Η δολοφονία Κώστα Ταχτσή
Την Πέμπτη 25 Αυγούστου του 1988, γύρω στα μεσάνυχτα, δολοφονήθηκε ο Κώστας Ταχτσής. Στις 27 του μηνός ημέρα Σάββατο, βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στον Κολωνό, στην οδό Τυρνάβου 26. Από το σπίτι έλειπαν μια συσκευή βίντεο, ο αυτόματος τηλεφωνητής και μια φωτογραφική μηχανή πολαρόιντ. Η αστυνομία ερεύνησε την υπόθεση χωρίς αποτέλεσμα κι έτσι η υπόθεση μπήκε στο αρχείο. Ο θάνατος του διακεκριμένου συγγραφέα άσκησε πάνω μου τόση έλξη που αποφάσισα να γράψω κάτι σχετικό με το έγκλημα. Διάβασα τα δημοσιεύματα των εφημερίδων και άρχισα να σχεδιάζω μια ιστορία με μυστήρια, χρησιμοποιώντας τα βιβλία του Ταχτσή.
Σκεφτόμουν το εξής: Άραγε οι αστυνομικοί έψαξαν να βρουν υπόπτους στο παρελθόν του Ταχτσή, το πρόσφατο και το λιγότερο πρόσφατο; Κατά τη γνώμη ορισμένων φίλων του, δολοφονήθηκε από κάποιο γνωστό του, φίλο ή εραστή, για ανεξακρίβωτους λόγους. Έπρεπε να κοιτάξω όλα τα ενδεχόμενα ώστε να καταλήξω σ’ ένα λίγο πολύ ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με το έγκλημα. Έτσι, άρχισα να αναζητώ ανθρώπους που τον γνώρισαν ώστε να πάρω πληροφορίες, χρήσιμες για τον εντοπισμό του δράστη.
Το Νοέμβριο του 2014, κοντά στο μεσημέρι, κι ενώ είχε εμφανιστεί η σπάνια ασθένεια που τον οδήγησε στο θάνατο, η αμυοτροφική πλάγια σκλήρυνση, η οποία παραλύει σιγά σιγά όλες τις λειτουργίες του σώματος, εκτός από το μυαλό, την ακοή και την όραση, επισκέφτηκα τον Ανταίο Χρυσοστομίδη στο γραφείο του στην οδό Ζαλόγγου, όπου στεγάζονταν οι εκδόσεις Καστανιώτη. Είχε αρχίσει να κυκλοφορεί με μπαστούνι, αλλά συνέχιζε να εργάζεται με ζήλο, εξακολουθώντας να είναι πρόσχαρος. Ήδη η οικονομική κρίση στη χώρα είχε φουντώσει και τα μνημόνια των ελληνικών κυβερνήσεων με τους ξένους δανειστές είχαν επηρεάσει προς το χειρότερο τη ζωή των Ελλήνων. Υπήρχε στην κοινωνία μια διάχυτη απογοήτευση που είχε επηρεάσει και τον εκδοτικό χώρο, αφού μειώθηκε η αγοραστική δύναμη των αναγνωστών επομένως κι η αναγνωσιμότητα των βιβλίων.
Από το 2006 που μου πρότεινε να πάρω μέρος στον τόμο Ελληνικά εγκλήματα με αστυνομικά διηγήματα, πήγαινα ενίοτε και τον έβλεπα. Θυμίζω πως στο διήγημά μου «Ερωτευμένες γυναίκες» που διαδραματίζεται στον Κολωνό, έκανα μια αναφορά στη δολοφονία του Ταχτσή.
Μιλήσαμε για διάφορα κι έπειτα του ανακοίνωσα την πρόθεσή μου να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτόν. Τον είδα να ξαφνιάζεται και να με κοιτάζει με απορία.
«Θα είναι ένα βιβλίο για τη ζωή ή για το θάνατό του;»
«Για τη ζωή του έχει γράψει ο ίδιος στο Φοβερό βήμα. Εγώ θα γράψω για τον θάνατό του».
Μολονότι ήταν αγχωμένος με τη δουλειά του κι ο χρόνος του ελάχιστος, πρόσεξα πως ο Ταχτσής ως αντικείμενο έρευνας κέντριζε το ενδιαφέρον του.
«Βρήκες κανένα καινούργιο στοιχείο;» με ρώτησε.
«Ψάχνω παντού».
«Έχεις ακούσει ποτέ το όνομα Βασίλης Βόγλης;»
Ναι, το όνομα κάπου το είχα συναντήσει. Είχα ξεφυλλίσει τα τεύχη του περιοδικού Πάλι, στο οποίο ο Ταχτσής ήταν βασικός συνεργάτης. Στο πρώτο τεύχος, του που εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1964, δημοσιεύτηκε το διήγημά του «Τα ρέστα», αφιερωμένο σε κάποιον Βασίλη Βόγλη, προφανώς φίλο του. Ο Ταχτσής τότε βρισκόταν στη Νέα Υόρκη όταν στα τέλη του 1963 πήρε μια επιστολή του Νάνου Βαλαωρίτη, ο οποίος του ζητούσε ένα διήγημα για το περιοδικό που σχεδίαζε. Κάθισε, λοιπόν, μπροστά στη γραφομηχανή του, έγραψε ένα κείμενο και του το ταχυδρόμησε.
Κ. Ταχτσής, «Τα ρέστα»
Περιέργως, η αφιέρωση δεν υπάρχει στο βιβλίο του "Τα ρέστα" που εκδόθηκε από τον Ερμή το 1972. Για ποιο λόγο; Τι είχε συμβεί ανάμεσα στους δύο φίλους; Ποιος ήταν άραγε ο Βασίλης Βόγλης; Τι απέγινε; Κι αν έπαψαν να βλέπονται και να επικοινωνούν, τι έφταιξε και διακόπηκε η σχέση ανάμεσα σε αυτόν και τον Ταχτσή στο διάστημα 1964-1972;
«Ναι. Σ’ αυτόν τον Βόγλη είχε αφιερώσει το διήγημα “Τα ρέστα” στο περιοδικό Πάλι».
«Νομίζω πως θα ήταν χρήσιμο να ψάξεις να τον βρεις».
«Ξέρεις κάτι γι’ αυτόν;»
«Τον είχα ακούσει κάποτε να τον αναφέρει σε μια κουβέντα μας».
Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου του, ο Χρυσοστομίδης το σήκωσε και μίλησε για λίγο με κάποιον μεταφραστή. Ύστερα με ρώτησε:
«Πιστεύεις πως μπορούμε να σκοτώσουμε εύκολα έναν άνθρωπο; Εσύ θα μπορούσες;»
«Το έχω σκεφτεί, έχω συναντήσει ανθρώπους που θέλουν σκότωμα. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο πράγμα ο φόνος. Νομίζω πως όχι, δεν θα μπορούσα».
Έφυγα προβληματισμένος. Επιστρέφοντας στο σπίτι μου, άνοιξα τον τηλεφωνικό κατάλογο να βρω τον Βασίλη Βόγλη. Ήταν δύσκολο εγχείρημα, καθώς υπήρχαν πάνω από εξήντα άτομα με το ίδιο επώνυμο στην Αττική. Μόνο ένας αριθμός τηλεφώνου ανήκε σε κάποιον Βασίλη Βόγλη, η οδός της κατοικίας του ήταν στη Νεάπολη Εξαρχείων, στην οδό Ασκληπιού. Σκέφτηκα να του τηλεφωνήσω και να τον ρωτήσω αν γνώριζε τον Ταχτσή, αλλά τι θά ’βγαινε από αυτό είτε μου απαντούσε ναι είτε όχι; Υπέθεσα πάντως πως ο άνθρωπος που έψαχνα, ο φίλος του Ταχτσή, θα ήταν συνομήλικός του. Εκείνος είχε γεννηθεί το 1927 και αν ζούσε θα ήταν τώρα ογδόντα εφτά χρονών.
Πράγματι, τηλεφώνησα στον συγκεκριμένο αριθμό, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε άτακτα. Η φωνή που σήκωσε το τηλέφωνο ήταν γυναικεία, οπότε ζήτησα να μιλήσω με τον κύριο Βασίλη Βόγλη. Και τότε η γυναίκα άρχισε να κλαίει. Απόρησα γι’ αυτή την αντίδραση και περίμενα ν’ ακούσω την εξήγηση, δεν ήξερα ποιος ήταν ο λόγος του κλάματος.
«Ποιος είστε;» με ρώτησε.
«Δεν γνωριζόμαστε. Είμαι συγγραφέας» της είπα, αναφέροντας το όνομά μου.
«Τον γνωρίζατε τον πατέρα μου;»
Ένιωσα ένα μικρό σοκ. Είπε «τον γνωρίζατε» και όχι «τον γνωρίζετε», άρα…
«Όχι, δεν έτυχε».
«Τότε τι τον θέλετε;»
«Κάνω μια έρευνα για τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή. Γράφω ένα βιβλίο γι’ αυτόν. Έχω πληροφορηθεί πως ο πατέρας σας με τον Ταχτσή ήταν φίλοι και ήθελα να τον ρωτήσω μερικά πράγματα».
«Λυπάμαι, κύριε, αλλά ο πατέρας μου έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια».
«Ωχ!» έκανα. «Λυπάμαι κι εγώ. Πότε έγινε αυτό;»
«Α, τον χάσαμε στο τέλος του 1988, τον Δεκέμβριο».
Έκανα αμέσως τους αναπόφευκτους συνειρμούς. Ο Ταχτσής πέθανε-σκοτώθηκε-δολοφονήθηκε τον Αύγουστο κι ο Βόγλης πέθανε τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου. Σύμπτωση ή όχι;
«Τι ηλικία είχε τότε ο πατέρας σας;»
«Ήταν ακριβώς εξήντα».
Τόσο ήταν κι ο Ταχτσής, άρα μιλάμε για συνομήλικους.
«Συγγνώμη που επιμένω, αλλά με τον Ταχτσή γνωρίζονταν; Τι ξέρετε; Θυμάστε αν έκαναν ποτέ παρέα;»
«Δεν νομίζω πως ήταν φίλοι. Αυτό πρώτη φορά το ακούω από σας».
Ο Ταχτσής έμενε στη Νεάπολη, σε μια πάροδο της οδού Ιπποκράτους, την περίοδο της Κατοχής. Το γράφει στο Φοβερό βήμα.
«Ο Ταχτσής το 1964 έγραψε ένα διήγημα, "Τα ρέστα", που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πάλι και το αφιέρωσε στον πατέρα σας. Το γνωρίζετε;»
«Ποιο;»
«Το περιοδικό Πάλι».
Η γυναίκα άργησε να μου απαντήσει. Σκεφτόταν ή μάλλον προσπαθούσε να θυμηθεί.
«Ναι. Το έχω δει στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Δεν θυμάμαι όμως τα περιεχόμενά του ούτε αν υπάρχει διήγημα με τίτλο "Τα ρέστα", με αφιέρωση στον πατέρα μου».
«Έχετε διαβάσει το μυθιστόρημα του Ταχτσή "Το τρίτο στεφάνι" ή τη συλλογή διηγημάτων "Τα ρέστα;"»
Η γυναίκα άργησε πάλι να μου απαντήσει.
«Ναι, ναι. Τα έχω διαβάσει, τα είχε ο πατέρας μου. Τώρα όμως δεν βρίσκονται εδώ στο σπίτι μου. Τα πήρε η αδελφή μου».
«Έχετε διαβάσει το βιβλίο του Ταχτσή "Το φοβερό βήμα" που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του;»
«Ναι το έχω διαβάσει. Είναι αυτοβιογραφικό».
«Μια ερώτηση ακόμα. Δεν θέλω να σας κουράσω άλλο. Τι δουλειά έκανε ο πατέρας σας;»
«Ήταν ναυτικός. Ταξίδευε με φορτηγά καράβια».
Μάλιστα. Ο Ταχτσής που ήθελε να σπουδάσει στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων για να μπαρκάρει και να γυρίσει τον κόσμο. Έκανε αίτηση, αλλά αρρώστησε και παράτησε τα σχέδιά του. Αργότερα, βρέθηκε στην Ευρώπη, μπαρκάρισε για λίγο ως καμαρωτάκι, μα δεν συνέχισε με τα καράβια. Συμπαθούσε όμως τους ναύτες και τους ναυτικούς, σε όλη του τη ζωή.
«Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία μου. Είστε πολύ ευγενική και με βοηθήσατε αρκετά. Έχω όμως άλλη μια ερώτηση. Πώς πέθανε ο πατέρας σας;»
Η γυναίκα και πάλι άργησε να μου απαντήσει.
«Αυτοκτόνησε».
«Στη θάλασσα;»
«Όχι. Αυτοπυροβολήθηκε με πιστόλι».
Κι άλλο σοκ. Είχα μείνει άφωνος, δεν μπορούσα ν’ αρθρώσω λέξη. Έπρεπε όμως να κλείσουμε, μολονότι η συνομιλήτριά μου δεν έδειχνε καμιά βιασύνη.
«Σας ευχαριστώ πολύ πολύ. Το όνομά σας, κυρία Βόγλη;»
«Με λένε Ζαχαρούλα».
Μόλις κατέβασα το ακουστικό, βγήκα στο μπαλκόνι μου να πάρω αέρα, να καθαρίσει το μυαλό μου. Τι ευγενική γυναίκα και πόσο αποκαλυπτική. Την ίδια μέρα πήγα στη Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων στο Σταθμό Λαρίσης και ζήτησα από τον ευγενικό υπάλληλο το σώμα των εφημερίδων του Δεκεμβρίου του 1988. Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα Η Πρώτη, έπεσα πάνω σε μια είδηση που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 16ης του μηνός:
«Χθες το απόγευμα ο μηχανικός του εμπορικού ναυτικού Βασίλης Βόγλης 60 χρονών, πατέρας δύο παιδιών, τερμάτισε τη ζωή του με πιστόλι μέσα στο σπίτι του στη Νεάπολη Εξαρχείων, στην οδό Ασκληπιού. Η σύζυγός του μόλις άκουσε τον πυροβολισμό έτρεξε κοντά του και μόλις τον είδε νεκρό έπεσε λιπόθυμη. Ποιες ήταν άραγε οι αιτίες που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία; Τι κυβερνούσε την ψυχή του;»
Έφυγα από τη Βιβλιοθήκη μπερδεμένος. Το ξανασκέφτηκα και αποφάσισα να παρατήσω το γράψιμο της ιστορίας μυστηρίου που ήθελα. Έτσι, εγκατέλειψα την προσπάθεια να εξακριβώσω αν η αυτοκτονία του Βασίλη Βόγλη είχε σχέση με τον θάνατο-δολοφονία του Κώστα Ταχτσή τέσσερις μήνες νωρίτερα. Σκεφτόμουν πως είναι άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, δηλαδή όλων μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου