνει εμπροστά μου ο φραπέ καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Βρίζω Εγγλέζους, Αμερικάνους , κι όποιους άλλους θέλω,
και παίρνω πόζα με ύφος αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διαβόλου στέλλω
τον κάθε διπλανό μου, και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω το νουν στον Αλέξανδρο και εις τον Καραΐσκο
κατενθουσιασμένος στέλνω τους ξένους στον εξαποδώ,
τον Έλληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι απάνω στην καρέκλα χαρούμενος πηδώ.
Την φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
απάνω στο τραπέζι το γρόθο μου χτυπώ...
Εχύθη ο καφές μου, τ' Αρμάνι μου λερώνω,
κι όσες βλασφήμιες ξέρω αρχίζω να τις πω.
Στον καφετζή ξεσπάνω...φωτιά κι εκείνος παίρνει,
αμέσως άνω κάτω τον κάνω τον μπουφέ,
τον βρίζω και με βρίζει, τον δέρνω και με δέρνει,
στο τέλος ένας μπράβος μου χύνει στο κεφάλι τον καφέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου