Δευτέρα, Μαρτίου 04, 2024

Κόιντος τῷ Μάρκῳ χαίρειν

 

Κόιντος τῷ Μάρκῳ χαίρειν


Ο αποκεφαλισμός του Κικέρωνα το -43
Ο αποκεφαλισμός του Κικέρωνα το -43

Μάρ­κο, αδελ­φέ μου,* ξέ­ρε το, πως ο λα­ός –το έχει ξα­να­πεί καν δυο χι­λιά­δες χρό­νια πιο ύστε­ρα κι ο Μπέ­κετ– εί­ναι για τα πα­νη­γύ­ρια. Πα­ρό­τι εγώ μι­κρό­τε­ρος, σε συμ­βου­λεύω: της υπα­τεί­ας τ’ αξί­ω­μα, που τό­σο λα­χτα­ράς, με­λέ­τη­σε τε­χνά­σμα­τα να το φι­λάς· το στό­μα υγρό, ν’ απο­στη­θί­ζει ρη­το­ρεί­ες, να ξε­δι­πλώ­νει πλού­σιες γε­νι­κό­τη­τες, κι η άκρη του μα­τιού τη γλώσ­σα να τρο­χί­ζει. Το μά­τι πά­ντα παί­ζει πρώ­το ρό­λο, αν θες του κα­λυμ­μέ­νου ψεύ­δους τις οπτι­κές αλή­θειες δι­κιές σου να τις κά­νεις. Μην το θαρ­ρείς ανή­θι­κο, αφού συ μια ζωή –και τώ­ρα στα σα­ρά­ντα δυο– έβα­λες, πά­νω κι απ’ τη με­τα­φυ­σι­κή, την πρα­κτι­κή ανε­λέ­η­του, ακραί­ου αν­θρω­πι­σμού, π’ αλά­φια­σε θε­ούς και κά­θε σο­φι­στεία τους. Αυ­τά ει­ν’ τα όπλα σου˙ σε τού­τα να το­κί­ζεις το νό­μι­σμα του Αυ­γού­στου. Μέλ­λε­τ’ εμείς οι δυο εδώ στον Πά­νω Κό­σμο ν’ ανα­μορ­φώ­σου­με και την Ευ­ρώ­πη, σπέρ­νο­ντας στο χι­τώ­να της παι­διά με κο­σμι­κά ορά­μα­τα δη­μο­κρα­τί­ας.

Στο μέλ­λον, να το θυ­μη­θείς, σαν θα μου δί­νεις στην ώρα τους και συ τις συμ­βου­λές σου, ότι τα πράγ­μα­τα εί­ναι δα­νει­κά και το κα­θέ­να έχει την ακρι­βή του γνώ­ση – εν­δέ­χε­ται μ’ αντάλ­λαγ­μα θα­νά­του. Τί­πο­τα δεν κερ­δί­ζε­ται χω­ρίς να χά­σεις κά­τι. Ντρο­πή μου να το λέω εγώ σε σέ­να! Ξέ­ρεις πο­λύ κα­λά τη συ­ντα­γή: τρι­γύ­ρω σου να έχεις υπο­λο­γι­στές με ει­δι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, να σε στη­ρί­ζουν. Κά­νε συμ­βό­λαιο με το λαό (κα­τέ­χεις τέ­λεια νο­μι­κά) κι από­φευ­γε, για τ’ όνο­μα του Ρέ­μου, και του Ρω­μύ­λου βέ­βαια τ’ αδελ­φού του, να σ’ εκλαμ­βά­νουν λαϊ­κι­στή.

Ένα κα­λό ση­μείο, που πρέ­πει να προ­σέ­ξεις, εί­ναι ν’ απο­στη­θί­ζεις πρό­σω­πα κι ονό­μα­τά. Ξέ­ρεις τι πά­ει να πει τον κά­θε Ιά­νους, κά­θε Κω­στή και Κων­στα­ντή, με το μι­κρό του όνο­μα να κρά­ζεις; όχι μο­νά­χα κά­θε πα­τρί­κιο ή θεό! Της κο­λα­κεί­ας η τέ­χνη εί­ναι οι στί­χοι που πρέ­πει να εξα­σκείς πριν κοι­μη­θείς. Τα βρά­δια εί­ναι γιο­μά­τα μ’ αστρο­σύμ­βο­λα, εκεί που κα­τοι­κούν και με­θο­δεύ­ουν οι ανα­γκαί­οι άν­θρω­ποι του χρή­μα­τος, μα­ζί με τον Μερ­κού­ριο επι­χει­ρώ­ντας ολό­χρυ­σα τσα­μπιά και Σα­τουρ­νά­λια. Η μά­ζα, να θυ­μά­σαι, τρέ­φε­ται από δαύ­τα και της αρέ­σει να κα­λο­περ­νά στης φα­ντα­σί­ας τα μέ­ρη. Και δεν ζη­τά η φτω­χή –δεν απαι­τεί κα­θό­λου– χρέ­ω­ση ψευ­δαι­σθή­σε­ως ή θε­ά­μα­τος. Αν εντυ­πω­σιά­ζεις με φα­ντα­χτε­ρά θε­ά­μα­τα τον όχλο των Ρω­μαί­ων, θα έχεις με το μέ­ρος σου το πρώ­τι­στο ζη­τού­με­νο για στέ­γα­σή του και τρο­φή στο θαύ­μα.

Με στο­χευ­μέ­νες, τέ­λος, επι­θέ­σεις ξα­μό­λη­σε το φό­βο της αστά­θειας, μί­σθω­σε κά­ποιους, βά­λε να δια­σπεί­ρουν φρι­κτές για τους αντί­πα­λούς σου φή­μες, πως εί­ναι βου­τηγ­μέ­νοι μες στα σκάν­δα­λα (θ’ ακο­λου­θή­σουν δί­κες, να το ξέ­ρουν) κι αλί­μο­νο σε κεί­νους που υπο­τί­μη­σαν την αρε­τή, την έξο­χη δι­κή σου. Λη­σμό­νη­σε για λί­γο τον εαυ­τό σου, χα­λά­ρω­σε προ­σώ­ρας τις αρ­χές σου και κα­τά κά­ποιον τρό­πο γί­νε τέ­ρας ψεύ­δους (ανή­θι­κος, δεν εν­νοώ, αδελ­φέ μου), για­τί κα­λά γνω­ρί­ζεις πως οι πά­ντες θρο­φί­ζο­νται απ’ το ψέ­μα και το προ­τι­μούν· τους δί­νει κα­λή βά­ση να εξο­ρί­ζουν ό,τι τους ενο­χλεί και τους παι­δεύ­ει. Λά­μπει το ψέ­μα σαν μαρ­γα­ρι­τά­ρι μέ­σα σε τό­ση μνή­μη που πι­κραί­νει. Κα­λύ­τε­ρα λοι­πόν να τους ρυθ­μί­ζεις τη λή­θη κα­τα­πώς απο­θυ­μούν. Συ­νύ­φα­νέ το δε με την ελ­πί­δα. Θέ­λω να πω ανέ­μι­σέ την, βά­ψε την με χρώ­μα­τα του πά­θους ζο­φε­ρά, κι από­δω­σε στους άλ­λους όλα τα κα­κά, πλεγ­μέ­να στην αυ­θά­δεια, την απά­τη, κα­κο­βου­λία κι αχα­ρι­στία κι ιδιο­τέ­λεια, και τ’ άλ­λα που ανέ­κα­θεν, κρυ­φά ή φα­νε­ρά, τ’ αν­θρώ­που δαι­μο­νί­ζουν την ψυ­χή. Εντέ­χνως να το κά­μνεις, έτσι ώστε την ανα­δρο­μι­κή ισχύ τους ν’ απο­λέ­σουν, αν τύ­χει κι έρ­θου­νε αυ­τοί στην εξου­σία και πρά­ξου­νε τ’ ανά­λο­γα. Για­τί πο­τέ δεν ξέ­ρεις τι συμ­βαί­νει. Εκεί π’ ολό­χα­ρα στο πέ­λα­γο αρ­με­νί­ζεις, ξάφ­νω σπη­λιά­δα σ’ ανα­τρέ­πει και σε ρί­χνει, για να το πω λια­νά, στη λά­βα του ηφαι­στεί­ου. Ψά­ξε στοι­χεία να βρεις για τις σπη­λιά­δες –κα­ν’ τες, αν πρέ­πει, φί­λες σου και κολ­λη­τές σου. Και μέ­τρα την από­στα­ση της γνώ­σης από των αντι­πά­λων σου τα χέ­ρια.

(Σ.τ.Μ.: Του Μάρ­κου η αρε­τή, στε­ρε­ω­μέ­νη σε πρό­τυ­πα κυ­ρί­ως ελ­λη­νι­κά, έμπαι­νε τώ­ρα σ’ άλ­λον αγω­γό. Το μό­νο θε­τι­κό, που ο μέ­γας doctus, –Κι­κέ­ρων, ευ­γε­νής, πο­λύ­φθογ­γος, κι από τα γεν­νο­φά­σκια του φι­λό­σο­φος– στην πρά­ξη θα επι­κύ­ρω­νε του λό­γου την αξία. Μάλ­λον τ’ αντί­θε­το έπρε­πε να γί­νει· ο Κόι­ντος να πά­ρει από τον Μάρ­κο τα πρώ­τα του μα­θή­μα­τα. Μα εί­πα­με: τα πράγ­μα­τα εί­ναι δα­νει­κά. Κι αν άγ­γι­ξε τα­βά­νι ο Μάρ­κος κι έγι­νε ύπα­τος μ’ απλή ανα­λο­γι­κή (δη­μο­κρα­τί­ας ο θρί­αμ­βος), απρό­σμε­να κερ­δί­ζο­ντας σε ψή­φους, ποιο τ’ όφε­λος που η πλά­στιγ­γα σαν έγει­ρε, του πή­ρε άλ­λος Μάρ­κος το κε­φά­λι;)


* Το 63 π.Χ. ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων ζητά την ψήφο των Ρωμαίων για το αξίωμα του υπάτου. Ο αδελφός του Κόιντος του στέλνει επιστολή στην οποία τον συμβουλεύει πώς να κερδίσει την εκλογική μάχη. Είκοσι χρόνια αργότερα, στον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, οι δυο αδελφοί εκτελούνται από τον Μάρκο Αντώνιο.

ΟΙ ΚΙΚΕΡΩΝΕΣ

1.Μάρκος Τύλλιος Κικέρων( 3 Ιανουαρίου 106 π.Χ.-Δολοφονήθηκε: 7 Δεκεμβρίου 43 π.Χ.)

Quintus Tullius Cicero – ISVW2.Κόιντος Τύλλιος Κικέρων

Δεν υπάρχουν σχόλια: