1. Αλέν Ντελόν, ο πρωτοπόρος της αυτοσκηνοθεσίας
«Είμαι ένα ατύχημα. Η ζωή μου είναι ένα ατύχημα. Η καριέρα μου είναι ένα ατύχημα». Θα μπορούσε να είναι μια πρόταση του Ζαν-Πολ Σαρτρ για την ενδεχομενικότητα της ανθρώπινης συνθήκης· είναι, όμως, μια ώριμη αυτοπαρουσίαση του Αλέν Ντελόν.
Ένας υπαρξιστής ήρωας
Στην παιδική ηλικία είχε γνωρίσει τη συμβολική ορφάνια, όταν οι γονείς του τον εγκατέλειψαν ύστερα από το διαζύγιό τους. Ο πατέρας της ανάδοχης οικογένειας εργαζόταν σε σωφρονιστικό κατάστημα, με αποτέλεσμα ο μικρός Αλέν να έχει ως προαύλιό του τις φυλακές. Θρυλείται ότι άκουσε τους πυροβολισμούς της εκτέλεσης του δωσίλογου πρωθυπουργού Πιερ Λαβάλ το 1945 και το γεγονός τον σημάδευσε. Η βιολογική του μητέρα Εντίτ τού κληροδότησε την ομορφιά (η γιαγιά του είχε υπάρξει μανεκέν), ο βιολογικός του πατέρας Φαμπιάν τη μεγαλομανία, όπως αποτυπώνεται στη φήμη ότι η κορσικανή μεριά της οικογένειας είχε μακρινή συγγένεια με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Η μητέρα θα ξανακάνει μερικές αυθαίρετες επανεμφανίσεις στη ζωή του. Πολύ καιρό αφότου χώρισε με τον εργασιακώς επισφαλή πατέρα του Ντελόν (μεταξύ των εργασιών του πολυτεχνίτη κι ερημοσπίτη πατρός Ντελόν ήταν και η διεύθυνση ενός σινεμά), παντρεύτηκε έναν σχετικά ευκατάστατο αλλαντοπώλη, ξαναπήρε την επιμέλεια του γιου της και τον προόριζε για να διαδεχτεί τον πατριό του στην οικογενειακή αυτή επιχείρηση.
Τα αλλαντικά ήταν η μοναδική τεχνική εξειδίκευση του Αλέν Ντελόν, που δεν απέκτησε ποτέ πτυχίο δραματικής σχολής, ούτε καν απολυτήριο λυκείου, αλλά προσπάθησε να τα αποφύγει για σταδιοδρομίες επίσης αιματηρές, όπως η κατάταξη στο ναυτικό, ενώ ήταν ακόμη ανήλικος, και η αποστολή του στην Ινδοκίνα κατά τις τελευταίες φάσεις των αποικιοκρατικών περιπετειών της Γαλλίας. Η μετάβαση στη Σαϊγκόν προσέφερε στον έφηβο Ντελόν έναν συνδυασμό διαβατήριας μύησης στην πρόωρη ενηλικίωση, την ηδονή του κινδύνου, τη λατρεία για την ανδρική συντροφικότητα (camaraderie), αλλά και την καθήλωση σε έναν τυχοδιωκτικό βίο αεργίας των αποικιακών απολαύσεων του οπίου και του ερωτισμού. Για να συνοψίσει αυτήν την πρώτη καθοριστική περίοδο της ζωής του, ο Αλέν Ντελόν θα χρησιμοποιήσει τη φράση του Κ. Γκερστέν «ένα τρομερό παιδί (enfant terrible) είναι ένα παιδί τρομερά δυστυχισμένο».
Ένας Αλκιβιάδης του 20ού αιώνα
Από πολλές απόψεις η προσωπικότητα του Αλέν Ντελόν θυμίζει τη μορφή του Αλκιβιάδη, όπως μας την έχει παραδώσει ο Θουκυδίδης, ως έναν αμοραλισμό της ομορφιάς, για την οποία συγχωρούνται τα πάντα, σε συνδυασμό πάντα με τον μύθο για την ωραία Ελένη, που της συγχωρήθηκε η πρόκληση του Τρωικού πολέμου. Μεταφέροντας την άεργη μποέμικη ζωή από την Άπω Ανατολή στο Παρίσι, μεταξύ πλατείας Πιγκάλ, Μονμάρτης, αλλά και του Σεν Ζερμέν ντε Πρε των διανοούμενων και των καλλιτεχνών, ο νεαρός Ντελόν εμπνέει τον ενθουσιασμό μεγαλύτερων γυναικών, αλλά εντέλει και ανδρών, όπως ο Ζαν-Κλοντ Μπριαλί, ο Ζαν Μαρέ, ο Φιλίπ Ερλάνγκερ, ο κυνηγός ταλέντων Χένρι Γουίλσον, ο Ροκ Χάτσον και ο συγγραφέας Ανρί Ροντ. Προτού στραφεί σε ομοφοβικές δηλώσεις, για τις οποίες υπήρξε διαβόητος στην ωριμότητά του, ο Ντελόν θα υπερασπιστεί με τρόπο γενναίο, αλλά και συμβατό με το πνεύμα μιας αναδυόμενης εποχής στη Γαλλία (την οποία συνόψισε ο Μισέλ Φουκώ) το δικαίωμά του να μην έχει καμία ταμπέλα η ερωτική του ταυτότητα.
Η περίοδος αυτή έχει αποκτήσει εκ των υστέρων μια διαβόητη μυθοποίηση: για όσους αγαπομισούν τον Αλέν Ντελόν, θα μπορούσε να είχε περάσει τη ζωή του ως ζιγκολό ή ακόμη και μικρο-προαγωγός, αν δεν είχε διαγνώσει τη δυναμική του η ηθοποιός Μπριζίτ Ομπέρ, που τον έπεισε να δοκιμάσει την τύχη του στις Κάννες. Η Ρόμι Σνάιντερ ένιωσε για την προπέτεια του Ντελόν μία ενόχληση που μεταμείφθηκε σε αβυσσαλέο ερωτικό κάλεσμα. Οι δυο τους, Ντελόν και Σνάιντερ, ονομάστηκαν οι «αρραβωνιαστικοί της Ευρώπης», συμβολίζοντας τη νέα γερμανογαλλική φιλία επί της οποίας βασίστηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η αριστοκρατική Ρόμι Σνάιντερ από συντηρητική οικογένεια πόθησε την ένωση με τον ακρατή ερωτικώς Ντελόν, την ίδια στιγμή που η αυστηρότητα της γερμανικής κοινωνίας της δεκαετίας του 1950 επί Αντενάουερ θελγόταν από τα πρώτα σκιρτήματα της γαλλικής ερωτικής απελευθέρωσης που προοιωνιζόταν την πολιτισμική επανάσταση της δεκαετίας του 1960. Τη στιγμή του πρόωρου θανάτου της Ρόμι Σνάιντερ από συνδυασμό αλκοόλ και φαρμακευτικών ουσιών, πολύ μετά από τον τραυματικό χωρισμό τους, ο Αλέν Ντελόν προέβη σε μια αμφιλεγόμενη κίνηση που μετά ομολόγησε: Φωτογράφισε τη νωπή σορό, για να διακρατήσει για πάντα μια ομορφιά που κυρίως αυτός από όλους τους άνδρες είχε καταλάβει.
Κλέβοντας τον ρόλο του κλέφτη
Την καθοριστική συμβουλή την έλαβε ο Ντελόν από τον Ιβ Αλεγκρέ: «Στην κάμερα να μιλάς, όπως μου μιλάς. Να κοιτάς, όπως με κοιτάς. Να ακούς, όπως με ακούς. Να μην υποδύεσαι. Να ζεις». Οι τίτλοι των πρώτων ταινιών του Ντελόν είναι κωμικά όμοιοι με την πορεία της καριέρας του, όπως λ.χ. το Όταν μια γυναίκα ανακατεύεται (Quand une femme s’en mêle, 1957) του Αλεγκρέ, ο οποίος έδωσε στον Ντελόν πρωταγωνιστικό ρόλο, ύστερα από επιμονή της συζύγου του ή, στη συνέχεια, το Να είσαι όμορφη και να σωπαίνεις (Sois belle et tais-toi, 1958). Ο Ντελόν έγινε γνωστός από την ταινία Christine (1958), βασισμένη σε έργο του Άρτουρ Σνίτσλερ, με τη Ρόμι Σνάιντερ, όπου, όμως, πλάι στην ορμή της νιότης είχε και την αδεξιότητα της απαιδευσίας.
Η ταινία, όπου πραγματικά ακολούθησε τη συμβουλή του Αλεγκρέ να «μην υποδύεται» ήταν το Γυμνοί στον Ήλιο (Plein Soleil, 1960), όπου όμως, όχι τυχαία, ο ρόλος είναι αυτός του Τομ Ρίπλεϊ από το μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ, ο οποίος ακριβώς κλέβει μια ταυτότητα που δεν του ανήκει, πάντα σε διάλογο με μια υπέρτερη πατρική μορφή. Είναι σε αυτήν την ταινία που κοινό και κριτικοί αναγνωρίζουν τον Ντελόν ως έναν πραγματικά σπουδαίο ηθοποιό ή, έστω, έναν, όπως ο Ρίπλεϊ, πραγματικά σπουδαίο κλέφτη ταυτοτήτων που δεν του ανήκουν. Πολύ πριν η έκφραση «ινσέψιο» δεσπόσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο Ντελόν την εφήρμοζε: Είχε φροντίσει να κλέψει τον ρόλο του Ρίπλεϊ από τον πολύ πιο διάσημο εκείνη την εποχή ηθοποιό Ζακ Σαριέ, με το να παρουσιαστεί στον σκηνοθέτη και να επιμείνει ότι μόνο κάποιος όπως ο ίδιος που είναι στην πραγματική του ζωή κλέφτης ταυτοτήτων μπορεί να «υποδυθεί» ή μάλλον να ενσαρκώσει τον χαρακτήρα του Ρίπλεϊ.
Η επιχειρηματολογία του Ντελόν μαζί με την τυχοδιωκτική πολύωρη επιμονή του ήταν ακαταμάχητες, αν και χρειάστηκαν επίσης παρεμβάσεις γυναικών, αλλά και του ατζέντη του Ντελόν, του παραγωγού Ζορζ Μπομ, προκειμένου να κλαπεί ο ρόλος από τον Σαριέ. Ο τελευταίος παρηγορήθηκε στην αγκαλιά της συζύγου του, που είχε μόλις νυμφευθεί, μιας κάποιας Μπριζίτ Μπαρντό. Κέρδισε στην (εφήμερη) αγάπη, αλλά έχασε στη δόξα και την αιωνιότητα που πήγε όλη στον Ντελόν. Για να παραφράσουμε τη ρήση του Σαρτρ «δεν υπάρχουν γκαρσόνια, υπάρχουν άνθρωποι που υποδύονται τα γκαρσόνια», θα λέγαμε «δεν υπάρχουν ηθοποιοί, υπάρχουν άνθρωποι που κλέβουν ταυτότητες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου