Πέτριν και Βαρβαρέσος σε έργα για τσέλο και πιάνο
Μουσικοκριτική:
Κύριο ποιοτικό χαρακτηριστικό των εκτελέσεων ήταν η αψεγάδιαστα φινιρισμένη φραστική και η αγαστή σύμπνοια στη διάπλαση της έκφρασης.
Στις 22/5/2024, στην κατάμεστη αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του κρατικού Μεγάρου Μουσικής, δύο ακμαίοι Έλληνες σολίστες, ο 41χρονος Θεσσαλονικιός πιανίστας Βασίλης Βαρβαρέσος και ο 30χρονος, επίσης Θεσσαλονικιός, βιολιστής Τιμόθεος Γαβριηλίδης-Πέτριν, έδωσαν ένα από κάθε άποψη εξαιρετικό ρεσιτάλ μουσικής δωματίου. Επαγγελματίες υψηλής μουσικής ευφυΐας και φορείς δεινής δεξιοτεχνίας, οι δυο μουσικοί ισορρόπησαν απολαυστικά τις συνεισφορές τους.
Κύριο ποιοτικό χαρακτηριστικό των εκτελέσεων στις οποίες συνέπραξαν ήταν η αψεγάδιαστα φινιρισμένη φραστική και η αγαστή σύμπνοια στη διάπλαση της έκφρασης. Εκτεινόμενο σε εντυπωσιακά ευρύ υφολογικό και εκφραστικό φάσμα, από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τον Μεσοπόλεμο του 20ού, το ρεπερτόριο περιλάμβανε συνθέσεις που γεφύρωσαν την απόσταση από τον κεντροευρωπαϊκό ρομαντισμό του 19ου έως τον ανατολικοευρωπαϊκό μοντερνισμό του 20ού αιώνα. Ας επισημάνουμε εδώ για πολλοστή φορά πόσο ενοχλητικές υπήρξαν καθ’ όλη τη συναυλία οι παρεμβολές από κινητά τηλέφωνα των -τελικώς αδιάφορων!- ακροατών, οι οποίες έχουν πλέον εξελιχθεί σε αληθινή μάστιγα…
Η βραδιά ξεκίνησε με τη διμερή σύνθεση «Adagio & Allegro» έργο 70 (1849) του Σούμαν, στην εκδοχή για τσέλο και πιάνο. Το Adagio άρχισε τρυφερά, σχεδόν αισθησιακά με τη βηματιστή «έρπουσα» μελωδία να εκφέρεται από το τσέλο αβαρώς αλλά με ακρίβεια. Ταιριαστά βίαιη, ανήμερα ορμητική ήταν η μετάπτωση στο φλογερό, γεμάτο ζέση Allegro. Μοναδικά σαγηνευτικός ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Πέτριν ένωνε τις φράσεις, «λυγίζοντας» απαλά τη μελωδική φραστική για να εξασφαλίσει την πιο αχειροποίητα συνεκτική ροή της μουσικής. Κάνοντας ένα τεράστιο χρονικό και στιλιστικό άλμα μισού αιώνα ακολούθησε η τριμερής «Σονάτα για τσέλο και πιάνο αρ.1» (1917) του Φορέ, μουσική στην ύστερη μεθόριο της ρομαντικής παράδοσης.
Το ανήσυχο εναρκτήριο Allegro με τον καλπασματικό ρυθμό και τις απότομες μεταπτώσεις απέδωσαν οι μουσικοί με περισσή ορμή και βιασύνη, εντείνοντας έτσι τη δραματικότητα των μεταπτώσεων της μουσικής προς θύλακες λυρικής ανάπαυλας.
Στο εσωστρεφές λυρικό Andante δέσποσε πάλι το επιτηδευμένα αβαρές ξετύλιγμα της μελωδικής αφήγησης από τον Πέτριν, διαποτισμένο από νοσταλγία, ενώ το καταληκτικό Allegro comodo παίχτηκε ρευστά αλλά με ευκρίνεια και αριστοτεχνική απόδοση των μεταπτώσεων.
Το δεύτερο μισό της βραδιάς ξεκίνησε από την Ανατολική Ευρώπη, με την τριμερή σύνθεση «Παραμύθι» («Pohádka», 1923) του Γιάνατσεκ. Τη δωρικής λιτότητας, πρωτομινιμαλιστική μουσική ερμήνευσαν οι δύο σολίστες σε σφιχτή, αψεγάδιαστη σύμπνοια, εναλλασσόμενοι στις αποδόσεις των επίμονα επαναλαμβανόμενων ρυθμικών μοτίβων και ρευστών μελωδικών διατυπώσεων. Εξαιρετική και πάλι ήταν η σε βάθος επεξεργασμένη διάπλαση της φραστικής από τον Πέτριν: άλλοτε σκληρή, νευρώδης και γωνιώδης, άλλοτε μαλακιά, πτητική και ρευστή να διαπλέκεται ανάλαφρα με το ρυθμικό υπόβαθρο από το πιάνο.
Το ρεσιτάλ ολοκληρώθηκε με την τετραμερή «Σονάτα για τσέλο και πιάνο αρ.2» (1886/87) του Μπραμς, σύνθεση από τον βαθύ πυρήνα του γερμανικού ρομαντισμού, με σφιχτά συγκροτημένη δραματουργία και συγκεκριμένο στίγμα. Το ανήσυχο, εκτενές εναρκτήριο Allegro vivace αποδόθηκε με δεόντως ζωηρό, βιαστικό ωστικό παλμό, αλλά και με ευαίσθητα υλοποιημένες, δίχως ασυνέχειες μεταπτώσεις από στιβαρές, μυώδεις διατυπώσεις σε διατυπώσεις αρρενωπής τρυφερότητας, χαρακτηριστικές στον Μπραμς. Θαυμαστός ήταν εδώ ο ηχοχρωματικός πλούτος στο τσέλο. Το κατανυκτικό Adagio affettuoso παίχτηκε μαλακά, εύπλαστα, με εσωστρέφεια, «λυγίζοντας» γλυκά τη γραμμή της μελωδικής αφήγησης.
Τα δύο γρήγορα τελευταία μέρη, Allegro appassionato και Allegro molto, παίχτηκαν με νεανική ζωντάνια και ορμή, πάντα με ακρίβεια και αβίαστο συντονισμό, αρθρωμένα σε πιεστικό, ορμητικό καλπασματικό ρυθμό. Κρατώντας αδιάλειπτα υψηλές θερμοκρασίες, οι δύο μουσικοί απέδωσαν την οργασμική διαπάλη πιάνου/τσέλου με πάθος, δίχως όμως να παραμορφώσουν το συντακτικό της γραφής συμπιέζοντας τη φραστική. Και πάλι η συμπορεία των δύο ήταν εξαιρετική, τροφοδοτώντας αμφίδρομα ο καθένας την έκφραση του άλλου: το πιάνο άρθρωνε ισορροπημένα το ωστικό, συνεκτικό, κινητικό υπόβαθρο, παρέχοντας στο τσέλο ανθεκτική στήριξη για την εκδίπλωση και εκτόνωση του μελωδικού υλικού. Μια βραδιά ευρωπαϊκού επιπέδου, από τις σπάνιες που τιμούν δίχως εκπτώσεις τον βαθύ πυρήνα του κλασικού ρεπερτορίου επί ελληνικού εδάφους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου