Αψέντι (1876)
«Εντγκάρ Ντεγκά, ένας ιμπρεσιονιστής που προτιμούσε τον ρεαλισμό»
Ο Πισαρό τον καταλάβαινε. Είχε μια σχέση μαζί του, ένα είδος συγγένειας. Τον θαύμαζε. Έλεγε πως ήταν «ένας αναρχικός της τέχνης», χωρίς όμως να το γνωρίζει. Εξάλλου, ο Ντεγκά είχε μια «αριστοκρατική» αντίληψη για την τέχνη. Πίστευε πως η τέχνη δεν ήταν για όλους. Από την άλλη, τον απωθούσε η αστική ηγεμονία. Όσο για την ευδαιμονία που πρόσφερε, αυτή την αποδεχόταν πλήρως αφού ο πατέρας του ήταν πλούσιος τραπεζίτης και επιπλέον μανιώδης φιλότεχνος. Αλλά ο πατέρας του χρεοκόπησε. Τότε κατάλαβε κι αυτός πως έπρεπε να δουλέψει για να ζήσει – όπως έκανε όλος ο κόσμος.
Οι ιδέες του προέρχονταν μάλλον από τη Δεξιά παρά από την Αριστερά, που είχε αποκτήσει μεγάλη αίγλη εκείνη τη χρονική περίοδο. Το πολιτικοϊδεολογικό ιδανικό του ήταν σταθμευμένο σ’ ένα παρελθόν όπου δεν υπήρχε ισονομία, ούτε ψωμί για όλους ή μια θέση στον ήλιο και επομένως δεν περίμενε κανείς κοινωνικές αλλαγές ή, πολύ περισσότερο, ανατροπές. Έτσι, δε μοιάζει περίεργο που ο Ντεγκά τάχθηκε εναντίον του Ντρέιφους κι ας ήταν φίλος και θαυμαστής του Ζολά, που έγραψε το περίφημο Κατηγορώ προς υποστήριξη του Ντρέιφους και καταδίκη των πολιτικών και κοινωνικών στρεβλώσεων. Παρ’ όλα αυτά, μαζί με τον φίλο και υποστηρικτή του Καμίγ Πισαρό δεν ήταν απλώς ένας αντισημίτης παρασυρμένος από τον συρμό της εποχής (στη Γαλλία της Τρίτης Δημοκρατίας το κύμα του αντισημιτισμού είχε φουντώσει επικίνδυνα), αλλά έβαζε την οικονόμο του να του διαβάζει, την ώρα που ζωγράφιζε, ένα αντισημιτικό έντυπο που εικονογραφούσε ο Πισαρό.
Αλλά και η κριτική του εναντίον των αδαών που επέμεναν να έχουν άποψη περί την τέχνη ήταν σκληρή. Το ίδιο σκληρή ήταν κι η στάση του απέναντι στα μοντέλα. «Τι εποχή είναι αυτή που ζούμε, Θεέ μου! Όλοι, ακόμα και τα μοντέλα, έρχονται και μιλούν για ζωγραφική, λες και αρκεί γι’ αυτό η τέχνη της γραφής και της ανάγνωσης. Σε περασμένες εποχές δεν ήταν οι απλοί άνθρωποι ευχαριστημένοι χωρίς όλα αυτά τα άχρηστα μαθήματα, τα οποία παραδίδονται στα σχολεία; Τι σκληρός αγώνας είναι αυτός;»
Ο Ντεγκά είχε μεγάλη αγάπη και θαυμασμό στο μυθιστόρημα και τους εκπροσώπους του, στην εποχή του εξάλλου το μυθιστόρημα είχε μεγάλη άνθηση και τεράστια διάδοση, κι αυτός ακολουθούσε τις μυθιστορηματικές τεχνικές στις ζωγραφικές αναζητήσεις του. Γνώριζε τον Ζολά, τον Λουντοβίκ Αλεβί, τους αδελφούς Γκονκούρ. Ο Εντμόντ Γκονκούρ μάλιστα ισχυριζόταν πως ο Ντεγκά ήταν «ερωτευμένος με τη σύγχρονη ζωή». Ενώ ο μέγας εστέτ Ισμάν, που είχε προκαλέσει τόσο θόρυβο με το Ανάποδα, όπου αντικαθιστούσε την ομορφιά με τη λατρεία της ασχήμιας, έγραφε για τον Καλλωπισμό των χορευτριών του (1880): «Τι αλήθεια! Τι ζωή! Πώς όλες αυτές οι φιγούρες ίπτανται στον αέρα, πώς η σκηνή λούζεται στο φως, πώς η έκφραση αυτών των φυσιογνωμιών, η ανία μιας εργασίας επίπονης και μηχανικής, πώς το διαπεραστικό, φιλόδοξο βλέμμα της μητέρας οξύνεται όταν το σώμα της κόρης της παραστρατεί, πώς η αδιαφορία των συναδέλφων για μια βαριεστημάρα που ήδη γνωρίζουν επιτιμάται, με την οξύτητα ενός ραφινάτου αλλά ταυτοχρόνως ανελέητου αναλυτή».
Αν ο Ντεγκά ήταν θαυμαστής του μυθιστορήματος, ο Μποντλέρ ήταν θιασώτης της ζωγραφικής και γνώστης των μυστικών της. Ιδού κάποια χωρία ενός πεζού ποιήματος από τη Μελαγχολία του Παρισιού:
…αυτή η διαμονή της αιώνιας πλήξης είναι πράγματι δική μου. Ιδού τα χαζά έπιπλα, σκονισμένα τσακισμένα. Το τζάκι άδειο από φλόγα και κάρβουνα, λεκιασμένο από φτυσιές, τα θλιβερά παράθυρα όπου η βροχή χάραξε τις αυλακιές της πάνω στη σκόνη […]
Κι αυτό το άρωμα ενός κόσμου άλλου που μεθούσα μαζί του με τέλεια ευαισθησία, αλίμονο! Αντικαταστάθηκε από τη δυσοσμία του καπνού ανάκατου με δεν ξέρω ποια εμετική μούχλα. Τώρα αναπνέει κανείς εδώ το τάγκιασμα της απόγνωσης. Μέσα σε τούτον το στενό κόσμο κι όμως γεμάτο αηδία ένα μοναδικό αντικείμενο μου χαμογελά, η φιάλη με το λαύδανο, μια γριά και φρικτή φίλη.
Είναι τόσο ζωντανά ζωγραφισμένη και με τόση λεπτομέρεια αυτή η εικόνα, κι ας μη μιλά για τη ζωγραφική.
Ο Εντγκάρ Ντε Γκα (υιοθέτησε την πιο ανεπιτήδευτη εκδοχή του επωνύμου του από την πραγματική) ήταν ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, γραφίστας. Γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου 1834 στο Παρίσι και πέθανε στην ίδια πόλη, όπου έζησε όλη του τη ζωή, 83 χρόνια αργότερα, τα τελευταία είκοσι με αδύναμη όραση, στις 27 Σεπτεμβρίου 1917.
[........................................]ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου