Ο κόσμος του Δημοσθένη Βουτυρά σε κόμικ
Το 2008 συνεργαζόμαστε ήδη 5 χρόνια με το «9», το ένθετο της Ελευθεροτυπίας για τα κόμικς. Είχαμε δημοσιεύσει αρκετές ολιγοσέλιδες ιστορίες, αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους σε θέμα ή ύφος. Τότε ο φίλος Διαμαντής Καράβολας των εκδόσεων Φαρφουλάς, θαυμαστής του Βουτυρά, έριξε την ιδέα: Γιατί να μην μεταφέρετε σε κόμικς κάποιο από τα πάμπολλα διηγήματά του; Ο άλλος κοινός φίλος, ο Βάσιας Τσοκόπουλος, επιμελητής των ημιτελών έως σήμερα Απάντων του Βουτυρά (5 τόμοι από τις εκδόσεις Δελφίνι) συμφώνησε απόλυτα. Το «Παραρλάμα», ίσως το γνωστότερο διήγημά του, επιλέχτηκε πρώτο, όπως μάλλον αναμενόταν. Φτιάξαμε έτσι μια ιστορία 5 σελίδων που δημοσιεύτηκε τότε στο «9» και, όπως φαίνεται από την ανταπόκριση, έκανε μεγάλη εντύπωση. Προχωρήσαμε λοιπόν σε μεταφορές και άλλων διηγημάτων του, που επίσης δημοσιεύθηκαν στο ένθετο. Η ιδέα να συγκεντρωθούν όλες σε ένα άλμπουμ ήταν φυσικό επακόλουθο. Το «9» έκλεισε το 2010. Δημιουργήσαμε μερικές ακόμα καινούριες ιστορίες και τελικά το 2011 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά» από τις εκδόσεις Τόπος, που αγκάλιασαν με ενθουσιασμό την προσπάθεια. Οι πρόλογοι ήταν του Άρη Μαραγκόπουλου και του Βάσια Τσοκόπουλου. Περιείχε 9 μικρές ιστορίες. Την 9η μάλιστα την είχε επιλέξει και είχε γράψει το σενάριο ο Βάσιας.
Έτσι, καθώς δουλεύαμε το άλμπουμ, ήρθαμε για πρώτη φορά σε επαφή με μεγάλο μέρος του υποβλητικού κόσμου του Βουτυρά (μέχρι τότε ξέραμε 2-3 διηγήματά του μόνο).
Ο Μαραγκόπουλος, μιλώντας για τα «δύσμορφα… αρρωστημένα… κακοποιημένα… θυμωμένα… τρελαμένα… και τελικά τραγικά» πρόσωπα του Βουτυρά, καταλήγει να χαρακτηρίσει εύστοχα το έργο του ως μια «πινακοθήκη σκότους». Αυτήν ακριβώς τη συχνά ζοφερή ατμόσφαιρα προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε στη συλλογή. Ίσως όμως, πριν απ’ αυτό, το πιο δύσκολο ήταν να διαλέξουμε ποια από τα 150 (!) περίπου μικρά ως επί το πλείστον διηγήματα που είχαμε στα χέρια μας θα μεταφέραμε σε κόμικς. Επιλέχτηκαν τελικά -με πολύ κόπο- 9 αρκετά σκοτεινά κείμενα, που πολλές φορές διαδραματίζονται στον χώρο του φανταστικού ή φλερτάρουν μ’ αυτόν. Υπάρχουν λοιπόν ιστορίες με ένα παράξενο τραγούδι που στοιχειώνει ένα πλοίο, με οικόσιτα ζώα που επαναστατούν ενάντια στους ανθρώπους που τα σφαγιάζουν – ο Βουτυράς υπήρξε ένας από τους πρώτους φιλόζωους συγγραφείς της ελληνικής λογοτεχνίας, με κάποιον που βαθμιαία μεταμορφώνεται στον αγριότραγο που σκότωσε, με μια μυστηριώδη, δίχως κανένα νόημα λέξη που σκορπά τον τρόμο, ιστορίες προδοσίας επειδή το χρήμα εκμηδενίζει κάθε ηθική και άλλες… Πιστεύουμε ότι αποτυπώνουν αρκετά πιστά τη γενικά, ανησυχητική ατμόσφαιρα του έργου του, ενός έργου δίχως συμβατικές, ηθογραφικές, ρεαλιστικές αφηγήσεις και πολύ μακριά από κάθε έννοια ευτυχούς τέλους.
Στα κριτήρια επιλογής βέβαια περιλαμβανόταν και η «αφηγηματικότητά» τους: Οι εικόνες που δημιουργούν οι ιστορίες στον αναγνώστη θα έπρεπε τώρα να «υλοποιηθούν», να γίνουν πλέον και εικόνες που όντως θα δει στο χαρτί ο (και) θεατής πλέον και, αν είναι δυνατόν, να αποτυπωθούν στη μνήμη του. Το έχει αυτό ο Βουτυράς: Πολλά από αυτά που περιγράφει είναι τόσο έντονα, που θέλεις να τα κάνεις να βγουν από τον κόσμο των λέξεων, να τα μετατρέψεις σε κυριολεκτικές εικόνες. Αυτό δεν κάνουν άλλωστε τα κόμικς όταν μεταφέρουν στον κόσμο τους λογοτεχνικά έργαΔημοσθένης Βουτυράς (1872-1958)
Παραρλάμα*
(διήγημα)
Κάποτε του Φάρμα του ερχόντανε και αναμνήσεις. Και θυμόταν ότι είχε πατέρα, που φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι, και μάνα της οποίας είχε ξεχάσει και αυτής τη μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. Άλλο τίποτα! Όλα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της ρόδας και έπειτα το κρασί, που έπινε για ξεκούρασμα. Αλλά, τι ήθελε να θυμάται;
Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς Δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη φέρει στο νου για να τον πειράξει*. Όταν κάποτε έβλεπε καμιά να έρχεται μέσα στο κατάστημα, την κοίταζε χάσκοντας, σαν παράξενο πράγμα, που πρώτη φορά το έβλεπε.
Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά του. Μόνο αισθανόταν μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμενε. Δε γελούσε ποτέ, είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω και να χαμογελά.
Το μόνο, μέσα στο σβησμένο και έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που έμενε, ήταν το μίσος, όπως μένει σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο, φίδι.
Όταν εσχόλαζε έπινε όσο που μεθούσε, και έτσι παραμιλώντας, χωρίς να εννοεί κανείς τι έλεγε, σα να μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας, επήγαινε να κοιμηθεί.
Είχε και παρέα στο κρασοπουλειό που πήγαινε, αλλ' ήταν σ' αυτή σα βουβό της πρόσωπο. Φαινότανε μόνο να προσέχει σε ό,τι λέγανε. Δύσκολα όμως να του μείνει τίποτα στο νου απ' ό,τι άκουγε, όλα περνούσανε δίχως ν' αφήσουν ίχνος. Μια βραδιά άκουσε κάποιον πολύξερο της παρέας να διηγείται κάτι της Γραφής. Έλεγε για το χέρι κείνο, που είχε γράψει στο συμπόσιο του Βαλτάσαρ* τις λέξεις: Μενέ, Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν*. Και ότι οι λέξεις είχαν φέρει τον τρόμο στο Βασιλέα και σε όλους τους άλλους του συμποσίου και κανείς δε βρισκότανε να τις εξηγήσει τι εννοούσαν.
Αυτά τα άκουσε με προσοχή μεγάλη ανοίγοντας και τα μάτια του τρομαχτικά. Ήταν το μόνο, που μπόρεσε να χαραχθεί στο νου του μαζί με τους κρότους της ρόδας.
Την άλλη βραδιά, άμα εσχόλασε, αντί να πάει στο κρασοπουλειό, διευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Είχε συγκάτοικο έναν πατριώτη του, ο οποίος πήγαινε πολύ ενωρίς και κοιμότανε. Την πόρτα ποτέ δεν την έκλειναν και μπήκε ο Φάρμας μέσα χωρίς να μεταχειρισθεί κλειδί ή να χτυπήσει. Ο συγκάτοικος ήταν εκεί και κοιμότανε.
Ένα λυχναράκι έκαιε πάνω στο τραπέζι και φώτιζε ένα ξερό κομμάτι ψωμί και τρεις ελιές σάπιες, βαλμένες αντί σε πιάτο σ' ένα χαρτί κίτρινο. Μια μύγα, άγνωστο γιατί, ξενυχτούσε, καθότανε πάνω στο ξεροκόμματο του ψωμιού, συλλογισμένη.
Ο Φάρμας έμεινε αρκετή ώρα συλλογισμένος και αυτός, έπειτα έφυγε γρήγορα και πήρε το δρόμο του καταστήματος που δούλευε, κοιτάζοντας κάποτε, καθώς πήγαινε, την ημισέληνο, που του φαινότανε σα χρυσό λαμπερό ψάρι φτερωτό.
Το κατάστημα είχε και αυλή πίσω και απ' εκεί πήγε. Ανέβηκε σε μια ελιά, μια ψωριασμένη ελιά, που ήταν απ' έξω, και απ' εκεί ο άνθρωπος της ρόδας και του κρασιού, ελαφρός πήδησε στην αυλή. Φύλακας δεν έμενε στο κατάστημα άλλος από ένα σκυλί, αλλ' αυτό πήγε κοντά του, μετά από ένα μικρό γάβγισμα, και του έγλειψε τα χέρια.
Μπήκε μέσα από ένα φεγγίτη πόρτας, όπου στήριξε μια μισοσπασμένη σκάλα.
Στάθηκε στην κάτω αίθουσα, όπου ήτανε μεγάλα εργαλεία και τα γραφεία του καταστηματάρχη. Εκεί άναψε ένα σπίρτο και αφού κοίταξε σαν να ζητούσε κάτι στον τοίχο, ανέβηκε σ' ένα εργαλείο και άρχισε να γράφει ψηλά στον τοίχο με κάρβουνο μία λέξη:
—
.Ήταν φανταστική η λέξη· του την είχε βγάλει το κρανίο του, αλλά του φαινότανε να λέει κάτι κακό.
Έφυγε όπως είχε πάει.
Το πρωί, όταν πήγε στην εργασία, επρόσεχε να δει τι θα γίνει για τη λέξη. Και δεν πέρασε πολύ και άκουσε τη φωνή του καταστηματάρχη να φωνάζει:
— Τι είναι αυτό εκεί! Ποιος το 'γραψε αυτό;
Η φωνή του καταστηματάρχη ήταν σα φοβισμένη.
Όλοι άφησαν τις δουλειές τους και τρέξανε να δουν.
— Παραρλάμα!
Η λέξη, που έβγαλε το κρανίο του, βρισκότανε στα χείλη όλων.
Μα ποιος την έγραψε;
Επρόβαλε και αυτός το πρόσωπό του από πάνω από τη σκάλα και κοίταξε.
Κανείς δεν ημπορούσε να υποπτευθεί αυτόν, και ούτε ακόμα παρατήρησαν ότι δεν έτρεξε και αυτός να δει.
Ο αρχιτεχνίτης αυτόν έβαλε να τη σβήσει. Και την έσβησε λέγοντας σιγά σιγά τη λέξη.
Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο. Αλλά τη λέξη δεν την έγραψε τώρα με κάρβουνο, αλλά με χρώμα κόκκινο.
— Παραρλάμα.
Το πρωί άλλος θόρυβος. Ο καταστηματάρχης κιτρίνισε πολύ. Ζητούσε τον άνθρωπο, αλλ' έξαφνα φοβήθηκε μη δεν ήταν άνθρωπος. Και όμως είπε δυνατά:
— Πρέπει να βρεθεί!
Η ιδέα πάλι μην κάποιος ήθελε να παίξει, να τον γελωτοποιήσει, τον έκανε έξω φρενών και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους.
Ο Φάρμας άκουσε τους τεχνίτες να λένε μεταξύ τους, μη φροντίζοντας γι' αυτόν όπως και για το σκύλο, το φύλακα, ότι φάντασμα θα βγαίνει στο κατάστημα και αυτό θα το έγραφε! Και οι τεχνίτες έμειναν πεισμένοι ότι φάντασμα, δίχως άλλο, βγαίνει τη νύχτα και γράφει αυτή την παράξενη λέξη, που κάτι θα σήμαινε στη δική του γλώσσα!
Τη νύχτα ο κύριος του καταστήματος έβαλε φύλακες. Το πρωί δεν υπήρχε η λέξη. Αλλά σε λίγο, καθώς ο καταστηματάρχης έμπαινε, η λέξη ήτανε πάλι στον τοίχο γραμμένη με τα κόκκινα γράμματά της.
Ο Φάρμας είχε βρει ευκαιρία και την είχε γράψει.
Όλοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στεκόντανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο.
— Παραρλάμα!
Οι τεχνίτες άρχισαν να ορκίζονται τους μεγαλύτερούς τους όρκους, πολλοί έκλαιγαν, ότι δε γνωρίζουν τίποτα, δεν ξέρουν ποιος τα γράφει, αλλά κάποιος, κάποιο...
Ήθελαν να πουν φάντασμα, αλλά δεν τολμούσαν...
Ο Φάρμας φάνηκε από ψηλά να κοιτάζει, έπειτα τραβήχτηκε γρήγορα και πήγε κοντά στη ρόδα, κι εκεί, κρατώντας το χερούλι της γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο!...
Παραρλάμα: λέξη που πλάθει ο συγγραφέας και δε σημαίνει τίποτε, όπως φαίνεται στο κείμενο.
πειράζω: βάζω σε πειρασμό.
Βαλτάσαρ: βασιλιάς της Βαβυλώνας, γιος του
Ναβουχοδονόσορα. Εκθρονίστηκε από τον Κύρο. Η Βίβλος (Δανιήλ Ε')
διηγείται ότι ένα βράδυ ο Βαλτάσαρ είχε πλούσιο συμπόσιο και διέταξε να
φέρουν τα ιερά σκεύη που ο Ναβουχοδονόσορας είχε αρπάξει από την
Ιερουσαλήμ. Ο ιερόσυλος είδε τότε να παρουσιάζεται ένα χέρι που χάραζε
στον τοίχο μυστηριώδεις χαρακτήρες. Κάλεσαν τον προφήτη Δανιήλ που
διάβασε τις λέξεις μανή, θεκέλ, φάρες και τις ερμήνευσε ως
εξής: «εμέτρησε ο θεός τη βασιλεία σου και όρισε το τέλος της· την έβαλε
στο ζυγό και βρέθηκε ότι υστερεί· διαιρέθηκε η βασιλεία σου και δόθηκε
στους Μήδους και στους Πέρσες». Την ίδια νύχτα ο Κύρος έμπαινε στη
Βαβυλώνα.
φαρσίν: πρόκειται για άλλη εκδοχή των μυστηριώδων λέξεων που αναφέραμε πιο πάνω.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
Pararlama, a graphic novel / Παραρλάμα, το κόμικPararlama, a graphic novel / Παραρλάμα, το κόμικ
Το Π Α Ρ Α Ρ Λ Α Μ Α είναι ένα γραφιστικό αφήγημα που βασίζεται σε εννέα ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά. Η σχεδίαση είναι του Θανάση Πέτρου, τα κείμενα που διασκευάζουν το πρωτότυπο κείμενο του Βουτυρά γράφτηκαν από τον Δημήτρη Βανέλλη. Περισσότερα γι' αυτό το γραφιστικό έργο θα διαβάσετε εδώ:http://www.toposbooks.gr/contents/boo... Προς το παρόν όμως απολαύστε αυτό το βίντεο που έφτιαξε ο ίδιος ο δημιουργός του «Παραρλάμα», ο Θανάσης Πέτρου, με την άκρως επαγγελματική ομάδα παραγωγής των «Κουμπάρων»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου