Ο θάνατος του ελληνικού καλοκαιριού
Επιστροφή στην πόλη και στο πληκτρολόγιο. 31 Ιουλίου έκλεισα τον υπολογιστή μου και είπα πως δεν θέλω να ενημερωθώ για τίποτε τις επόμενες δύο εβδομάδες. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να κάνω μία γερή αποτοξίνωση από την καθημερινή τριβή μου με την επικαιρότητα.
Παρατηρούσα πως όλοι οι οι φίλοι μου οι οποίοι δεν έχουν επαφή με το επάγγελμα μου δεν ήταν ενημερωμένοι για βασικές ειδήσεις της ημέρας, της εβδομάδας, του μήνα, όμως ήταν ευτυχισμένοι με την επιλεκτική τους άγνοια, οπότε είπα κι εγώ να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο για να αποβάλλω το σφίξιμο και το άγχος της δουλειάς.
Τελευταία είδηση στην τελευταία βάρδια, οι φωτιές σε Ρόδο και Βόλο, με αυτό το μυαλό έκλεισα τον υπολογιστή μου και είπα τέλος.
Ταξιδεύω από τον Κίσαβο προς την Θεσσαλονίκη, στον δρόμο βλέπω καπνούς και ενώ είχα πει πως δεν θα ασχοληθώ με τίποτε βγάζω το κινητό μου τραβώ φωτογραφία και το στέλνω στην ομαδική συνομιλία της δουλειάς. Στο δευτερόλεπτο ανοίγω τα τοπικά sites της Κατερίνης για να δω, τι συμβαίνει. Η πρώτη απόπειρα αποτοξίνωσης δεν πήγε και τόσο καλά.
Στην διαδρομή προς την πόλη σκεφτόμουν τα καλοκαίρια που περνούσα μικρή.
Φτάνω στην Θεσσαλονίκη. Η πόλη στην πιο άσχημη εικόνα της. Τα σκουπίδια δημιουργούσαν βουνά σε κάθε πεζοδρόμιο, η μυρωδιά από το πλαγκτόν στο Θερμαϊκό σου έκαιγε τη μύτη, ο ήλιος που του έλειπαν τα κομμένα δέντρα μετέτρεπε την άσφαλτο σε τεκτονική πλάκα. Με έπιασε μία τεράστια ασφυξία μέχρι να φτάσω σπίτι.
Σκεφτόμουν πόσο αγαπούσα την πόλη το καλοκαίρι που ήταν άδεια και καθαρή και έκανα βόλτες στο κέντρο μόλις σουρούπωνε και τώρα η εικόνα της μου προκάλεσε τεράστια απογοήτευση, σαν να μην με χωρά πια.
Την επόμενη ημέρα ταξίδεψα με τους φίλους μου στην Αλεξανδρούπολη και από εκεί πήγα στην Σαμοθράκη.
Η Αλεξανδρούπολη τις νύχτες του καλοκαιριού και ιδιαίτερα τα σαββατοκύριακα μετατρέπει τον παραλιακό της δρόμο σε πεζόδρομο. Την ζήλεψα πολύ.
Πήραμε λοιπόν το καράβι για την Σαμοθράκη. Εγώ το συγκεκριμένο νησί ήταν η τρίτη φορά που το επισκέφθηκα. Δεν μπορώ να πω πως είναι της «φάσης» μου, ωστόσο η άγρια ομορφιά του σε συνδυασμό με τις σεληνιακές του παραλίες και τα μικρά γραφικά χωριά αποτελούν μία εναλλακτική θερινή λύση για όλους εκείνους που θέλουν να γίνουν κομμάτι της φύσης.
Την Σαμοθράκη την αγαπώ γιατί έχει καταφέρει να μείνει ανεκμετάλλευτη μπροστά στα εκτρώματα που βλέπουμε να συμβαίνουν σε άλλα νησιά. Ελάχιστα beach bar, ελάχιστα νυχτερινά μαγαζιά, πεντακάθαρες παραλίες, κατσίκια στους δρόμους, πεντακάθαρη χώρα, ζεστοί άνθρωποι.
Ωστόσο από στόμα σε στόμα των ντόπιων ακούς για τα έκτροπα του ελεύθερου camping και την αδιαφορία των αρχών απέναντι σε βιασμούς και ναρκωτικά. Όλοι ξέρουν, κανείς δεν μιλά.
Η αλήθεια είναι όμως πως απ’ άκρη σ’άκρη, απ’ τις βάθρες (πολυτουριστικός προορισμός) μέχρι την τελευταία παραλία, σκουπίδι δεν θα δεις, τουρίστες, επισκέπτες και ντόπιοι σέβονται την κάθε γωνιά του νησιού. Στην Σαμοθράκη έμεινα για μία εβδομάδα και η αλήθεια είναι πως δεν άνοιξα καθόλου το κινητό μου για να διαβάσω ειδήσεις, μπορεί να συνέβαιναν τα άπαντα, αλλά πρώτη φορά δεν με ενδιέφερε.
Επέστρεψα λοιπόν στην Θεσσαλονίκη και την ίδια μέρα πήγα στο εξοχικό μου στην Σιθωνία. Εκεί ήρθα αντιμέτωπη με τον θάνατο του ελληνικού καλοκαιριού. Έχω περάσει όλα τα καλοκαίρια της ζωής μου σε ένα μικρό ψαροχώρι στο δεύτερο πόδι, στον Όρμο Παναγιάς.
Με την πιο μεγάλη και όμορφη για μένα θάλασσα σε όλο τον κόσμο, την Τρανή Αμμούδα έκτασης περίπου 4 χιλιομέτρων.
Στα τέσσερα αυτά χιλιόμετρα, τόσα χρόνια είχαμε μόνο δύο μπιτς μπαρ με ελάχιστες ξαπλώστρες. Φέτος μέτρησα τουλάχιστον 9 μπιτς μπαρ τα οποία άφηναν μετά βίας 200 μέτρα το καθένα στους λουόμενους για να βάλουν τις ομπρέλες τους και τις πετσέτες τους.
Πάμε τώρα στις τιμές. Σε ένα μπιτς μπαρ πρώτη σειρά ξαπλώστρες στον Όρμο Παναγιάς, 50 ευρώ. Να πω σε αυτό το σημείο πως και να θέλεις να κάτσεις με τον δικό σου εξοπλισμό δεν μπορεί πιά γιατί είσαι ο ένας πάνω στον άλλον. Στην θάλασσα έβλεπες παντού τουρίστες, με βαλκανικές πινακίδες στα αυτοκίνητα. Τους Έλληνες τους μετρούσαμε με τα δάχτυλα και ορθώς διότι αν δεν είχαμε κι εμείς το σπίτι εκεί δεν θα πηγαίναμε για μπάνιο σε μία παραλία που αναπνέεις την ανάσα του άλλου και σε ακουμπάει το πόδι του.
Στην πλατεία του χωριού τα πιτόγυρα ξεπερνούσαν τα 5 ευρώ και τα γλυκά τα 4, την σπανακόπιτα την πληρώσαμε 2.5 ευρώ λες και είχε μέσα… χρυσό. Στις ταβέρνες χρειαζόταν κράτηση, αλλιώς τραπέζι δεν έβρισκες, και ενώ οι περισσότερες προσπάθησαν με τα κόπων και βασάνων να κρατήσουν των παραδοσιακό επί χρόνια χαρακτήρα τους, άνοιξαν μερικά ιταλικά που τις παρέσυραν να γίνουν όλα εκείνα που βρίσκουμε στην πόλη. Και ενώ τόσα χρόνια ήμουν περήφανη για το χωριό με τους μόλις 40 κατοίκους, και είχα δημιουργήσει το απόλυτο ελληνικό καλοκαίρι, με τις άδειες θάλασσες, τα καταγάλανα νερά, τα παραδοσιακά ταβερνάκια, τα φρέσκα ψάρια και τις ερημικές πλατείες, ξαφνικά η εικόνα αυτή έγινε σε λίγες μέρες ο απόλυτος τουριστικός εφιάλτης.
Εκείνες τις ημέρες δολοφονήθηκε ο Μιχάλης στη Νέα Φιλαδέλφεια, η αποτοξίνωση κάπου εκεί σταμάτησε. Οι ειδοποιήσεις των εξελίξεων έπεφταν σαν βόμβα με το που έπιανα σήμα. Φίλε μου, η interpoll και άλλες 4 χώρες προειδοποιούσαν την Ελλάδα για την κάθοδο των χούλιγκαν ναζί και η Ελλάδα που τόσο παινεύεται για την αστυνόμευση της – με ραγδαία αύξηση εγκληματικότητας – επέλεξε να παρακολουθεί την κατάσταση διακριτικά, να αφήσει να γίνουν σκληρά επεισόδια και μετέπειτα να γίνει ακόμη μία δολοφονία στον βωμό της οπαδικής βίας. Και ενώ όλοι περίμεναν μία δήλωση από τον πρωθυπουργό της χώρας γι ακόμη μία φορά εκείνος αγνοούνταν και 10 μέρες μετά βγήκε να μας πει πως θα κλείσει τους συνδέσμους. εκείνους στους οποίους είχε βάλει λουκέτο και έναν χρόνο πριν στην δολοφονία του Άλκη.
Κοροϊδία σε έναν λαό που ξεχνά.
Στο μεταξύ, οι χώρες του εξωτερικού αποτρέπουν τους τουρίστες να ταξιδέψουν στα ελληνικά νησιά λόγω έλλειψης ιατρικού προσωπικού.
Στη χώρα που ένα νησί της καίγεται και ψάχνεις να βρεις τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, αλλά εκείνος λείπει διακοπές!
Στο μεταξύ, οι παραλίες έχουν μετατραπεί στην απόλυτη ξεφτίλα του καπιταλισμού και της εμπορευματοποιήσεις, με ναργιλέδες και ξαπλώστρες πολυτελείας ανά εκατό μέτρα, στο μεταξύ το πιο μικρό και γραφικό ταβερνάκι που πήγαινες να φας την τηγανητή φρέσκια πατάτα έχει σεβίτσε πια.
Στο μεταξύ εσύ που έτυχε να έχεις εξοχική κατοικία στην Χαλκιδική και έρχεσαι αντιμέτωπος με τον απόλυτο αφανισμό της αυθεντικής της ομορφιάς σκέφτεσαι πως δεν θες να ξαναπατήσεις.
Εσύ που κολυμπούσες σε μία τεράστια παραλία με μηδαμινά beach bar και έπιανες τις γυαλιστερές παλιότερα, τώρα βρίσκεσαι σαν ένα μυρμήγκι ανάμεσα σε φουσκωτά υποθαλάσσια.
Το ελληνικό καλοκαίρι σαν όρος έχει αλλοιωθεί. Οι τουρίστες έρχονται να δουν αυτό που χάσαμε και αντικρίζουν ένα μικρό κακόγουστο Ντουμπάι.
Σε Σαντορίνη και Μύκονο η επισκεψιμότητα έχει πέσει, με ένα σάντουιτς να κοστίζει πια 30 ευρώ κι εσύ ακόμη αναρωτιέσαι γιατί οι νέοι Έλληνες προτιμούν το εξωτερικό για το καλοκαίρι.
Νομίζω ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε τι κράτησε τον τουρισμό ενεργό τόσα χρόνια και τι τον βούλιαξε γιατί αυτή την στιγμή έχει φτάσει στο πικ της απαλλοτρίωσης του απλώς επιλέγουμε να κλείνουμε τα μάτια απέναντι στα κέρδη και τα συμφέροντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου