Κυριακή, Ιουνίου 20, 2021

 

Α. ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ* - ΚΥΝΗΓΙ ΜΑΓΙΣΣΩΝ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Το ακόλουθο διήγημα γράφτηκε μετά τον αφορισμό του Λασκαράτου το 1856, επειδή με τη σάτιρά του στηλίτευ


ε πράξεις μελών της Εκκλησίας, ανάρμοστες με τη χριστιανική ηθική.

This   tale was written by A. Lascaratos  after the author's excommunication by the Church in 1856 because he turned against religious authority castigating their members for religious corruption.

gerontakos: Ο δημοφιλής νεκρός που ταξιδεύει σε Ανατολή και ΔύσηΑπόδοση του διηγήματος στα αγγλικά :Βασίλης Μηλίτσης 

Πηγή δημοσίευσης  : diiphilo.blogspot.com





Ανδρέας Λασκαράτος

 ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

 

Ήτανε να ξημερώσει Μεγάλο Σάββατο, που είδα στον ύπνο μου πως πέθανα!

Πέθανα και, μέχρι να γυρίσω το βλέμμα μου, βρέθηκα στον άλλο κόσμο. Εκεί, σαν από ένστικτο, έτρεξα ευθύς στον Παράδεισο, και είχα την τόσο καλή τύχη να φτάσω τη στιγμή που ο Θεός έβγαινε να πάει περίπατο.

Μιλιούνι[1] Άγιοι τον περιστοίχιζαν βαστώντας αγγελούδια σαν εκείνα των εκκλησιών κι εγώ στοχάστηκα να ωφεληθώ από εκείνη την αναστάτωση, από εκείνη τη σκοτούρα[2], για να μπω κάπως λαθραία στον Παράδεισο, αποφεύγοντας τις τελωνειακές έρευνες, σάμπως κι εγώ είχα κάτι να κρύψω.

Έτρεχα λοιπόν αντίθετα με το χείμαρρο των Αγίων ανοίγοντας το δρόμο μου με τα δυο χέρια όταν ο Αϊ-Πέτρος, ο ακοίμητος εκείνος θυρωρός των Ουράνιων Ανακτόρων, με αρπάζει από το λαιμοδέτη[3] και

– Στάσου, λέει, ανάξια κολασμένη ψυχή!

– Άγιε, του είπα εγώ, γιατί με πιάνεις από το κολάρο σαν να ‘μουν κλέφτης;

– Σώπα, λέει, μπερ… (μα δεν το τελείωσε), φεύγα από δω και πήγαινε στο πυρ το εξώτερο[4], το ετοιμασμένο για όσους ξεσκεπάζετε τα… τα… τα των ευσεβών ιερέων μας.

Εγώ για μια στιγμή τρόμαξα, γιατί τα μάτια του Αγίου ρίχνανε φωτιές από το θυμό του και τα γένια του τρέμανε και πετούσε σπίθες σάλια από το στόμα του! Μα έπειτα, δίνοντας δύναμη στον εαυτό μου, έτρεξα και σταμάτησα τον Θεό κι έπεσα στα πόδια του και γονατιστός του είπα :

– Θεέ Πατέρα, δείξε ευσπλαχνία για μένα και δώσε εντολή στον άγιο θυρωρό σου να με αφήσει να μπω στην αιώνια χαρά και αγαλλίαση[5].

Μα τότε και ο Αϊ-Πέτρος :

– Παναγιότατε Θεέ, του λέει, τούτος είναι καταδικασμένος από τους αντιπροσώπους σου πληρεξούσιους παπάδες στο πυρ το εξώτερο.

– Α! λέει ο Θεός, τότε, παιδί μου, δε μπορώ να σου κάμω τίποτα!

– Μα, είπα πάλι εγώ, Θεέ Πατέρα, δείξε έλεος!

Και ο καλός Θεός, γυρνώντας τότε προς το μονογενή Του Γιο :

– Εσύ, του λέει, που στάθηκες εκεί κάτω και γνωρίζεις τούτα καλύτερα από μένα, δες περί τίνος πρόκειται.

Με τούτο τράβηξε το δρόμο του. Έτσι ο Χριστός έμεινε με μένα και με τη συνηθισμένη του καλοσύνη με χάιδεψε.

Μα τότε ο Αϊ-Πέτρος έβγαλε μέσ’ απ’ τα ράσα του τον αφορισμό του 1856 και :

– Διάβασε, λέει του Χριστού, διάβασε, Υπερένδοξε Διάδοχε, και πες αν ετούτος ο άνθρωπος μπορεί να μπει στον Παράδεισό μας.

Ο Χριστός πήρε τον αφορισμό, τον φυλλομέτρησε, διάβασε και γυρνώντας προς εμένα :

– Μα τι τους έκαμες, μου είπε, που σε αφορίσανε;

– Ω, γλυκύτατέ μου Ιησού! του είπα εγώ, με αφορίσανε, επειδή τους έλεγξα τις ανοσιουργίες[6] τους. Πρέπει να ξέρεις, Ιησού μου, ότι η θρησκεία που δίδαξες στον κόσμο δεν υπάρχει πλέον εκεί κάτω, επειδή από καιρό σε καιρό και από λίγο σε λίγο την άλλαξαν όλη, ώστε τώρα δεν έμεινε παρά τ’ όνομά σου πάνω σε μια σωρεία θρησκευτικών εθίμων, που τα λένε θρησκεία σου. Μια τέτοια θρησκοκιβδήλωση[7] φυσικά, μακριά από το να κάνει ηθικό το άτομο, που είναι ο σκοπός της θρησκείας σου, διαφθείρει και αποκτηνώνει τα πλήθη. Οι δε παπάδες, αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα αυτό, χρησιμοποιούν την παπαδοσύνη τους ως έργο για να ζήσουνε και φυσικά εξαγριώνονται εναντίον όποιου προσπαθεί ν’ ανοίξει τα μάτια των οπαδών τους. Έτσι η εξάλειψη της θρησκείας σου από τον κόσμο μας είναι, Ιησού μου, τώρα πια fait accompli[8].

– Μου το ‘παν κι άλλοι, λέει, μου το ‘παν κι άλλοι!…

– Έτσι, εγώ επανέλαβα κάποιες από τις καταχρήσεις[9] τους, τις στηλίτεψα[10] σ’ ένα μου βιβλίο, που γι’ αυτό το ονόμασα «Μυστήρια της Κεφαλονιάς»[11]. Αλλά εκείνοι, σαν ειδώθηκαν εκφαυλισμένοι[12] μπροστά στο ποίμνιό τους, λυσσάξανε, Χριστέ μου, παραφρόνησαν και με αφόρισαν με όλη την πομπή και την παράταξη από την Εκκλησία τους.

Ο Χριστός δε θέλησε ν’ ακούσει περισσότερο. Κούνησε το κεφάλι του και ξαναλέγοντας είπε :

– Μου το ‘παν κι άλλοι, μου το ‘παν κι άλλοι!…

Στράφηκε προς τον Αϊ-Πέτρο και :

– Ας’ τον, λέει, να μπει και βάλ’ τον σε μια αγκωνή[13] να μη φαίνεται.

– Αδύνατο, Χριστέ μου, αδύνατο! είπε ο άγριος εκείνος Κέρβερος. Κλονίζεται η πίστη αν γίνει αυτό. Θυμήσου ότι εσύ ο ίδιος έδωσες στους παπάδες την εξουσία να λύνουν και να δένουν και υποσχέθηκες να εκτελείς στον Ουρανό ό,τι και όπως εκείνοι ορίσουν στη Γη.

Corpo di Bacco![14] είπε τότε ο Χριστός φράγκικα. Ας είναι. Στείλε τον, λοιπόν, στην κόλαση. Μα δώσε του και δυο γραμμές, μια συστατική επιστολή για τον Εωσφόρο[15], για να μην είναι σκληρός μαζί του.

Είπε κι έφυγε. Εγώ έμεινα με τον Αϊ-Πέτρο, που έβγαλε κομμάτι χαρτί και ακουμπώντας πάνω στο γόνατό του έγραψε συστατική επιστολή, μου την έδωσε και τότε μια ακαταμάχητη αόρατη βία με έσπρωξε στην κόλαση.

Το εσωτερικό της κόλασης ήταν φοβερό και επιβλητικό. Ο Μέγας Εωσφόρος, καθισμένος σ’ ένα ξάγναντο με τους αξιωματικούς του αρχιδιαβόλους δεξιά κι αριστερά, υψωνόταν ανάμεσά τους σαν βράχος. Μπροστά τους κυλιόνταν πλήθος διαβολάκια έτοιμα για θελήματα.

Η αόρατη βία που με έσπρωξε εκεί μέσα εξακολούθησε να με σπρώχνει και με έφερε στα πόδια του μεγάλου εκείνου κυρίαρχου της κόλασης.

Όταν με είδε κοντά του, ξερογλείφτηκε σαν λύκος που θέλει ν’ αρπάξει τ’ αρνάκι! Αλλά όταν του παρουσίασα τη συστατική επιστολή του Αϊ-Πέτρου, έτριξε τα δόντια του από τη λύσσα του!… Σείστηκε η κόλαση σ’ εκείνο το τρίξιμο και ο Αϊ-Πέτρος έκανε το σταυρό του.

Μου έριξε μια φρικιαστική στραβοματιά και

– Εχθρέ, λέει, του Διαβόλου και της Κόλασης! εγώ περίμενα να σε γδάρω με στουρναρόπετρα[16], όπως ο Νικολάκης ήθελε να γδάρει το φίλο του τον παπα-Μαντσαβίνο[17]. Και όμως υποχρεώνομαι να φιλοξενήσω και σένα, όπως κάνω και στους φίλους μου, επειδή έτσι θέλει ο Αφέντης μου.

Έκανε νόημα έπειτα σ’ ένα διαβολάκι κι εκείνο κυλισμένο μ’ έσυρε ενεργώντας πάνω μου με μια έλξη σαν εκείνη του μαγνήτη, επιβλητική και αναπόφευκτη.

Έτσι, δεν αργήσαμε να φτάσουμε σε μια μεγάλη πόρτα, που μας ανοίχτηκε αυτόματα μόλις φτάσαμε. Αλλά πόση ήταν τότε η έκπληξή μου όταν βρέθηκα ανάμεσα σε ιερείς, αρχιερείς και πατριάρχες!

– Μπα! Δέσποτά μου, είπα του παπα-Μαντσαβίνου, που τον βρήκα αμέσως μπροστά μου, εγώ σε νόμιζα στον Παράδεισο να ψάλλεις το «Ωσαννά εν τοις Υψίστοις». Και σε βλέπω στην κόλαση;

– Ε, λέει ο παπάς, ως κι εδώ δεν κακοπερνάμε. Εμείς οι ρασοφόροι, σαν φίλοι που σταθήκαμε πάντα του Κυρίου μας Εωσφόρου και κάναμε όλα τα συμφέροντά του στον πρώην κόσμο μας, αποκτήσαμε δικαιώματα στην ευγνωμοσύνη του. Ούτε που είναι αχάριστος ο Κύριος μας τούτος και να που τώρα, ευγνωμονώντας μας, μας φιλοξενεί μάλλον παρά μας τιμωρεί. Ο Διάβολος δεν είναι και τόσο κακός όσο φαίνεται και τους φίλους του τους προσέχει και ανταμείβει όσους με πόθο τον υπηρετήσανε. Έτσι και σ’ εμάς τώρα παρέχει σχετικά καλή ζωή εδώ στην κόλαση. Ο Διάβολος, να ξέρεις, κάνει για τους φίλους του εκείνο που ο Θεός δεν κάνει για τους δικούς του. Επειδή ο Θεός τους λέει «κάνατε το χρέος σας υπακούοντάς με». Ενώ ο Διάβολος καταλαβαίνει ότι παραβήκαμε το χρέος μας για να τον υπακούσουμε.

– Μα γιατί, λοιπόν, δεν έκανε για σας τους φίλους του και το περισσότερο κάνοντάς σας να πηγαίνετε στον Παράδεισο;

– Επειδή τότε, λέει, η αμοιβαία φιλία μας δεν θα είχε σκοπό. Όταν δεν μας έβαζε σε πειρασμό, όταν μας άφηνε να γινόμαστε άξιοι για τον Παράδεισο, τότε δεν θα ήμαστε άνθρωποί του, δεν θα ήμαστε φίλοι του. Και πάλι, ο αφέντης μας δεν είναι Κυρίαρχος του Ουρανού, για να κάνει ό,τι θέλει. Ο καημένος! Δεν είναι παρά ένας δεσμοφύλακας στις διαταγές του Ύψιστου, ένα είδος Κασελά Ροσβάνη.

Και μόνο τη μπόρεση έχει – όπως κάθε δεσμοφύλακας – να μεταχειρίζεται άλλους καλύτερα και άλλους χειρότερα.

– Καταλαβαίνω λοιπόν, είπα εγώ, ότι ο Διάβολος, αγαπώντας το κακό, γίνεται αυστηρότερος σ’ εκείνους που λιγότερο κακούργησαν και, αντίθετα, γίνεται ευνοϊκότερος σ’ εκείνους που περισσότερο κακούργησαν.

Και ο παπάς :

– Εσύ το είπες.

– Κι εσείς πώς υποφέρετε, που όπως φαίνεται θα υποφέρω κι εγώ;

Ο παπάς τότε χαμήλωσε τα μάτια του, στέναξε και σώπασε.

– Δέσποτα, του είπα, δεν είναι από απλή περιέργεια που σε ρωτώ. Είναι για να ξέρω κι εγώ τι θα υποφέρω.

– Εσύ, λέει τότε ο παπάς, εσύ δεν θα υποφέρεις. Αλλά εμείς υποφέρουμε την έλλειψη της Θεότητας, που η παρουσία της γεμίζει χαρά και αγαλλίαση τις ψυχές. Επειδή ο Πανταχού Παρών τούτο μόνο αποστρέφεται[18] και εγκαταλείπει : την κόλαση. Έχουμε και τους ελέγχους της συνείδησής μας και…

– Ω, δέσποτά μου, τον έκοψα εγώ, όλοι έχουμε κάτι να ελέγξουμε στον  εαυτό μας. Και μάλιστα εμείς οι γέροντες. Δεν πιστεύω να είναι ένας από εμάς που να μην επιθυμούσε να γυρίσει πίσω για να ξεκάνει τόσα που έκανε και να κάνει άλλα που δεν έκανε.

– Ναι, λέει εκείνος, μα αυτές είναι στιγμές της περασμένης ύπαρξης που τιμωρούνται ως τέτοιες. Εμείς όμως είχαμε κάνει έργο μας την απάτη, διδάσκοντας ψεύτικη θεολογία στα πλήθη και χρησιμοποιώντας τη θεοκαπηλεία[19] σαν αληθινοί θρησκέμποροι[20] για να ζούμε. Έτσι έχουμε ολόκληρη την ύπαρξη βασισμένη στο κακούργημα. Εμείς περνιόμαστε για ιερείς του Ύψιστου, ενώ ήμαστε ιερείς εναντίον του∙ ιερείς του Διαβόλου, ιερείς του ψέματος και της απάτης! Εμείς…

– Παπά μου, τον έκοψα πάλι εγώ, άσ’ τα τώρα αυτά και κάνε μου τη χάρη, παρουσίασέ με σε τούτους τους τώρα-κάποτε αξιωματούχους της τώρα-κάποτε εκκλησίας μας, επειδή, αν συγκατοικήσω μ’ αυτούς, είναι καλό να γνωριζόμαστε.

– Ω, λέει ο παπάς, εσύ δεν θα μείνεις πολύ μαζί μας. Σε λίγο θ’ αναστηθεί ο Κύριος του Ουρανού. Θα του ανοιχτούν οι Πύλες του Άδη, θα βγάλει από μέσα να πάρει μαζί τους όσους άδικα μπήκαν μέσα κι εσύ θα είσαι ένας από κείνους.

Η χαρά μου εκείνη τη στιγμή δε μ’ άφηνε να καταλάβω πως ο παπάς αναχρόνιζε[21] τα πράγματα, αλλά και όταν ξύπνησα, σκέφτηκα πως τέτοιος είναι ο χαρακτήρας των ονείρων : αναχρονισμοί, αντιφάσεις, παράλογα και άστατα κάθε είδους.

Σε λίγο με πήρε ο παπάς από το χέρι, με πήγε και με παρουσίασε στον πρώην Δεσπότη μας.

– Πανιερότατε, του είπα εγώ, σου φιλώ το χέρι. Μα βλέπω που οι αφορισμένοι και οι αφοριστές στην ίδια τρύπα του Διαβόλου καταντάμε!

– Ω, παιδί μου, φώναξε εκείνος, πώς εδώ; Κάτι λάθος…

– Όχι, Πανιερότατε, είπα εγώ, δεν είναι λάθος, αλλά είναι ο αφορισμός του 1856 που με έφερε εδώ μέσα.

– Ω, παιδί μου, λέει πάλι, μου κακοφαίνεται, μα δε φταίω εγώ. Εγώ μάλιστα, όταν μου φέρανε και υπόγραψα, είπα πως αν λείπανε δυο τρεις λέξεις μέσα από τα «Μυστήριά» σου, σου έδινα την ευχή μου, επειδή είπες όλη την αλήθεια.

Μιλούσα έτσι με τον πρώην Επίσκοπό μας, όταν αισθάνθηκα κάποιον να με τραβά πίσω μου. Γυρίζω και βλέπω τον άλλοτε περιώνυμο[22] παπα-Ζερβό! Διατηρούσε και μέσα στην κόλαση το Μεγαλόσχημο της Υποκρισίας για την οποία διακρινόταν στον κόσμο!

Με πήρε κατά μέρος και :

– Πες μου, λέει, οι συγγενείς της κοπέλας εκείνης που εγώ… σε στιγμή εξομολόγησης… στο Μεσολόγγι… Μήπως ήρθανε στην Κεφαλονιά γυρεύοντάς με να με σκοτώσουν;

– Δεν ξέρω, λέω, Αρχιμανδρίτη μου.

– Ξέρεις, λέει, μήπως αν οι Ηγούμενοι του Αγίου Όρους αναφέρθηκαν στον Εισαγγελέα μας για να με συλλάβει και μήπως εκείνος έστειλε την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο;

– Σου είπα, άγιε μου Αρχιμανδρίτη, πως δεν ξέρω από τέτοια πράγματα.

– Καλά, λέει, βλέπω πως δεν θέλεις να μου πεις κι έτσι δε σε ρωτάω για περισσότερα.

Μα τότε ένας μεγάλος κρότος με ξύπνησε. Ήτανε το κανόνι του Μεγάλου Σαββάτου, που από το Δράπανο[23] ειδοποιούσε για την Ανάσταση. Έτσι, ο παπα-Μαντσαβίνος εννοούσε βέβαια αυτό, όταν μου είπε πως η Ανάσταση του Χριστού θα με βγάλει από την κόλαση.

Ανδρέας Λασκαράτος

 

*Ανδρέας Λασκαράτος - Βικιπαίδεια


[1] το μιλιούνι (ιταλικά millione) = το εκατομμύριο, το πολύ μεγάλο πλήθος.

[2] η σκοτούρα = ζάλη

[3] ο λαιμοδέτης = η γραβάτα.

[4] το πυρ το εξώτερο = η κόλαση.

[5] η αγαλλίαση = η ανακούφιση.

[6] η ανοσιουργία = η ανίερη, η εγκληματική πράξη.

[7] η θρησκοκιβδήλωση = η νοθεία της θρησκείας.

[8] fait accompli (γαλλικά) = τελειωμένη υπόθεση.

[9] η κατάχρηση = η υπερβολική (κακή) χρήση της εξουσίας.

[10] στηλιτεύω = κατακρίνω δημοσίως.

[11] Μυστήρια της Κεφαλονιάς = το πιο γνωστό έργο του Ανδρέα Λασκαράτου, που γράφτηκε το 1856 με υπότιτλο «ή σκέψεις απάνου στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική εις την Κεφαλονιά» και προκάλεσε τον αφορισμό του συγγραφέα και του βιβλίου του από το μητροπολίτη Κεφαλονιάς και από την Ιερά Σύνοδο, ενώ αργότερα αφορίστηκε και από το μητροπολίτη Ζακύνθου, όπου είχε καταφύγει κυνηγημένος από το νησί του.

[12] εκφαυλισμένος = διεφθαρμένος, εξαχρειωμένος, ανήθικος.

[13] η αγκωνή = ο εσωτερικός χώρος της γωνίας όπου κάποιος μπορεί να κρυφτεί.

[14] corpo di bacco (ιταλικά) = για το Θεό.

[15] ο Εωσφόρος = ο σατανάς.

[16] η στουρναρόπετρα = η σκληρή και μυτερή πέτρα.

[17] παπα-Μαντσαβίνος = ο παπάς που εξομολόγησε πριν τον απαγχονισμό του τον παπά Νόδαρο Ζαπάντη (επαναστάτη του 1849) με εντολή του Δεσπότη Κεφαλονιάς και, μετά την εκτέλεση, πήρε τη δερμάτινη ζώνη του, την έκοψε σε κομματάκια και την πούλησε στους αφελείς πιστούς ως φυλακτό.

[18] αποστρέφομαι = σιχαίνομαι.

[19] η θεοκαπηλεία = το αισχροκερδές εμπόριο της διδασκαλίας του Θεού.

[20] ο θρησκέμπορος = αυτός που μετατρέπει τη θρησκεία σε εμπόριο.

[21] αναχρονίζω = τοποθετώ ένα γεγονός σε λάθος χρονική στιγμή.

[22] περιώνυμος = ξακουστός.

[23] το Δράπανο = Το Δράπανο Αργοστολίου είναι το χωριό που βρίσκεται στην μια άκρη της πέτρινης Γέφυρας Δεβοσσέτου που ενώνει το Αργοστόλι, την πρωτεύουσα της Κεφαλονιάς, με την απέναντι ακτή της Λιμνοθάλασσας του Κουτάβου.

 _________________

 

THE DREAM

 

Andreas Laskaratos

 

Rendered by Vassilis C. Militsis

 

 

It was just before dawn on the Saturday before Easter when I had a dream in which I saw I had died! No sooner had I passed away than at a blink of my eye I was found in the hereafter. As if by instinct, I immediately hurried to get into Paradise, where I was lucky enough to arrive the moment God was about to take his walk.

Millions of saints surrounded Him carrying little angels like the ones you can see in churches down on earth; and amidst all that commotion and confusion I thought I could avail of the situation and sneak into Paradise, trying to avoid the customs authorities though I had nothing to declare. I was running against the stream of the saints plodding my way through them when Saint Peter, that everlasting doorman of the Heavenly Mansions, grabbed me by the collar and said to me:

“Stop where you are, you worthless, sinful soul!”

“Your Holiness,” I said to him, “Why have you grabbed me by the collar? I’m not a thief.”

“Hush, you rasc…” he went on without finishing the epithet, “Depart from me into the eternal fire prepared for those who disclose the [deeds] of our pious priests.”

For a moment I was terrified, for the Saint’s eyes were on fire, his beard quivered and drops of saliva issued from his mouth because of his wrath! But then, mustering my courage, I ran and stopped God, and down on my knees I pleaded:

 

“God Father, show your mercy on me and command your saintly doorman to let me in the eternal joy and exultation.”

 

But then Saint Peter cut in:

“Your Most Holy One, this one is damned by your deputies, the clergymen on earth, into hellfire.”

 

“Ah!” said God, “then, my child, I can’t do nothing for you!”

“But, God Father,” I begged again, “mercy!”

And then the good God, turning to his only-begotten son said:

“Since you’ve been down there, son, and you know about these things better than I, find out what this is all about.”

And saying this, he went his way. Thus Jesus stayed with me and treated me with his wonted benevolence.

But then Saint Peter fished out of his robes the 1856 excommunication document and said to Jesus:

“Oh Most Glorious Heir, read this and consider if this man is worthy to enter our Paradise.”

Jesus took the document, thumbed through it and turning to me, he said:

 

“What did you do to them and they excommunicated you?”

“Oh, my sweetest Jesus!” I replied, “they excommunicated me because I scathed them for their outrageous deeds. Oh, Savior, you should already know that the religion you taught down there exists no longer, for it has all been progressively changed to such an extent that what is left of it is only your name on a medley of customs which are passed off as your faith. Naturally, such forgery of your religion, instead of producing moral individuals – which is the utmost goal of your teachings – corrupts and dehumanizes the rabble. On the other hand, the clergy, ignoring the consequences, use their calling as a way of living and they wax furious against those who try to put some sense into the heads of their faithful. Thus, my Jesus, the extinction of your religion from our world is already fait accompli.

“I was repeatedly told about it before!” he said.

“Thus, I mentioned some of their abuses and I castigated them in a book entitled The Mysteries of Cephalonia.1 But as soon as they were proved depraved in front of their congregations, they raged, my Jesus went out of their minds and they banned me from their Church in all pomp.”

 

 

Christ did not want to hear any more. He nodded and repeated:

“I was told about it over and over again before!”

 

Then he turned and addressed Saint Peter:

“Let him in,” he said, “and put him in some place where he can’t make his presence felt.”

“Impossible, my Christ; this can’t be done!” said that savage Cerberus. The Faith is at stake if such a thing is done. Remember, that it was you that gave the priests authority to call the shots and promised that you shall do in Heaven the way they will decree on Earth.”

Corpo di Bacco!” Jesus exclaimed in Italian. “Let it be, then. Sent him over to Hell, but give him a letter of credit so that Lucifer may not be too cruel for him.”

 

Saying this, he left. I stayed with Saint Peter, who produced a piece of paper and resting it on his knee he wrote the letter of credit, which he gave to me, and with an irresistible, unseen force he pushed me into Hell.

The inner part of Hell was both horrific and imposing. Great Lucifer, seated in a clearing and guarded on both sides by his officers, the arch-demons, towered above them like a cliff. In front of them a crowd of little devils groveled, ready to comply with their behests.

The invisible force that propelled me therein brought me to the feet of that great overlord of Hell.

 

When he saw me, he licked his lips like a wolf ready to grab the little lamb! But when I showed him Saint Peter’s letter of credit, he gnashed his teeth in rage!

The entire Hell shook by that grating sound and Saint Peter crossed himself.

 

 


 

He fixed a horrifying stare at me.

“Enemy of the Devil and Hell,” he said; “I have been looking forward to skinning you with a flint-stone the way Nikolakis wanted to skin his friend, the reverend Manzavino.2 And yet, I’m obliged to treat you, too, as my guest as I do with my friends, only because my Master so wishes.”


 

He signaled to an imp that was wallowing there before its superiors; it wielded a magnetic, imposing and inevitable attraction on me. Thus we shortly reached a big gate, which opened automatically upon our arrival. But my surprise was indescribable when I found myself among priests, arch-priests and patriarchs!

 

“Oh my! Your reverence,” I said to Father Manzavino,2 the first to encounter in front of me, “I thought you were in Paradise chanting Hosanna in the highest, and to see you in Hell?”

 

“Well, we live far from misery here” the priest said; “We, clergymen, as true friends of Lucifer, our Master, have always stood by him serving all his interests in our previous world; therefore, we have been granted prerogatives in return. Our master is far from ungrateful, and behold now, he rather entertains than punishes us. The Devil is not as bad as he seems, and he takes good care of his friends and rewards those who have willingly served him. Thus, he has offered us a relatively good life here in Hell. You should know that the Devil treats his friends better than God does for his own faithful. For God commands them: ‘do your duty by obeying me’ whereas the Devil understands that we have deviated from doing our duty in order to obey him.”

 

 

“But then, why didn’t God do for you, his friends, the best so that you could go to Paradise?”

 

“Because in that case, as he says, our mutual friendship would be pointless. If he didn’t lead us into temptation, if he let us be worthy of Paradise, then we wouldn’t be considered his own – we wouldn’t be his friends. But again, our master isn’t the Sovereign of Heaven, so he can’t do what he wishes. The poor one! He’s but a jailer complying with the commands of the Highest One, a sort of Kasselas Rosvanis [apparently a jailer of the time]. He’s only allowed – as all jailers – to treat some better than others.”

“I understand then,” I said, “that the Devil, being fond of evil, grows extremely harsh on those who committed fewer and lighter crimes, while he grants more favor to those who proved more evil-doers than the latter.”

 

 

“So you said,” the priest added.

“And how will you suffer as, it seems, I shall suffer, too?” I asked.

Then the priest lowered his gaze, sighed and fell silent.

“Your reverence,” I went on, “I’m not asking you out of sheer curiosity. I’m anxious to know how much I shall suffer.”

“You won’t suffer the way we shall,” the priest replied. “But we suffer because we’ve been left out of God’s grace, which fills one’s soul with joy and delight. For the Omnipresent One abhors and walks out on one thing only: Hell. We’re also smitten by our conscience and…”

“Oh, reverence,” I cut in, “we all have to check on ourselves, especially we, who are in old age. I don’t believe that there’s one of us who doesn’t wish to go back on earth and undo what he’d done and do what he hadn’t done.”

 

 

“Yes,” he consented, “but these are incidents of his past existence which are punished as such. We, however, we had changed our office into chicanery, teaching false theology and handling religion as true religion mongers in order to make a living out of it. Therefore, we have based our entire existence on felony. We are passed off as priests of the Highest One, while in reality we serve the Devil as angels of falsehood and deceit! We…”

“Father,” I interrupted anew, “all these don’t interest me now, so do me the favor to introduce me to these personages here – church officials of yore – as, should I share the premises with them, I had better get familiar with them.”

 

“Oh,” the priest said, “you won’t be staying for long with us. Shortly the Lord of Heaven shall rise from the dead. He will fling the Gates of Hades wide open, and will lead out all those who entered it unjustly, of whom you are one of them.”

I did not realize at that moment, due to my joy, that the priest had been anachronistic, but on my awakening later on, I thought that such is the stuff as dreams are made of: anachronisms, contradictions, paradoxes and all sorts of fickle instances. Shortly afterwards, the priest took me by the hand and introduced me to our ex bishop.

“Your Holiness,” I addressed him, “I kiss your right hand. But I see that both excommunicated and excommunicators end up in the Devil’s same hole!”

“Oh, my child,” he exclaimed, “how come you’re also here? Has something gone wrong?”

“No, Holiness,” I replied; “Nothing has gone wrong. It’s the 1856 anathema that’s brought me here.”

“Oh, my child,” he said again, “I’m so sorry but it isn’t my fault. In fact, when they brought the ban to sign, I said that if a couple of words had been missing from your Mysteries of Cephalonia, I would have given you my blessing, because you had written the whole truth.

While I was talking with our ex bishop, I felt someone pulling at me from behind. On turning around I saw, the well-known priest of old, Father Zervos. Even in Hell, he was still a notorious bigwig of hypocrisy, by which he had been distinguished on earth. He led me aside and asked in private:

“Tell me about the relatives of that girl whom I…at her confession … at Missolonghi… do you know if they’d gone to Cephalonia to kill me?”

“I have no idea, my Archimandrite,” I replied.

“Have you heard, perhaps,” he went on, “if the Fathers of Mount Athos had reported on me to our Inquisitor for my arrest and he referred the case to the Criminal Court?”

“I’ve already told you, holy Archimandrite, that I haven’t the slightest idea of such things,” I responded.

“Very well,” he said, “I see you’re not willing to tell me and so I ask no more.”

At that very moment, I was roused from my slumber by a loud bang. It was the cannon at the village of Drapano, which on Holy Saturdays announced the festivities of the Resurrection of Christ. That was what Father Manzavino meant when he said that the Resurrection of Jesus would deliver me from Hell.

 

1In 1856 Laskaratos’ book The Mysteries of Cephalonia was anathematized by the local Bishop and he himself was excommunicated. The author wrote of his beliefs on family, religion and politics at Cephalonia.

 

2Father Manzavino was the priest who had shriven the priest Nodaros Zapantis (an 1849 rebel) before his execution by hanging at the command of the Bishop of Cephalonia. After his execution, Manzavino got condemned leather belt and cut it into small pieces, which he sold to his naïve faithful as periapts. 

 

 see also:


Α. ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ - THE PRESUMPTUOUS SCHOLAR

 A. LASKARATOS - A PARABLE

 MONKHOOD IN THE 19TH CENTURY - ANDREAS LASKARATOS

 A. LASKARATOS - TIMELESS CHARACTERS - ΙΔΟΥ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 THE ASPIRING POLITICIAN OF YORE

 Ο ΔΟΚΗΣΙΣΟΦΟΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: