Ζορζ Σιμενόν: Ο φημισμένος συγγραφέας που δεν αναγνωρίστηκε αρκετά από τους ομότεχνούς του
Πολυγραφότατος και πετυχημένος εμπορικά, σημάδεψε με τα 350 μυθιστορήματά του και αρκετές σύντομες ιστορίες τον 20ο αιώνα. Όμως ποτέ δεν ξεπέρασε την πικρία του που δεν αναγνωρίστηκε από το λογοτεχνικό κατεστημένο των καιρών του
Στην αρχή δεν είχε παρά μία θολή ιδέα για την πλοκή και ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα για τους χαρακτήρες. Ύστερα –αφού είχε κάνει ένα σύντομο τσεκ απ στον γιατρό του για να διαπιστώσει αν μπορούσε να αντέξει το στρες– απομονωνόταν στο γραφείο του. Εκεί τον περίμεναν τέσσερις δωδεκάδες μολύβια, μία γραφομηχανή ΙΒΜ και πακέτα λευκές κόλλες, ενώ στην πόρτα κρεμόταν μία πινακίδα «Do not disturb» κλεμμένη από το ξενοδοχείο Plaza της Νέας Υόρκης. Όσο διαρκούσε το γράψιμο του βιβλίου φορούσε ένα «τυχερό» πουκάμισο που το έπλενε κάθε βράδυ και το φορούσε ξανά το επόμενο πρωί.
Στη δουλειά του ο Ζορζ Σιμενόν ήταν μεθοδικός και λειτουργούσε περισσότερο ως τεχνίτης παρά ως συγγραφέας. Ολοκλήρωνε ένα μυθιστόρημα σε δέκα περίπου μέρες. Την πρώτη εβδομάδα το έγραφε και τις υπόλοιπες δύο-τρεις ημέρες έκανε τις διορθώσεις. Έγραφε όλο το πρωί, ολοκληρώνοντας ένα κεφάλαιο την ημέρα. Τις υπόλοιπες ώρες απαγόρευε σε οποιονδήποτε μέσα στο σπίτι να του μιλάει, καθώς ήταν απορροφημένος με τη συνέχεια της πλοκής του νέου του έργου.
Σε όποιον ρωτούσε αν αυτή η μέθοδος άρμοζε σε έναν συγγραφέα, η απάντηση ήταν αφοπλιστική. «Οι συνάδελφοί μου» έλεγε με μία δόση σαρκασμού, «αναλώνονται στις συνήθεις δραστηριότητες των ανθρώπων των γραμμάτων. Δίνουν διαλέξεις, γράφουν άρθρα, παραχωρούν αμέτρητες συνεντεύξεις. Προτιμώ να τα αποφεύγω όλα αυτά, οπότε κάποιες φορές τον χρόνο, κλείνομαι στο καβούκι μου, γράφω και κάπως έτσι προκύπτει ένα ακόμα μυθιστόρημα». Ένας απλός τρόπος για να γράψεις τρεις φορές περισσότερα μπεστ σέλερ από την Αγκάθα Κρίστι. Και να πουλήσεις εκατομμύρια αντίτυπα, καθώς τα μυθιστορήματά του μεταφράστηκαν σε 55 γλώσσες. «Είμαι ένας χειρωνάκτης» συστηνόταν. «Δημιουργώ με τα χέρια μου, γράφω σαν να σκαλίζω τα μυθιστορήματα σε ένα κομμάτι ξύλο».
Γεννημένος στο σκοτάδι
Ο Σιμενόν δεν επέλεξε –όπως έλεγε– συνειδητά να γίνει συγγραφέας. Το 1922 όταν έφτασε στο σταθμό Gare Du Nord στο Παρίσι ήταν ένας δεκαεννιάχρονος που διψούσε για φήμη και χρήμα. Είχε εγκαταλείψει τη γενέτειρα του τη Λιέγη στο Βέλγιο, είχε παρατήσει το σχολείο στα δεκαπέντε του, για να βρεθεί ως μαθητευόμενος ρεπόρτερ σε μία τοπική εφημερίδα, την Gazette de Liege, πριν ξεκινήσει να κατακτήσει την γαλλική πρωτεύουσα.
«Γεννήθηκα μέσα στο σκοτάδι και τη βροχή αλλά κατάφερα να ξεφύγω» έλεγε για τις μέρες της εφηβείας του. «Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι τα εγκλήματα που περιγράφω είναι αυτά που θα είχα διαπράξει αν δεν είχα φύγει. Τελικά είμαι από τους τυχερούς».
Πραγματικά στάθηκε τυχερός. Στην εφημερίδα Le Matin, όπου άρχισε να συνεργάζεται γράφοντας σύντομες ιστορίες, αρχισυντάκτρια στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ ήταν η φημισμένη συγγραφέας Κολέτ. Αυτή τον συμβούλευσε να μην γράφει επιτηδευμένα, να αποφεύγει επίθετα και επιρρήματα και να κάνει τις προτάσεις όσο το δυνατόν πιο απλές. Ένα μάθημα για τον μινιμαλισμό στο γράψιμο, που δεν ξέχασε ποτέ.
Τα πρώτα του μυθιστορήματα ήταν απλές νουάρ ιστορίες στο πνεύμα της εποχής. Τίποτα το εξεζητημένο, μόνο οι περιπέτειες συνηθισμένων ανθρώπων που έμπλεκαν σε ασυνήθιστες καταστάσεις. Τα υπέγραφε με ψευδώνυμο και υπολόγιζε ότι χρησιμοποίησε περίπου δεκαέξι ψευδώνυμα –από το αδιάφορο Christian Brulls μέχρι το περιπαικτικό Gom Gut– πριν τολμήσει να βάλει το όνομά του σε ένα βιβλίο. «Τα πρώτα μου γραπτά» έλεγε για εκείνη την εποχή «ήταν αμιγώς εμπορικά. Εννοώ ότι τα έγραφα αποκλειστικά με σκοπό να πουλήσουν. Το πρωί έγραφα αυτά που θεωρούσα εμπορικά και το απόγευμα έγραφα για μένα. Κατέληξα να γράφω περίπου ογδόντα σελίδες την ημέρα».
Η γέννηση του επιθεωρητή Μαιγκρέ
Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε το 1931, όταν ο Σιμενόν σύστησε στο κοινό τον επιθεωρητή Ζιλ Μαιγκρέ στην πρώτη περιπέτεια του, με τίτλο Πιετρ ο Λετονός, την οποίαν υπέγραφε με το αληθινό του όνομα. Ο Μαιγκρέ δεν ήταν ο συνήθης ντετέκτιβ της αστυνομικής λογοτεχνίας, καθώς η φαντασία του Σιμενόν χρωστούσε περισσότερα στον Μπαλζάκ και τον Ντίκενς –τα αναγνώσματα της εφηβείας του– παρά στον Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ ή την Αγκάθα Κρίστι. Κάποιοι μελετητές του έργου του παρατήρησαν και τις ομοιότητες ανάμεσα στον Μαιγκρέ και τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ του Ντίκενς. O ίδιος ο Σιμενόν παραδεχόταν ότι τα δικά του αστυνομικά μυθιστορήματα ξέφευγαν από τους κανόνες του είδους. «Δεν με ενδιαφέρει η πλοκή» έλεγε στους New York Times, «σημασία έχουν οι χαρακτήρες». Και συνέχιζε: «Θεωρώ τον εαυτό μου ιμπρεσιονιστή. Δουλεύω με μικρές πινελιές. Πιστεύω ότι μία περιγραφή όπου οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή είναι τόσο σημαντική όσο και οι πιο μύχιες σκέψεις του».
Οι περιπέτειες του Μαιγκρέ έγιναν ανάρπαστες. Εβδομήντα πέντε μυθιστορήματα με πρωταγωνιστή έναν επιθεωρητή που χάρισε φήμη και χρήμα στον συγγραφέα. Ο Αντρέ Ζιντ, ο Γουίλιαμ Φόκνερ και ο Χένρι Μίλερ δήλωναν ορκισμένοι θαυμαστές του. Ο γαλλικός τύπος έγραφε δηκτικά ότι «ο κύριος Σιμενόν βγάζει το ψωμί του δολοφονώντας κάποιον κάθε μήνα και ανακαλύπτοντας μετά τον δολοφόνο». Ο Σιμενόν από την άλλη εφάρμοζε μεθόδους ώστε να αναγκάζει τους αναγνώστες να μην αφήνουν το βιβλίο από τα χέρια τους. Για παράδειγμα στο τέλος κάθε κεφαλαίου έκρυβε μία ανατροπή, που ωθούσε τον αναγνώστη να ξεκινήσει το επόμενο κεφάλαιο. Κι όλα αυτά, όπως είχε εξομολογηθεί κάποτε, τα έκανε σχεδόν ασυνείδητα καθώς έγραφε μισομεθυσμένος.
Αν κάτι ξεχώριζε τον Μαιγκρέ από τους λογοτεχνικούς ντετέκτιβ, ήταν η ικανότητά του να κατανοεί την καθημερινότητα και τα κίνητρα του θύτη. Ο Μαιγκρέ δεν ήταν ο σκληρός τιμωρός· αντίθετα έμοιαζε να συμπάσχει με τον εγκληματία. Ο Σιμενόν εξηγούσε ότι δεν έγραφε διδακτικά
[...................................................................]ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ
Ζορζ Σιμενόν: Ο φημισμένος συγγραφέας που δεν αναγνωρίστηκε αρκετά από τους ομότεχνούς του
1. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ=> Georges Simenon - Η ΠΡΩΤΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΑΙΓΚΡΕ
2. ΔΕΙΤΕ : Ο Μαιγκρέ και οι γκάνγκστερς ( Megret voit rouge)
Ο Επιθεωρητής Μαιγκρέ και η ομάδα του κυνηγούν μια συμμορία Αμερικανών που στέλνεται στο Παρίσι για να σκοτώσουν έναν μάρτυρα δολοφονίας
ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΜΕ ΗΡΩΑ ΤΟΝ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ ΜΑΙΓΚΡΕ ΚΑΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ ΤΟΝ ΙΔΑΝΙΚΟ ΕΝΣΑΡΚΩΤΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΖΑΝ ΓΚΑΜΠΕΝ
Ο Μαιγκρέ και οι γκάνγκστερς, είναι Γαλλική αστυνομική τανία του 1963, σε σκηνοθεσία Ζιλ Γκρέιντζερ και πρωταγωνιστούν οι Ζαν Γκαμπέν, Μαρσέλ Μποζουφί και Μισέλ Κονσταντέν. Η ταινία είναι βασισμένη στη νουβέλα "Ο Μαιγκρέ, ο Λονιόν και οι γκάνγκστερς" του Ζωρζ Σιμενόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου